Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ

Γκρινιάζω συνήθως τώρα τελευταία. Σαν γέρο γκρινιάρης κάνω που όλα του φταίνε κι όλα τον πειράζουν. Και δεν είμαι σίγουρος αν αυτή η γκρίνια μου οφείλεται σε μένα, στον χαρακτήρα μου, την ψυχολογία μου ή αν τα πράγματα είναι τόσο στραβά όσο τα βλέπω εγώ. Αισιοδοξία, είπα μέσα μου, και γέλιο και καλή καρδιά. Μέρες που ’ναι ν’ αφήσουμε ένα χαμόγελο ν’ ανθίσει κι οι καρδιές να πλημμυρίσουν από αγάπη και καλοσύνη. Να δώσουμε και να πάρουμε ευχές, ν’ αφήσουμε με την ησυχία του τον μικρό Χριστό να γεννηθεί και να κάνουμε τις καρδιές μας φάτνη φιλόξενη να τον ζεστάνει και να τον αγκαλιάσει.
Αισιοδοξία είπα, κι αγάπη και χαρά. Μα ’ναι τα μάτια μου, δυστυχώς, ανοικτά και βλέπουν, κι είναι τ’ αυτιά μου περίεργα και συλλαμβάνουν, και το μολύβι ανυπόμονο και τρέχει στο χαρτί και δεν το κάνω καλά. Σε τι κόσμο φτάσαμε να ζούμε, άραγε, και ποιος είν’ ο κόσμος που ετοιμαζόμαστε να παραδώσουμε στα παιδιά μας; Συνελήφθη, λέει, από την αστυνομία ένας νέος 21 μόλις ετών που με την πρώτη ομολόγησε πως τον τελευταίο χρόνο βίασε 20 αγοράκια 8-15 ετών κι έκανε απόπειρα σ’ άλλα τόσα. Θέμα πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, να ’χουν να γεμίζουν μέρες και τα τηλεοπτικά παράθυρα τ’ αδειανά, τα κουτσομπολίστικα, που μόνο ενημέρωση και διαπαιδαγώγηση δεν προσφέρουν.
Στ’ αλήθεια, ποιον να πρωτολυπηθεί κανείς και ποιον να πρωτοκλάψει; Τις αθώες ψυχούλες των παιδιών που θα κουβαλούν μια ζωή βιώματα παράλογα και βάρβαρα ή τον φερόμενο ως δράστη, θύμα της κοινωνίας και τον ίδιο; Τη γριούλα που βγαίνει κι ομολογεί πως το παιδί της χωρισμένης οικογένειας, το εγγονάκι της, άλλαξε συμπεριφορά τώρα τελευταία, βασανιστήρια, λέει, του κάναν στο στρατό κι έφτασε στο σημείο να σηκώσει χέρι και στην ίδια κι ύστερα καθόταν και την αγκάλιαζε κι έκλαιγαν παρέα;
Να τολμήσω να πω πως χάλασε ο κόσμος; Πως χαλάρωσαν τα ήθη κι οι οικογενειακοί δεσμοί και τ’ αποτελέσματά της εισπράττουμε; Πως ξέφτισαν οι ηθικές αξίες, η μπέσα, η ανθρωπιά και το φιλότιμο; Πως η πρόοδος είχε κι αυτή το τίμημά της; Πως έννοιες όπως πατρίδα, θρησκεία κι οικογένεια έχουν καταντήσει λέξεις απλές χωρίς νόημα κι ουσία καμιά; Να το τολμήσω; Και βέβαια όχι, γιατί θα βγουν κάποιοι «προοδευτικοί» και ψευτοκουλτουριάρηδες και θα με χλευάσουν. Οπισθοδρομικό θα με πουν κι «ελληναρά», ανίκανο ν’ ακολουθήσω τα βήματα της εποχής και δεν θα τ’ αντέξω. Κι αυτά επιτάσσουν ελευθερία, με την κακώς νοούμενη ερμηνεία, παντού. Ανοικτές οι πόρτες του σπιτιού. Αλλού ο πατέρας κι αλλού η μάνα, να τρέχουν τις περισσότερες φορές για το μεροκάματο του τρόμου, κι αλλού τα παιδιά μόνα κι ασύδοτα. Με τα μπαράκια και τα ξενυχτάδικα γεμάτα μέχρι το πρωί να πουλούν τεχνητή διασκέδαση και πλαστικές ηθικές. Με τα ναρκωτικά στους δρόμους να κινδυνεύουν να μας πνίξουν κι εμείς στον ύπνο μας τον μακάριο να τραγουδούμε «βρε, δε βαριέσαι, αδερφέ».
Μέσα του Δεκέμβρη του σωτήριου έτους 2006. Με τον κόσμο, όσος απόμεινε, να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Αυτήν την εποχή διάλεξε η «κοινωνικά ευαίσθητη» κυβέρνησή μας για να προχωρήσει μιαν ακόμη «μεταρρύθμιση». Κι αυτή τη φορά βρήκε να μεταρρυθμίσει τα πρόστιμα που επιβάλει η τροχαία γιατί ’ναι, τάχατες μικρά, κι αυτά είν’ η αιτία των τόσων άδικων σκοτωμών στους δρόμους. Κι εγώ τώρα τι να πω; Να διαφωνήσω με τους «ειδικούς» και με τους «εγκεφάλους»; Και να πω, ο υποψιασμένος, πως είναι δάκτυλος τ’ Αλογοσκούφη για να εισρεύσει χρήμα άφθονο και ζεστό στ’ άδεια ταμεία; Μπορώ να ισχυριστώ κάτι τέτοιο; Και δεν θα βγουν κι οι πέτρες να με κράξουν; «Άθλιε», θα μου πουν, «και λασπολόγε που δεν πονάς και δεν θρηνείς τόσους νεκρούς και πιο πολλούς τραυματίες κι ανάπηρους δια βίου; Δεν έχει όριο η αντιπολίτευση πια;»
Δειλά, πολύ δειλά θα βγω και θα τους απαντήσω. Κοντεύει να μην έχει άλλα όρια η ανοχή. Μπορεί και να θυμώσω και να φωνάξω «φτάνει η κοροϊδία πια!» Θέλετε, κύριοι, να γεμίσετε με χρήμα τα ταμεία; Με γεια σας, με χαρά σας. Αλλά βγείτε και πείτε το θαρρετά. Βάλτε φόρους παντού κι αυξήστε αυτούς που υπάρχουν. Δια ροπάλου κόψτε «τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια» που άλλωστε μόνο κακό κάνουν. Θέλετε να τα πάρετε κι από τους οδηγούς; Πάρτε τα. Αντρίκια, όμως, κι ειλικρινά.
Φταίνε τα πρόστιμα τα μικρά που σκοτώνεται ο κόσμος; Και δεν φταίνε, ας πούμε, οι δρόμοι οι άθλιοι που είναι οι ίδιοι από «κτίσεως κόσμου»; Και βέβαια γίνονται παραβάσεις και σ’ αυτές οφείλονται τα περισσότερα τροχαία μ’ ανθρώπινα θύματα. Βγείτε και πείτε το και πατάξτε τους υπευθύνους. Παραβίασες, φίλε, το κόκκινο; Έτρεχες με υπερβολική ταχύτητα; Έκανες επικίνδυνους ελιγμούς; Οδηγούσες μεθυσμένος και πουλούσες μαγκιά; Και τότε το δίπλωμα τι το χρειάζεσαι; Το όργανο που θα σε συλλάβει, θα σου το αφαιρέσει επιτόπου. Για τρεις μήνες, έξι, ένα χρόνο. Για πάντα, αν χρειαστεί, σ’ αυτούς που δεν συμμορφώνονται. Αλλά τα χρήματα τι τα χρειάζεσαι;
Είδος πρώτης ανάγκης έχει καταντήσει τ’ αυτοκίνητο. Να πάει ο καθένας μας στη δουλειά του, να τρέξει να προλάβει το ραντεβού, να πάει τα παιδιά του στο σχολείο. Κι άντε κι αποφάσισες και το πήρες και κατέβηκες κατά κέντρο μεριά, πού θα τ’ αφήσεις το ρημάδι που φράκαρε ο ντουνιάς; Γεμάτοι οι δρόμοι, ανύπαρκτα πάρκινγκ, πυλωτές κι ημιυπόγειοι χώροι στάθμευσης που μετατράπηκαν, ως δια μαγείας, σε γκαρσονιέρες και νοικιάστηκαν με το μήνα στον ξενόφερτο φοιτητή και τον αλλοδαπό εργάτη. Εκεί σε θέλω άρχοντα, κυβερνήτη και μεταρρυθμιστή. Στα δύσκολα. Στον σχεδιασμό και την εκτέλεση έργων υποδομής. Που θα κάνουν πιο φιλόξενη την πόλη και πιο ανθρώπινες τις συνθήκες διαβίωσης.
Παρασύρθηκα πάλι κι είπα πέντε κουβέντες παραπάνω. Ελπίζω να με συμπαθάτε γι’ αυτό. Αλλά, για όνομα του Θεού, μέρες που ’ναι ας είμαστε όλοι μας πιο προσεκτικοί. Ας κάνουμε λίγη υπομονή κι ας θυμηθούμε πως τ’ αυτοκίνητο εκτός από γκάζι έχει και φρένο. Ας μην οδηγούμε μεθυσμένοι. Ας αφήσουμε τις μαγκιές μακριά από την οδήγηση. Ας περάσουμε μέρες χαρούμενες χωρίς θανάτους στην άσφαλτο και τραυματισμούς χωρίς λόγο κι αιτία.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Ακούει κανείς;

Μπαμ και κάτω. Χωρίς αναστολές, χωρίς δεύτερη σκέψη και πολλά πολλά μπαμ και κάτω. Κυνηγητό, «επί σκοπόν, σκοπεύσατε, πυρ». Τραγικός απολογισμός πέντε νεκροί. Πέντε νέοι άνθρωποι ξαπλωμένοι ανάσκελα. Εκτελεσμένοι με όλους τους τύπους. Τουφεκισμένοι από μακριά για να εξουδετερωθούν, αποτελειωμένοι με τη «χαριστική βολή» από απόσταση λίγων μόλις μέτρων. Χαμένοι έξι άνθρωποι (οι πέντε νεκροί κι ο εκτελεστής) για πoιο λόγo; Για λίγα μέτρα πατημένο τριφύλλι και για κάποια ζώα που τρόμαξαν πολύ πιθανόν και σκόρπησαν. Έτσι είπαν αβασάνιστα. Έτσι είναι;
Το δίκιο του κτηνοτρόφου βγήκαν τα μέσα να υποστηρίξουν κι έριξαν το ανάθεμα στο κυνήγι και τους κυνηγούς. Κι η λύση πανεύκολη. Απαγορέψτε το κυνήγι. Εξαφανίστε τα όπλα και τους κυνηγούς. Βάλτε ψυχιάτρους να τους εξετάζουν κάθε έξι μήνες. Κλείστε τους στα ψυχιατρεία λέω εγώ, μαζί με τα όπλα, τις παλάσκες και τα σκυλιά. Στείλτε τους στη Σιβηρία, στα Γκούλαγκ τα ιστορικά να σπούνε πέτρες, να γίνει και κανένα δημόσιο έργο τζάμπα.
Τα πράγματα, δυστυχώς, είναι σοβαρά και δεν σηκώνουν καλαμπούρια. Τον σκέφτομαι τον κτηνοτρόφο. Την αγωνία του. Την αγανάκτησή του. Με τον ήλιο και τη βροχή, καθημερνή και σχόλη με τα ζώα παλεύει, την οικογένεια του θέλει να ζήσει και τα παιδιά του να σπουδάσει. Όλοι και όλα εναντίον του είναι. Κι ο Θεός κι οι ανθρώποι. Οι καιρικές συνθήκες (τη μια ξηρασία και ζέστη να σκα ο ήλιος την πέτρα, την άλλη αέρηδες, χιονιάς και κατσιφάρα) αρρώστιες, μιαρά, απώλειες. Κι ότι γλιτώσει από τις αναποδιές και το ζωοκλέφτη να του το παίρνει ο χασάπης για κομμάτι ψωμί κι η γαλακτοβιομηχανία δυο ψίχουλα θα του πετάξει. Κι έχεις κι από πάνω και τον ασυνείδητο κυνηγό που για να κάνει το κέφι του δεν υπολογίζει Χριστό. Πηδά μαντρότοιχους, κόβει συρματοπλέγματα, αφήνει τα σκυλιά του λεύτερα «απ’ αρπάξει και ξεσκίσει». Βλέπει κανείς;
Κι ο κυνηγός ο σωστός (η συντριπτική πλειοψηφία) το δίκιο του έχει. Την πανάρχαια συνήθεια τ’ ανθρώπου συνεχίζει. Χόμπι και άθλημα μαζί. Πλήρωσε ένα κάρο λεφτά για όπλα, εξαρτήματα, σκυλιά. Μια ολόκληρη αλυσίδα καταστημάτων συντηρεί. Πλήρωσε και το κράτος που τον εφοδίασε μ’ ένα «βιβλιάριο θήρας», κι οργανωμένος πήρε τα βουνά. Προσεκτικός είναι. Κανέναν δεν ενοχλεί, καμιά περίφραξη δεν παραβίασε, κανενός το κοπάδι δεν πλησίασε. Κουρασμένος αλλά κι ευχαριστημένος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Να μπει στ’ αυτοκίνητό του σχεδιάζει, να γυρίσει στο σπίτι του θέλει. Μια στροφή ακόμη, τούτη η ανηφοριά κι έφτασα, σκέφτεται. Που; Στ’ αμάξι του φυσικά. Που το βρίσκει πυροβολημένο και τα λάστιχα σκισμένα. Χρατς, χρουτς, μπαμ και κάτω. Τρελαμένος κοιτάζει δεξιά κι αριστερά να βρει κάποιον να μάθει, να ρωτήσει το γιατί, να του λύσει την απορία. Άνθρωπος πουθενά. Σ’ απόσταση μιλίων ψυχή ζώσα. Μόνο στο παρμπρίζ κολλημένο ένα χαρτάκι γράφει «απαγορέβγιετε το κινίγι». Ακούει κανείς;
Ούτε ο σωστός κτηνοτρόφος φταίει, χίλια είναι τα δίκια του, ούτε ο κυνηγός. Ποιος φταίει τότε; Κανείς. Αλήθεια σας λέω κανείς δεν φταίει. Σ’ ένα κράτος της πλάκας, σε μια κοινωνία ανευθύνων, δεν μπορεί να φταίει κανείς. Κι αν κάποιος ρομαντικός αρχίσει ν’ αναζητά αρμόδιους κι υπεύθυνους σε δουλειά θα βρεθεί χωρίς τέλος κι αποτέλεσμα. Θέλετε ένα μικρό παράδειγμα;
Κυριακή πρωί κατά τις δέκα, τρεις του Δεκέμβρη. Ελαφριά συννεφιά κι άπνοια. Η θάλασσα ήρεμη κι η θερμοκρασία σε πάνω από τα συνηθισμένα για την εποχή επίπεδα. Δεν έχω δουλειά και λέω να κάνω μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο. Στ’ Αστέρι του Δήμου Αρκαδίου σκέφτομαι να πάω, που έχω ένα μικρό κτήμα μ’ ελιές. Να μαζέψω αγριόχορτα και να περάσει λίγο η ώρα. Παράλογο; Μάλλον όχι για τους πολλούς. Σίγουρα ναι όμως για κάποιον ή κάποιους κι αυτό γιατί πριν φτάσω στο χωράφι βρίσκω τον δρόμο κλειστό. Ναι καλά διαβάσατε. Ο δρόμος ο κοινοτικός που λέμε, είναι κλειστός. Κάποιος έχει φροντίσει γι’ αυτό. Μια μπετονόβεργα καρφωμένη στη μιαν άκρη του δρόμου, άλλη μια στην άλλη κι ένα πλέγμα κάθετο έχει κόψει το δρόμο. Κοντοστέκομαι αμήχανος. Λύνω το σύρμα και περνώ από την άλλη μεριά. Το ξανασκέφτομαι, λες να βρω τον μπελά μου; λέω μέσα μου, μπαίνω στ’ αυτοκίνητο και φεύγω. Μια τρελή ιδέα μου περνά από το μυαλό. Εκεί, πάνω από το Μπαλί, στη Βλυχάδα του Δήμου Γεροποτάμου έχω άλλο ένα χωραφάκι μ’ ελιές. Περιφραγμένο είναι, με πόρτα και λουκέτο, θα πάω εκεί. Σοβαρά; Το σκέφτηκα καλά; Μάλλον όχι. Διακόσια μέτρα πριν ο δρόμος είναι κομμένος. Σκηνικό το ίδιο, μόνο που εδώ πάνω στο πλέγμα δεμένο ένα κομμάτι από χαρτόκουτα γράφει «ΦΩΛΕΣ». Άοπλος είμαι, σκύλο δεν κουβαλώ μαζί μου, τι έχω να φοβηθώ; Αποφασιστικά λύνω το σύρμα, παραμερίζω το πλέγμα, το στερεώνω ξανά και δρόμο δρόμο φτάνω στο χωράφι μου. Η αλυσίδα κομμένη κρέμεται στο πλάι με το λουκέτο μαζί. Η πόρτα σπασμένη κι ένα πλέγμα μου κλείνει την είσοδο. Τα καταφέρνω και μπαίνω. Κάτι κουδούνια με παραξενεύουν στην αρχή μέχρι να συνειδητοποιήσω πως κάποιος είχε σκεφτεί πριν από μένα για μένα κι είχε μετατρέψει το περιφραγμένο χωράφι με τις ελιές σε καλά φυλαγμένο χώρο για το κοπάδι με τις κατσίκες του. Στο μυαλό μου οι εικόνες τρέχουν με ταχύτητα. «Τρόμαξα τα ζώα; Μπαμ και κάτω». Τρομάζω, το βάζω στα πόδια, τρέχω. Διαβάζει κανείς;
Η ασυδοσία σ’ όλο της το μεγαλείο. Ο κτηνοτρόφος, ο καπετάνιος, με το έτσι θέλω κλείνει δρόμους, χαλά περιφράξεις, αγνοεί όλους τους άλλους, καταστρέφει. Συντεταγμένη κι ευνομούμενη πολιτεία εσένα ρωτώ. Σε ποιόν ν’ απευθυνθώ; Στους δημάρχους που μόλις ψηφίσαμε; Στον κύριο πρόεδρο που αποφάσισε μόνος του αύξηση του μισθού του κατά 65%; Στους «πραίτωρες ουρμπάνις» του κυρίου Πολύδωρα ή σε σένα ταλαιπωρημένε και κυνηγημένε συμπολίτη; Θ’ ακούσει κανείς; Θα διαβάσει κανείς; Θ’ αποφασίσει κανείς να δει τι γίνεται γύρω του; Νόμοι «γράμμα κενόν». Αρχές κι εξουσίες κοιμούνται. Μην τις ενοχλήσετε. Κι εμείς οι ίδιοι «σιγά το πράμα» λέμε μέχρι το επόμενο μπαμ.