Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

To ναυάγιο

Έβρεχε όλη τη νύχτα κι έκανε τσουχτερό κρύο εκείνο το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1966. Τρία παιδιά όλα κι όλα, δυο κορίτσια κι ένα αγόρι, εγώ ήμουν αυτός, πρόβαλαν στο μισοσκόταδο σαν φαντάσματα και τρέχοντας χώθηκαν στο παλιό αστικό που είχε μόλις φτάσει. Ήταν κιόλας μούσκεμα αφού οι γαλότσες και τα φτηνά αδιάβροχα με την κουκούλα, ελάχιστα τα είχαν προστατέψει από το κατακαίρι.
Όρθιος στη μέση του διαδρόμου ο εισπράχτορας, τυλιγμένος σ’ ένα βαρύ παλτό, με μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και κασκόλ στον λαιμό, γκρίνιαζε.
«Από δω, από δω», έλεγε, τα καθοδηγούσε και τα έβαλε να στριμωχτούν στο πρώτο κάθισμα, πίσω ακριβώς από τον οδηγό. «Μόνο εδώ είναι στεγνά», συνέχισε να μουρμουρίζει μόνος του. «Όλο το υπόλοιπο στάζει, αν κι απ’ ότι βλέπω δεν έχετε ανάγκη εσείς».
Τι ανάγκη είχαν αλήθεια; Καμιά. Αφού για να μάθουν πέντε κολλυβογράμματα ήταν υποχρεωμένα να σηκώνονται από το μαύρο χάραμα για να προλάβουν το λεωφορείο που θα τα μετέφερε από το μικρό τους χωριό, στο Ρέθυμνο που είχε γυμνάσιο. Έξι και μισή το πρωί έφτανε το ρημάδι. Μισή ώρα η διαδρομή, γύρω στις επτά ήταν στη Χώρα κι ας άρχιζαν τα μαθήματα από τις οκτώ κι ύστερα. Κι έμενε μια ολάκερη ώρα για σουλάτσο και χαζολόγημα στη Λεωφόρο. Θα μου πεις ποιος είχε όρεξη για βόλτα πρωινιάτικα; Ας ήταν καλός ο καιρός και σου ’λεγα εγώ! Αλλά με κρύο και βροχή, αναγκαστικά κάπου έπρεπε να τη βγάλουν μέχρι ν’ αποφασίσει ο επιστάτης να ξεκλειδώσει το λουκέτο και ν’ ανοίξει τη μεγάλη καγκελόπορτα του πέριαυλου. Βέβαια κι αυτοί στο ΚΤΕΛ είχαν τα δίκια τους. Τα πιο βολικά δρομολόγια και τα πιο καινούρια αυτοκίνητα τα κρατούσαν για τα μεγαλύτερα χωριά που είχαν πιο πολλά παιδιά και περισσότερους επιβάτες.
«Επλημμύρισενε, μωρέ κοπέλια, ο Πλατανιανός ποταμός και να δούμε πώς θα περάσομε», σχολίασε ο οδηγός, ένας μεσοκαιρίτης, μαυριδερός με φουσκωμένο στομάχι και στριφτές μουστάκες, μόλις έλυσε το χειρόφρενο κι έπιασε την κατηφόρα.
Μπροστά στους Τέσσερις Μάρτυρες τ’ άφησε κι εκεί χωρίστηκαν. Τα κορίτσια βρήκαν απάγκιο στην είσοδο της εκκλησίας κι εγώ κούρνιασα τουρτουρίζοντας στην είσοδο του πρώτου μαγαζιού που βρήκα μπροστά μου. Κρύωνα. Όμως μια παγωμάρα πιο δυνατή έβγαινε από μέσα μου. Ένα κακό προαίσθημα, σαν να περίμενα πως κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί, με βασάνιζε. Τα δόντια μου χτυπούσαν κι ένας ανεξήγητος πανικός που με κατέλαβε ξαφνικά, μ’ έκανε να τρέχω σαν παλαβός μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ευτυχώς που βρήκα ανοιχτό το σχολείο και χώθηκα μέσα. Άφησα βιαστικός τη σάκα και το αδιάβροχο στην Γ2, χτύπησα δυνατά τα πόδια μου στο πάτωμα για να διώξω από πάνω μου τα πολλά νερά και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο του κυρ Χαράλαμπου, του επιστάτη του Α΄ Αρρένων.
«Έκειε ξάνοιξε ’ναν καιρό», τον άκουσα να μονολογεί.
«Τι έπαθες, κυρ Χαράλαμπε;»
«Έσπασε ο αέρας το τζαμάκι και γέμισε ο τόπος νερά».
«Σου ’κανε ζημιά;»
«Λίγα πράματα αλλά τώρα πρέπει να σφουγγαρίσω. Και κάνει και μια κρυγιότη!»
Ο θεολόγος που έφτασε κατηφής εκείνη την ώρα έδωσε μια άλλη διάσταση στην κουβέντα.
«Τα μάθατε τα νέα;» ρώτησε με πένθιμο ύφος μόλις έβγαλε το παλτό και το καπέλο του.
«Ίντα γίνηκε;» πρόλαβε και τον ρώτησε ο επιστάτης.
«Το “Ηράκλειο”, λέει, δεν έφτασε στον Πειραιά. Ανήσυχοι με πήραν τηλέφωνο κάποιοι συγγενείς μου πριν λίγο. Αν δεν έδεσε από νωρίς σε κάποιο άλλο λιμάνι, δεν θα ’ναι για καλό του».
Ούτε οι άλλοι καθηγητές που έφταναν ένας-ένας γνώριζαν τίποτα περισσότερο. Χτύπησε το κουδούνι, άρχισαν τα μαθήματα, αλλά το μούδιασμα και το σφίξιμο που ένιωθα από το πρωί δεν έλεγε να μ’ αφήσει και πού μυαλό για Ιστορίες και Αρχαία! Ταξίδευε ένας ξάδελφός μου με το “Ηράκλειο”. Φτωχόπαιδο κι αυτός σαν κι όλους μας. Ηλεκτρολόγος ήταν. Είχε απολυθεί κάποιους μήνες πριν από τον στρατό κι ανέβαινε για δουλειά στην Αθήνα. Αν είχε βουλιάξει το καράβι; Τη μάνα του, τη θεια μου την κακομοίρα, σκεφτόμουν.
Μεσημέριασε όταν έφτασαν τα μαντάτα. Το είπε το ράδιο, λέει. Ναυάγησε το “Ηράκλειο” στη Φαλκονέρα και πάει! Πένθος στα Χανιά, σπαραγμός στο Ρέθυμνο. Νεκρίκιες χτυπούσαν οι καμπάνες στην πόλη κι οι καρδιές κόντευαν να σπάσουν από αγωνία και πόνο. Υπάρχουν διασωθέντες; Πόσοι είναι και προπάντων ποιοι;
Πέρασαν μέρες μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Ο επίσημος απολογισμός; 217 νεκροί και μόλις 46 οι διασωθέντες. Ανάμεσά τους κι ο ξάδελφός μου που τη γλίτωσε από θαύμα. Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Μαυροφορέθηκε στα καλά καθούμενα η μισή Κρήτη με τόσες ψυχές χαμένες άδικα. Κι όταν σταμάτησαν τα πολλά δάκρυα, η οργή που ξεχείλιζε και η αγανάκτηση ήταν τέτοια, που ταρακούνησε κάποιους.
«Δεν είμαστε οζά», φώναζαν, «να μας λαλούνε οι Τυπάλδοι κι οι Ευθυμιάδηδες. Από πάππου προς πάππου κάποιοι την Κρήτη την έχουν για να την αρμέγουν μόνο. Και στο τέλος μας πνίγουν κι από πάνω. Κάτι πρέπει να κάνουμε διαφορετικά είμαστε άξιοι της τύχης μας».
Το είπαν, το φώναξαν, το πίστεψαν. Μπήκε μπροστάρης ο Ειρηναίος, ο Δεσπότης της Κισσάμου, φτιάχτηκαν επιτροπές, άρχισε ο αγώνας. Να κάνουμε εταιρεία δική μας. Να ορίζουμε τις τύχες μας, επιτέλους. Ανοίχτηκαν κατάλογοι, άρχισαν οι εγγραφές. Όλοι έδιναν. Κι οι πλούσιοι κι οι φτωχοί. Μέχρι κανίστρες με λάδι πουλήθηκαν για ν’ αγοραστούν μετοχές. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που σε χρόνο ρεκόρ, στις 10 Απριλίου 1967, η Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης, η γνωστή μας ΑΝΕΚ, είχε γίνει πραγματικότητα. Τα πάντα πήραν τον δρόμο τους. Αγοράστηκε πλοίο, βγήκαν οι άδειες και το 1970 το μεγαλόπρεπο οχηματαγωγό ΚΥΔΩΝ δρομολογήθηκε στη γραμμή Χανιά-Πειραιάς. Τίποτα πια δεν έμοιαζε με το χτες. Οι Κρητικοί πραγματικά είχαν πάρει την τύχη στα χέρια τους και την κατεύθυναν όπως ήθελαν αυτοί. Η επιτυχία της εταιρείας έκανε τους Ηρακλειώτες να ζηλέψουν κι έστησαν κι αυτοί τη δικιά τους εταιρεία, τις Μινωικές Γραμμές.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Μέσα στη γενική ευμάρεια ξεχάστηκε κι η Φαλκονέρα κι οι πνιγμένοι κι οι ταλαιπωρίες. Ξέφτισαν τα οράματα κι η λήθη κατάπιε τους λόγους που οδήγησαν τους Κρητικούς να στραφούν στις θάλασσες. Άλλωστε τώρα πια τα κρητικά καράβια δεν όργωναν μόνο το δικό τους πέλαγος, αλλά ήταν κυρίαρχα και στα δρομολόγια της Αδριατικής. Τώρα αυτοσκοπός είχε γίνει το κέρδος. Γέρασε κι ο Ειρηναίος και τα παράτησε. Η μικρούλα «Ρεθυμνιακή» που εντωμεταξύ είχε μπει σφήνα ανάμεσά τους, απορροφήθηκε από την ΑΝΕΚ και μεγάλα αφεντικά είχαν βάλει στο μάτι και τις δύο εταιρείες που είχαν απομείνει. Το Ρέθυμνο την πλήρωσε πρώτο που απόμεινε χωρίς καράβι αποκομμένο από θάλασσα. Έτσι κι αλλιώς από αέρα πάντα του ήταν. Γιατί η απόσταση, λέει, είναι μικρή και μια χαρά το εξυπηρετούν τα δυο αεροδρόμια του νησιού.
Τώρα που είδαμε τα σκούρα φωνάζουμε πάλι. Θέλουμε να στήσουμε καινούρια εταιρεία που θα μας βγάλει από την απομόνωση. Όμορφα λόγια που χαϊδεύουν τ’ αυτιά και τονώνουν τον θιγμένο εγωισμό μας. Είναι εύκολο όμως να γίνει πραγματικότητα και πολύ περισσότερο μπορεί να πετύχει; Εδώ σε θέλω! Που οι εποχές άλλαξαν. Που η παγκοσμιοποίηση και ο άκρατος φιλελευθερισμός έχουν επιβάλει τους δικούς τους κανόνες. Που οι εταιρείες λαϊκής βάσης ήταν όνειρο που χάθηκε. Διάλυσε η ΔΑΝΕ, πλέει τα λοίσθια η ΝΕΛ, έδεσε και τα δυο καράβια της η ΛΑΝΕ. Η ΑΝΕΚ μόνο σαν λαϊκής βάσης δεν λειτουργεί κι οι Μινωικές πέρασαν σε ιταλικά χέρια.
Το Ρεθυμνάκι από μόνο του είναι σε θέση να κάνει το θαύμα; Με μεγάλη δυσκολία θα πω, ναι. Κι αυτό μόνο αν πεισμώσουμε. Αν θυμηθούμε τα παλιά και βάλουμε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Και πάλι, υπό την προϋπόθεση, πως ποτέ και για τίποτα δεν θα μπορούν να συγκεντρωθούν μεγάλα πακέτα μετοχών σε λίγα χέρια. Μόνο τότε. Αν είμαστε αποφασισμένοι να στηρίξουμε την εταιρεία, ακόμη κι αν αντί για κέρδη, γράφει ζημιές. Διαφορετικά

Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008

Kραχ

Κραχ ονομάζεται η στάση πληρωμών που συνοδεύεται από πανικό. Κι όταν μιλούμε για κραχ, όλων η μνήμη γυρίζει στην εφιαλτική 24η Οκτωβρίου του 1929, την επιλεγόμενη «Μαύρη Πέμπτη» που τίναξε στον αέρα την Wall Street, παρέσυρε στην άβυσσο την αμερικάνικη οικονομία και μαζί της τράβηξε στον όλεθρο και το χάος τον κόσμο ολόκληρο. Αξίζει νομίζω να πούμε δυο λόγια για το τι έγινε τότε.
Το 1929 ξεκινούσε με τις καλύτερες προοπτικές. Ήταν μια ακόμη χρονιά της δεκαετίας που οι ΗΠΑ ζούσαν το όνειρο, καθισμένες αναπαυτικά πάνω σ’ ένα σύννεφο οικονομικής ευημερίας και τεχνολογικής προόδου. Στις εκλογές της 4ης Μαρτίου της ίδια χρονιάς, Πρόεδρος είχε αναδειχθεί ο Χέμπερτ Χούβερ και η παρατήρησή του πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται τόσο κοντά στον τελικό θρίαμβο επί της φτώχειας όσο καμιά χώρα δεν είχε βρεθεί ποτέ στο παρελθόν», μόνο σαν μεγάλα, κούφια λόγια δεν θεωρήθηκε. Αντίθετα, ήταν μια μάλλον μετριοπαθής περιγραφή αυτού που πίστευαν και ζούσαν όλοι. Το ηλεκτρικό ρεύμα γινόταν μαζικό αγαθό, η χρήση του αυτοκινήτου γενικευόταν και τα νοικοκυριά εξοπλιζόντουσαν με ραδιόφωνα και οικιακές συσκευές (πλυντήρια-ψυγεία-ηλεκτρικές σκούπες κλπ), αγαθά που μόνο στη φαντασία τους υπήρχαν μέχρι τότε.
Κάποιους μήνες αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου, ο δείκτης Dow Jones του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης έκανε ιστορικό ρεκόρ ανόδου, φτάνοντας αισίως τις 381,17 μονάδες. Είχε ακολουθήσει μια ξέφρενη πορεία που τον είχε οδηγήσει σ’ αυτά τα δυσθεώρητα ύψη από τα χαμηλά των 40 μονάδων που βρισκόταν το 1921. Στο διάστημα αυτό είχε δημιουργηθεί μια νέα τάξη εκατομμυριούχων που κερδοσκοπούσαν με την αγοραπωλησία μετοχών. Κανείς και τίποτα δεν ήταν ικανό να ανακόψει τη φρενίτιδα που είχε καταλάβει τις μεσαίες, κυρίως, τάξεις. Ούτε βέβαια η Ομοσπονδιακή Τράπεζα που ανεβάζοντας τα επιτόκια προσπαθούσε να βάλει φρένο στην εντεινόμενη δίψα για κερδοσκοπία.
Την ίδια ώρα που η Ευρώπη παρακολουθούσε εκστασιασμένη το οικονομικό θαύμα που βρισκόταν σε εξέλιξη στην αντίπερα του Ατλαντικού μεγάλη χώρα, οι Αμερικάνοι είχαν επιδοθεί στην, πέραν και εκτός των δυνατοτήτων τους, κατανάλωση. Ξόδευαν ασυλλόγιστα και αγόραζαν τα πάντα. Μόνο που όλα αυτά στηριζόντουσαν σ’ έναν πολύ εύθραυστο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, μηχανισμό.
Μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας ο κόσμος σπαταλούσε χρήματα που δεν είχε και δανειζόταν συνεχώς, υπολογίζοντας πως εύκολα θα καλύψει τις υποχρεώσεις του από τα κέρδη του χρηματιστηρίου. Είχε φτάσει στο σημείο το 85% των επίπλων και το 80% των φωνογράφων, για παράδειγμα, να έχουν αγοραστεί με δάνεια.
Ο παροξυσμός του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού είχε καταλάβει τους πάντες. Επιχειρηματίες, μικροϋπάλληλοι, εργάτες, οδηγοί, ακόμη και καθαριστές γραφείων ή στιλβωτές είχαν παραδοθεί αμαχητί. Το μόνο τους μέλημα ήταν πώς να στήσουν αυτί ή να συλλέξουν πληροφορίες για το «καλό χαρτί», αυτό που θα τους απέδιδε τα μεγαλύτερα κέρδη και θα τους έβγαζε μια και καλή από τη μιζέρια. Και βέβαια πρόθυμοι χρηματιστές από κοντά, τους αφιόνιζαν και τους έδιναν τη δυνατότητα να ρισκάρουν το 10πλάσιο των όσων διέθεταν. Ελάχιστες ψύχραιμες φωνές που ακουγόντουσαν σποραδικά αντί για σύνεση και προβληματισμό επέσυραν την απαξίωση και τη λοιδορία. Λέγεται πως ο Joseph Kennedy, ο πατέρας του κατοπινού Προέδρου, πούλησε τα πάντα και γλίτωσε την καταστροφή όταν ο λούστρος που του γυάλιζε τα παπούτσια τού μίλησε για «σίγουρο χαρτί».
Τελικά το αναπόφευκτο συνέβη στις 24 του Οκτώβρη. Την άνοδο ακολούθησε βίαιη πτώση και την πτώση γενικευμένος πανικός. Επικράτησε το απόλυτο χάος. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Κολοσσοί κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα, μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες και γνωστοί τραπεζίτες, πάνω στην απελπισία τους, πηδούσαν από τα παράθυρα και τον άκρατο καταναλωτισμό διαδέχτηκε η φτώχεια και η εξαθλίωση. Η ύφεση που ακολούθησε ήταν επώδυνη και μακρόχρονη. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 50%, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 80% και ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε από 2 σε 15 εκατομμύρια. Ουρές ατέλειωτες ανθρώπινων σκιάχτρων εκλιπαρούσαν τώρα πια για ένα πιάτο σούπα στα συσσίτια που είχαν στηθεί.
Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις ήταν καταλυτικές. Εκτός των άλλων έθεσαν τέλος στην πολιτική σταδιοδρομία του Ελευθερίου Βενιζέλου και ήταν αυτές που οδήγησαν σε βίαιες κοινωνικές αναταραχές στα όρια γενικευμένης εξέγερσης. Η άνοδος του φασισμού ήταν φυσικό επακόλουθο. Στην Ελλάδα ο Μεταξάς, στη Γερμανία ο Χίτλερ, στην Ιταλία ο Μουσολίνι. Εντωμεταξύ τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν απειλητικά. Άλλωστε στα κύρια αίτια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συγκαταλέγεται το Κραχ του 1929.
Σήμερα μια απρόβλεπτων διαστάσεων παγκόσμια οικονομική κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία έχει βρεθεί εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα που η ίδια δημιούργησε. Το πρόσκαιρο οικονομικό θαύμα καταρρέει και στα μεγάλα χρηματιστήρια, από τη Δύση μέχρι την Άπω Ανατολή, επικρατεί πανικός. Τραπεζικοί κολοσσοί, ασφαλιστικοί οργανισμοί και επενδυτικοί οίκοι απαξιώνονται εν μια νυκτί, θύματα των golden boys, αυτών των σοβαροφανών γιάπηδων με τα γκρι κοστούμια, το περισπούδαστο ύφος, τα ακριβά γούστα και τα γιγαντιαίων διαστάσεων bonus.
Το πρόβλημα που εμφανίστηκε δειλά στην αρχή υποτιμήθηκε, θεωρήθηκε μικρό και εύκολο στην αντιμετώπισή του. Όμως το μέγεθός του, ακόμη και σήμερα, είναι άγνωστο γιατί δεν έχει κατανοηθεί πλήρως και ως εκ τούτου δεν έχει αποτιμηθεί. Όλα ξεκίνησαν αφελώς. Οι τράπεζες εθισμένες στα συνεχώς αυξανόμενα κέρδη, έδιναν αφειδώς στεγαστικά δάνεια χωρίς την παραμικρή εξασφάλιση. Στη συνέχεια τα τιτλοποιούσαν και πάνω τους στήριζαν διαφόρων ειδών επενδυτικά προϊόντα, μια μορφή των οποίων είναι και τα γνωστά μας δομημένα ομόλογα. Μόνο που αυτά στην πορεία αποδείχτηκαν ιδιαίτερα τοξικά. Όταν οι τιμές πήραν την ανηφόρα και εκτινάχτηκε απότομα το κόστος ζωής λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου, η φούσκα έσκασε με θόρυβο παταγώδη. Οι δανειολήπτες αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια κι οι τράπεζες να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Κάποιες εξαγοράστηκαν όσο-όσο και κάποιες απλά έβαλαν λουκέτο. Το ντόμινο ωστόσο μόλις είχε αρχίσει. Σήμερα τα χρηματιστήρια βυθίζονται, αξίες εκμηδενίζονται και κράτη όπως η Ισλανδία, βρίσκονται αντιμέτωπα με τη χρεοκοπία.
Έφτασε το τέλος του καπιταλισμού; Αυτό είναι ένα ερώτημα που βασανίζει όλο και περισσότερους. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων δείχνουν να τα έχουν προς το παρόν χαμένα, αφού το μέτρο της συνεχούς χρηματοδότησης του συστήματος αδυνατεί να δώσει τέλος στην κρίση. Οι σπασμωδικές τους κινήσεις επιτείνουν το πρόβλημα και έντρομοι εγκαταλείπουν άρον-άρον τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό στον οποίο ήταν δογματικά προσηλωμένοι και θέτουν σ’ εφαρμογή μέτρα που μέχρι τώρα αποκήρυτταν μετά βδελυγμίας. Τον κρατικό παρεμβατισμό δηλαδή και τις κρατικοποιήσεις. Με τα λεφτά των φορολογουμένων βεβαίως, βεβαίως. Γιατί τις ζημιές πρέπει να τις επιμεριστούν οι πολλοί ενώ τα άνομα κέρδη λίγοι. Θα επιτύχουν τον στόχο τους; Κανείς δεν το γνωρίζει αυτή την ώρα. Για τον άνθρωπο βέβαια δεν νοιάζεται κανείς τους. Για τους νεοάστεγους και τους νεόπτωχους που δημιούργησαν δεν υπάρχει έλεος. Για τις τράπεζες γίνονται όλα και γι’ αυτούς που δημιούργησαν την κρίση, γιατί «το σύστημα» πρέπει πάση θυσία να διασωθεί.
Εδώ στην Ελλάδα τα πράγματα δείχνουν να είναι κάπως καλύτερα. Ίσως και να μας λυπήθηκε ο Θεός. Ίσως πάλι να ήμασταν τυχεροί μέσα στην καντεμιά που μας δέρνει γενικότερα. Το σκάνδαλο των ομολόγων που ξέσπασε έγκαιρα μας προφύλαξε από τα χειρότερα. Άκουγα χθες τον υπουργό οικονομίας να δηλώνει περίπου ευτυχής. Το ξεκαθάρισε πάντως. Η πολιτική του δεν αλλάζει. Την ώρα που ακόμη κι οι αμερικάνοι μιλούν για την ανάγκη φοροελαφρύνσεων και για ενίσχυση των ασθενέστερων τάξεων, εμείς επιμένουμε σε μια αδιέξοδη πολιτική βασισμένη στην αφαίμαξη. Η κρίση, κρίση δηλαδή και οι φόροι, φόροι.
Άντε, κι όπου βγει!

Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008

Το καράβι

Ήταν η Ρεθυμνιακή κάποτε. Η ναυτιλιακή που στήθηκε με τον μόχθο και τον οβολό των Ρεθεμνιωτών. Η εταιρεία που μας έκανε να νιώθουμε κάποιοι. Πέρασε δυσκολίες η Ρεθυμνιακή. Φουρτούνες μεγάλες. Από τον «Νέαρχο», τα δικαστήρια, τις οικονομικές δυσχέρειες. Άντεξε όμως, έκανε το σκατό της παξιμάδι και τα έβγαλε πέρα. Γιατί παρά το μακρύ και το κοντό που λέγαμε στην πρώτη ευκαιρία, τις γκρίνιες και την εύκολη κριτική, άλλος λίγο άλλος πολύ, τη στηρίξαμε.
Μετά από χίλια βάσανα αγόρασε το «Αρκάδι». Γερό σκαρί και καλοτάξιδο. Ομορφοσχεδιασμένο και άνετο που έκανε το περιπετειώδες, μέχρι τότε, ταξίδι για τον Πειραιά να μοιάζει με εκδρομούλα ευχάριστη. Στα σαλόνια του σμίγαμε γνωστοί και άγνωστοι. Παραπονιόμασταν, σχολιάζαμε την επικαιρότητα, λέγαμε τον καημό μας και καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια που είχαμε πάψει επιτέλους να είμαστε τα αποπαίδια της Κρήτης, παραπεταμένα στα μεγάλα λιμάνια του Κάστρου και της Σούδας. Ταξιδιώτες φτωχοί, παρακατιανοί, με τις βαλίτσες και τα δέματα στα χέρια και τα κοφίνια στους ώμους. Ενώ τώρα; Μεγαλεία να δούνε τα μάτια σου! Με ντόπιο το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού που μας υποδεχόταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Όλους. Νέους και γέρους, επώνυμους και μη. Επιβάτες του «μια στο τόσο» και περισσότερο τακτικούς, αυτούς που πεταγόντουσαν κάθε τρεις και λίγο στην Αθήνα για μια μέρα - με δύο διανυκτερεύσεις – κι είχαν κανονισμένο το πονηρό ραντεβουδάκι στο πλοίο. Δυο νύχτες ζάχαρη μακριά από μάτια αδιάκριτα, χωρίς υποψίες και κινδύνους γιατί ήταν «στη μια μπάντα» η Αθήνα. Μεγαλεία, σου λέω!
Άντεξε στις αναποδιές η εταιρεία. Έκανε αυξήσεις κεφαλαίου, πήρε δάνεια, μεγάλωσε κι αγόρασε και το δεύτερο καράβι, το «Πρέβελη». Εκεί να δεις καμάρι το Ρεθυμνάκι που έγινε ξαφνικά μικρομέγαλο και στεκόταν στα ίσια απέναντι στην ΑΝΕΚ και τη ΜΙΝΟΑΝ που μέχρι τότε μόνο δέος αισθανόταν σαν τις ατένιζε. Είχαμε καθημερινή σύνδεση με την Αθήνα. Το ένα πλοίο έφευγε κι ερχόταν το άλλο για να μη μείνει άδειο το λιμάνι της άμμου και το πιάσει το παράπονο. Γιατί, μη νομίζετε, ψυχή είχε κι αυτό. Στα πιο παλιά χρόνια το σνομπάριζαν τα ατμόπλοια που περνούσαν αραιά και που στ’ ανοιχτά και δεν του έδιναν σημασία ή έριχναν άγκυρα στα βαθιά και μας κουβαλούσαν, ανθρώπους και κτήνη, οι βάρκες ίσαμε την ανεμόσκαλα. Κι αυτό κατά διαστήματα και καλοκαίρι μόνο, γιατί τον χειμώνα σαν φρένιαζε ο βοριάς και σφύριζε, κάτι τεράστια κύματα, αφρισμένα, το κοπανούσαν με μανία. Σαν να είχαν προηγούμενα μαζί του κούκλωναν τον μόλο, που, ανήμπορος, αντιστεκόταν όσο μπορούσε κι άλλοτε άντεχε κι άλλοτε πάλι όχι.
Και τώρα, χειμώνα καλοκαίρι, με ζέστη και με κρύο, με μπουνάτσα και φουρτούνα, το Ρέθυμνο είχε κάθε μέρα καράβι. Κι ήταν ολοζώντανο το λιμάνι. Με φασαρία, φωνές, στριμωξίδι, βρισιές αλλά και με ανοιχτές αγκάλες και βουρκωμένα μάτια, ανάλογα με την περίπτωση. Κόσμος πολύς που πηγαινοερχόταν, συνεχές αλισβερίσι, κύριοι με samsonite, ακριβά κουστούμια και γραβάτες και φτωχοτουρίστες φορτωμένοι σαν γαϊδούρια τα ασήκωτα ογκώδη σακκίδια, με μακριά μαλλιά και σαγιονάρες. Αυτό ήταν το Ρέθυμνο τότε.
Θα μου πεις τώρα κι εσύ, και με το δίκιο σου, πού τα θυμήθηκες όλα αυτά; Γιατί σ’ αρέσει να ξύνεις πληγές; Γιατί είμαι Ρεθεμνιώτης, απαντώ, και πονώ, φίλε μου. Γιατί δεν αντέχω την εγκατάλειψη και την τόση κοροϊδία. Πολλοί θα πουν πως εμείς οι ίδιοι φταίμε. Την ξεπουλήσαμε τη Ρεθυμνιακή. Τη δώσαμε και πήραμε σαν αντίδωρο λίγες μετοχές προσδοκώντας υπεραξίες και γρήγορα κέρδη, που τελικά δεν ήρθαν ποτέ. Διαλύθηκε η ναυτιλιακή και πάει. Το «Αρκάδι» πουλήθηκε πρώτο κι ούτε ξέρουμε τι απόγινε. Άλλοι λένε πως κάηκε κι άλλοι πάλι, οι πιο ρομαντικοί, το θέλουν να πλέει μακριά, σ’ άλλες θάλασσες, παραπονεμένο και να ρωτά τ’ άλλα πλεούμενα, σαν τη γοργόνα του θρύλου, όχι για τον Μεγαλέξανδρο αλλά για το μικρό, επισφαλές, λιμανάκι της άμμου. Το «Πρέβελη» από την άλλη το ξαπόστειλαν άρον άρον σ’ άλλα λιμάνια, εκεί που οι γραμμές είναι, λέει, πιο κερδοφόρες κι απόμεινε το λιμανάκι της άμμου αδειανό και ξεχασμένο. Πάνε τα μεγαλεπήβολα σχέδια που έκανε πως θ’ αποκτήσει, τάχαμου, αδελφάκι, τη Μαρίνα, που θ’ άραζαν κότερα πολυτελή, πάνε οι κρουαζιέρες, πάνε οι χοροί, οι δεξιώσεις κι οι επίσημες τελετές στα καταστρώματα των πλοίων του.
«Τίποτα δεν θ’ αλλάξει», μας διαβεβαίωναν μετ’ επιτάσεως οι φίλοι μας της ΑΝΕΚ. Άλλωστε με τόσες μετοχές που είχαν οι Ρεθεμνιώτες στα χέρια τους, με σημαντική εκπροσώπηση στο διοικητικό συμβούλιο, τι είχαμε να φοβηθούμε; Από την άλλη το Χρηματιστήριο ανέβαινε συνεχώς. Περιουσίες ολόκληρες κέρδιζε ο κόσμος από τη μια μέρα στην άλλη, εμείς κορόιδα ήμασταν να μείνουμε με χέρια σταυρωμένα; Και μείναμε, ως συνήθως, στην «απέξω». Και τώρα; Τι γίνεται τώρα;
Δειλά στην αρχή, πιο δυνατά στη συνέχεια, άρχισαν ν’ ακούγονται κάποιες φωνές για τη δημιουργία μιας νέας ναυτιλιακής εταιρείας. Που θα φέρει καράβι. Που θα σπάσει τον αποκλεισμό του Ρεθύμνου. Που θα μας δώσει πίσω τη χαμένη μας αξιοπρέπεια. Όμορφες κουβέντες. Γλυκιές, μυρωδάτες κι αφράτες σαν παξιμάδι εφτάζυμο. Μαζί τους κι εγώ, σκέφτηκα. Μαζί τους κι όπου βγει.
Ώπα! Όπου βγει; Τι πάει να πει αυτό; Πάει να πει πως ενέχει ρίσκο μεγάλο η όλη προσπάθεια. Το 2008 δεν είναι η δεκαετία του ’80. Η αγορά γονάτισε από το τόσο βάρος που της φόρτωσαν και στενάζει. Ο κόσμος τα φέρνει δύσκολα βόλτα και λεφτά δεν μαζεύονται εύκολα. Ας πούμε όμως πως πεισμώνουμε, ανοίγουμε σεντούκια, βάζουμε χέρι στα «για ώρα ανάγκης» και μαζεύουμε και 30 και 50 εκατομμύρια. Τι γίνεται από κει κι ύστερα; Τώρα πια δεν υπάρχει προστατευτισμός κι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Θεριά ανήμερα είναι οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς κι είναι έτοιμοι να κάνουν μια χαψιά τον πρώτο μικρό που θα συναντήσουν στο διάβα τους. Δείτε τι συμβαίνει γύρω μας. Διάλυσε η ΔΑΝΕ, πλέει τα λοίσθια η ΝΕΛ, την ίδια ώρα που κάνει γιουρούσι στις θάλασσες ο Βγενόπουλος με τη ΜΑRFIN του. Αυτά τα σημάδια έβλεπε από νωρίς ο μακαρίτης ο Σφηνιάς και προσπάθησε να γιγαντωθεί και να μονοπωλήσει το Αιγαίο. Όμως τα όνειρά του βούλιαξαν, δυστυχώς, μαζί με το «Σάμινα» κι αυτός είχε το γνωστό, άδοξο, τέλος.
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε και τα ζούμε. Ακόμη κι οι σκληροτράχηλοι Ηρακλειώτες, με τον άκρατο εγωισμό, τον τόσο κόσμο, τον τόσο πλούτο και την τόση επιρροή, δεν τα κατάφεραν να κρατήσουν την εταιρεία τους μέχρι τέλος κι έχουν τώρα έναν Ιταλό, τον Grimaldi, να τους κάνει κουμάντο. Θ’ αφήσουν όλοι αυτοί την όποια εταιρειούλα στήσουμε να ορθοποδήσει; Χλωμό, πολύ χλωμό, το βλέπω. Τι πρέπει να κάνουμε τότε; Ούτε κι εγώ το γνωρίζω. Νομίζω ωστόσο πως πρέπει να το βασανίσουμε το πράγμα πολύ. Να ερευνήσουμε προσεκτικά όλα τα ενδεχόμενα και να εξετάσουμε όλες τις πιθανές λύσεις. Και πάνω απ’ όλα να σπάσουμε το συντομότερο, με κάθε τρόπο, την απομόνωση του Ρεθύμνου. Να απαιτήσουμε δυναμικά από το Υπουργείο να βρει λύση. Ας επιδοτήσουν τη γραμμή, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Στο κάτω της γραφής εκτός από το να βάζουν συνέχεια φόρους, ας κάνουν και καμιά δουλειά της προκοπής.