«Γράψε, παιδάκι μου, γράψε».
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη! Κι αν γράψω δηλαδή, τι θα βγει; Θ’ ακούσει κανείς; Θα συγκινηθεί; Θα δώσει σημασία; Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί, άκου με που σου λέω».
«Γράψε εσύ, ποτέ δεν ξέρεις…»
Ήταν τόση η επιμονή, η αγωνία κι η αγανάκτηση του φίλου μου του Λευτέρη που δεν μπόρεσα στο τέλος να τ’ αρνηθώ. «Στην Αμερική, παιδάκι μου…» ερχόταν και ξαναερχόταν στο μυαλό μου τα λόγια του. «Ναι, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια», η μόνιμη απάντησή μου. «Και τι φταίω εγώ;» η στερεότυπη ερώτησή του.
Παιδί δεκαπέντε-δεκάξι χρονών θα ’ταν ο Λευτέρης όταν έφτασε στο Αμέρικα. Από τους τελευταίους μιας γενιάς που γαλουχήθηκε με το όραμα της καλύτερης ζωής και του εύκολου πλουτισμού στην ξενιτιά. Στη νέα Γη της Επαγγελίας δεν έρρεε μεν το μέλι και το γάλα, υπήρχε όμως δουλειά και δολάρια. Πολλή δουλειά, σκληρή δουλειά και στίβες ατέλειωτες τα πιάτα για πλύσιμο για λίγα «ντάλαρς».
Σκληρές κι απάνθρωπες οι συνθήκες δουλειάς, χωρίς ηθική και συναίσθημα οι εργοδότες, ταγμένοι σ’ έναν και μόνο σκοπό: πώς ν’ αβγατίσουν το βιος τους, να μεγαλώσουν το μαγαζί, να επεκταθούν δίπλα, παραδίπλα κι απέναντι.
Έπιασε το νόημα της καινούριας ζωής ο μικρός Λευτέρης και προχώρησε. Με κόπο και προσπάθεια μεγάλη. Με σεβασμό στ’ αφεντικά, στους πελάτες, στους μεγαλύτερούς του. Προόδευε καθώς μεγάλωνε. Άφησε τα πιάτα κι έπιασε τον δίσκο σερβιρίσματος, μπαινόβγαινε στην κουζίνα, βρέθηκε μαζί με τ’ αδέλφια του συνιδιοκτήτης μαγέρικου, πρόκοψε, έκανε οικογένεια, παιδιά, λεφτά. Μόνο ένα μαράζι είχε. Να προλάβει να γυρίσει πίσω, κάπου στην Ελλάδα, προτού μεγαλώσουν και του φύγουν οι γιοι του, τρεις ζωή να ’χουν, και γίνουν Αμερικάνοι. Με σεβασμό στις αρχές που κουβαλούσε από το χωριό του, κάπου στους πρόποδες του Ταΰγετου, τους μεγάλωνε μέχρι να ’ρθει η ευλογημένη ώρα.
Στο Ρέθυμνο ξεμπαρκάρισε, κάπου εκεί στο ’89 με ’90. Της γυναίκας του τον τόπο προτίμησε, γιατί ο τουρισμός υποσχόταν ανάπτυξη κι οι συνθήκες ήταν καλύτερες από τα κορφοβούνια της Λακωνίας. Έπεσε με τα μούτρα για να στήσει τη δική του επιχείρηση, πάντα με σεβασμό στους νόμους και τους προφήτες, στην κοινωνία, στους ανθρώπους. «Γιατί ’χω σερνικά παιδιά», έλεγε με καμάρι, «και πρέπει να τους αφήσω όνομα καλό».
Εξηνταπενταρίζει πια ο φίλος μου ο Λευτέρης. Με την κοιλίτσα του, τ’ άσπρα του μαλλιά, το καθαρό πρόσωπο. Θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος. Είχε κάθε δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος, αφού κι οι δουλειές του πάνε καλά κι οι γιοι του, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πορεύονται, αλλά.
Αλλά είχε την ατυχία να μπλέξει με το ελληνικό γκουβέρνο. Έτσι απλά. Χωρίς να το πάρει είδηση, προτού προλάβει να το καταλάβει. Αυτός ένα οικόπεδο πήγε κι αγόρασε στου Πρίνου την περιφέρεια. Με όλους τους τύπους. Με σεβασμό στους νόμους της πολιτείας. Με δικηγόρους, μηχανικούς και συμβολαιογράφους να βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Καλό το οικόπεδο κι ήρθε μια ξένη εταιρεία κι ενδιαφέρθηκε για να το αξιοποιήσει. Βρήκε τον φίλο μου, τον Λευτέρη και τα συμφώνησαν. Αντιπαροχή το έδωσε αυτός. Φτιάχτηκε εργολαβικό, έγινε τεμαχισμός, μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο, βγήκαν οι άδειες. Όλα νόμιμα και σωστά. Με σεβασμό σε όλους και όλα. Άρχισαν οι εργασίες, έπεσαν τα πρώτα μπετά, και ξαφνικά νάσου μπροστά η Αρχαιολογία. «Αναστολή εργασιών», διατάζει, «επ’ αόριστον». Όχι, δεν βρέθηκαν αρχαία στις εκσκαφές. Δεν είναι αρχαιολογική η περιοχή ούτε βρίσκεται μέσα σε κάποια από τις ελεγχόμενες ζώνες. Απλά έχει τη δυστυχία να βρίσκεται κοντά σε μια χοιροτροφική μονάδα που επειδή ρυπαίνει φοβάται πως οι αγοραστές, Άγγλοι επί το πλείστον, θα της δημιουργήσουν πρόβλημα. Άρχισε λοιπόν τις καταγγελίες, ξεσήκωσε τις υπηρεσίες, επιστρατεύτηκε κι ένα εκκλησάκι εκεί κοντά και βρέθηκε ο φίλος μου Λευτέρης μπλεγμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Σύρθηκε κρατούμενος στον Εισαγγελέα σαν εγκληματίας, αντιμετωπίστηκε χωρίς σεβασμό, φώναξε, αγανάκτησε, έσκασε, έκανε εγχείρηση καρδιάς πριν από λίγες μέρες.
«Γράψε, παιδάκι μου, γράψε».
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη. Εδώ είναι κράτος της πλάκας. Ανέντιμο. Της μεγάλης ρεμούλας και της αρπαχτής. Λάθος σού τα μάθανε. Εδώ επικρατεί ο νόμος του ισχυρού κι όχι στο Τέξας. Εδώ ρωτάς την Πολεοδομία Ρεθύμνου αν ισχύει η ζώνη των οχτακοσίων μέτρων στην περιοχή του Πρίνου κι ο διευθυντής της σου απαντά εγγράφως με κάθε σοβαρότητα πως “μας διαβεβαίωσαν προφορικά ότι δεν έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα της κυβέρνησης”. Πας να βγάλεις άδεια στα Καστελλάκια, πάνω από το Ρέθυμνο, με τις διατάξεις του προ του ’23 υφιστάμενου οικισμού κι ο διευθυντής της Πολεοδομίας, ο μέγας, σου λέει, “απόδειξέ το”».
Φίλε μου, Λευτέρη, καλά ξεμπερδέματα.
Τρίτη, Απριλίου 03, 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου