Μέχρι τώρα γνωρίζαμε το «εν εκκλησίες ευλογείτε τον Θεόν», καιρός λοιπόν να μάθουμε και το εν κρουαζιέραις «τον Κύριον υμνείτε τα έργα». Καινούρια επιχείρηση, ανθούσα και μοδάτη, βρήκαν της εκκλησίας μας οι άγιοι πατέρες. Προσκυνηματικός τουρισμός ονομάζεται. Τα έχει όλα και συμφέρει. Και πρόβατα πρόθυμα ν’ ακολουθήσουν υπάρχουν κι ευκαιρία πρώτης τάξεως δίνεται για επίδειξη πλούτου και δύναμης. Και φυσικά ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, άνθρωπος φίλαρχος και ματαιόδοξος, γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη, όχι μόνο να δημιουργεί τις ευκαιρίες αλλά να τις εκμεταλλεύεται κιόλας.
Στα χνάρια του Απόστολου Παύλου, του απόστολου των εθνών, είναι αφιερωμένη η φετινή, όπως και η περυσινή, πολυτελής κρουαζιέρα που εκτός των άλλων θα πιάσει και σε λιμάνια της Δωδεκανήσου, της Κρήτης και της Κύπρου, εδάφη δηλαδή στα οποία δεν εκτείνεται η αρμοδιότητα κι η κυριαρχία του κ. Χριστόδουλου. Αυτό όμως σε τίποτα δεν τον εμπόδισε κι ούτε τον προβλημάτισε. Αντίθετα θ’ απολαύσει την μεγαλειώδη υποδοχή που του προετοιμάζουν, που μπροστά της ωχριά ακόμη κι η βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Στρωμένα κόκκινα χαλιά, μουσικές, κωδωνοκρουσίες, λιτανείες και δοξολογίες στους ναούς. Χρυσοποίκιλτα άμφια, βαρύτιμες μήτρες, πανάκριβες πατερίτσες κι εγκόλπια ν’ αστράφτουν στο φως των προβολέων.
Ταλαίπωρε Απόστολε του Θεού που περπατούσες ξυπόλητος στις αφιλόξενες στεριές και πνιγόσουν στα πέλαγα για να φτάσει στα πέρατα του κόσμου ο λόγος του Κυρίου, ο αληθινός! Πως θα έφτανες να χρησιμοποιηθείς σαν άλλοθι για την προβολή πονηρών ιερωμένων και την εκμετάλλευση θρησκόληπτων αφελών, πιστεύω πως δεν το ’λπιζες ποτέ σου. Κι η Πολιτεία, αυτή που τάχα μου πασχίζει για τον χωρισμό της από την Εκκλησία, τι κάνει; Αποστασιοποιείται ή σέρνεται πίσω από τα ράσα του φιλόδοξου αρχιεπίσκοπου που προσπαθεί εναγώνια να εδραιώσει τη θέση του και να επεκτείνει την επιρροή του παίζοντας με τις ανοχές και τις αντοχές του Οικουμενικού Πατριάρχη;
Δυστυχώς κι εδώ η απάντηση είναι απογοητευτική. Η κυβέρνηση «της δεξιάς του Κυρίου» θέλει ευχαριστημένους τους αρχιερείς. Αυτούς αφήνει να παραγγέλνουν κι η ίδια πληρώνει τον λογαριασμό. Το ομολογεί η Αρχιεπισκοπή η ίδια στην τρισέλιδη ανακοίνωσή της. Απλώς οργάνωσε τις κρουαζιέρες, αναφέρει. Τ’ άλλα ήταν δουλειά των υπουργείων. Το Παιδείας προκήρυξε τον διαγωνισμό για τη ζωή και το έργο του μεγάλου αποστόλου, εξέδωσε τ’ αποτελέσματα κι ανέδειξε τους νικητές, το Τουριστικής Ανάπτυξης έβαλε τα χρήματα κι ο Αρχιεπίσκοπος την προβολή της άποψης για τη δημιουργία της Εκκλησίας των Αθηνών από τον Απόστολο Παύλο. Κι ο λογαριασμός; Σιγά το ποσό και γίνεται τόση φασαρία! Μόνο 1.250.000 ευρώ θα μας κοστίσει. Τσάμπα πράγμα δηλαδή. Φρόντισε γι’ αυτό η Αρχιεπισκοπή που ήρθε σε συμφωνία με την Luis των ξενοδοχείων της Κέρκυρας και του Sea Diamond της Σαντορίνης. Εν κρουαζιέραις «ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» και «θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου».
Σάββατο, Απριλίου 21, 2007
Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007
ΠΟΙΑ ΕΥΘΥΞΙΑ;
Εφιάλτης κοντεύει να μας γίνει το ασφαλιστικό. Πρόβλημα μεγάλο κι αξεπέραστο μας το παρουσιάζουν. Θέμα τεράστιο που δεν τολμούν να το αγγίξουν ούτε οι πιο ισχυρές κυβερνήσεις ούτε οι πιο κυνικοί των πολιτικών που μας κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια. Σε μια κλωστή κρέμεται, λέει, το σύστημα. Αυξήθηκε ο μέσος όρος ζωής, μίκρυνε η αναλογία ανάμεσα σε εργαζόμενους και συνταξιούχους, γίνονται και σπατάλες, ήρθε το πράγμα και ζόρισε. Θα καταρρεύσει το σύμπαν ισχυρίζονται οι απαισιόδοξοι, ντιρεκτίβες αυστηρές βγάζει κάθε τρεις και λίγο η Ευρώπη, σύγκρυο πιάνει τον εργαζόμενο τον δόλιο (πως δεν θα πάρει σύνταξη ποτέ του φοβάται), προσπαθεί να κερδίσει χρόνο η κυβέρνηση μπας και προλάβουν να γίνουν οι εκλογές, σκέφτεται, κι ύστερα βλέπουμε πάλι.
Σε γενικές γραμμές αυτή ’ναι η κατάσταση. Κι ενώ ο κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε πως θα γινόταν τουλάχιστον ένα νοικοκύρεμα στα ταμεία, μια οικονομία σε σημείο έστω υπερβολής, σωστή αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων και των αποθεματικών τους, έγινε…των ομολόγων. Τι δομημένα κι αδόμητα, τι μίζες, τι αρπαχτές και τι προμήθειες επί προμηθειών σε σκοτεινές διαδρομές κι υπόγειες συναλλαγές. Τα ιερά και τα όσια στα σκυλιά πεταμένα. Του φτωχού ασφαλισμένου το κομπόδεμα καταθέσεις σ’ εξωτικά νησιά κι απρόσωποι λογαριασμοί σε off shore εταιρείες. Κι η ευθιξία πού πήγε; Η κυβέρνηση της μηδενικής ανοχής τι κάνει; Κλεισμένος στον μαγικό κόσμο του Μαξίμου ο πρωθυπουργός, ζει στην εικονική πραγματικότητα αμέριμνος κι ατάραχος σαν ολύμπιος θεός. Στην παραπληροφόρηση ταγμένος ο υπουργός του των Οικονομικών, αυτός που μίλησε για αδαείς διοικήσεις (αλήθεια ποιος τις διόρισε;) κι άπληστους χρηματιστές (οι άλλοι, οι τραπεζίτες, κολεγιόπαιδα είναι;), κλαψουρίζει κι αντεπιτίθεται ο θλιβερός υπουργός Κοινωνικής Ανάπτυξης.
Τους έχουν κρεμάσει κουδούνια για πάνω από ένα μήνα τώρα κι αυτοί εκεί. Οι άλλοι έκαναν, λέει, χειρότερα από μας. Ας πούμε, κύριοι, πως σ’ αυτό έχετε δίκιο. Ας υποθέσουμε πως και στην προηγούμενη κυβέρνηση υπήρχαν ατασθαλίες, κακοδιοίκηση κι αδιαφάνεια. Εσείς οι ίδιοι, δίκαια ή άδικα, τους ξεφωνίσατε. Απειλούσατε κιόλας πως θα τους κλείσετε στη φυλακή. Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, σας πίστεψε ο λαός ο ευκολόπιστος, και τους άλλους μεν τους τιμώρησε και τους έστησε στη γωνία κι εσάς σας έκανε κυβέρνηση. Με ποιο πρόγραμμα; Η εντολή που σας έδωσε ποια ήταν; Να συνεχίσετε τα ίδια ή να καθαρίσετε την κόπρο του Αυγείου;
Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο υπουργός «ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον», αναφερόμενος στον διοικητή του ΤΕΑΔΥ και τις λοιπές διοικήσεις. Ποιος τον ρώτησε για τον άνθρωπο; Για τα λεφτά ρωτάμε, κύριε υπουργέ. Πού πήγαν; Ποιοι τα πήραν; Πόσα έχασαν τα ταμεία; Ολόκληρη την αλήθεια θέλουμε κι όχι μισόλογα και προπάντων πείτε μας τι θα γίνει από ’δω και πέρα. Ακόμη και κυβερνητικά στελέχη αγανάκτησαν με τα καμώματα και τον παχυδερμισμό των υπευθύνων και βγήκαν στα κεραμίδια και κράζουν. Μέχρι για πρίγκιπες και χανούμισσες που υπάρχουν στην κυβέρνηση μίλησε ο πολύς κ. Ψωμιάδης, για Αντουανέτες που δεν κάνουν καλό στην παράταξη έκανε λόγο ο βουλευτής της ΝΔ κ. Μανώλης και σε «κάποιους που δοξάζονται κρυπτόμενοι» έστρεψε τα πυρά του ο κ. Μεϊμαράκης. Εμείς τι άλλο να πούμε; Να ρωτήσουμε πού πήγε και κρύφτηκε αυτή η περιλάλητη ευθιξία; Ποια ευθιξία, θα με ρωτήσετε. Αυτή είναι λέξη άγνωστη για τους κρατούντες. Κι ο πρωθυπουργός τι ρόλο παίζει; Δεν πρέπει να επέμβει και να διώξει αμέσως με τις κλωτσιές όσους τόλμησαν να παίξουν με τ’ αποθεματικά των ταμείων.
Σε γενικές γραμμές αυτή ’ναι η κατάσταση. Κι ενώ ο κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε πως θα γινόταν τουλάχιστον ένα νοικοκύρεμα στα ταμεία, μια οικονομία σε σημείο έστω υπερβολής, σωστή αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων και των αποθεματικών τους, έγινε…των ομολόγων. Τι δομημένα κι αδόμητα, τι μίζες, τι αρπαχτές και τι προμήθειες επί προμηθειών σε σκοτεινές διαδρομές κι υπόγειες συναλλαγές. Τα ιερά και τα όσια στα σκυλιά πεταμένα. Του φτωχού ασφαλισμένου το κομπόδεμα καταθέσεις σ’ εξωτικά νησιά κι απρόσωποι λογαριασμοί σε off shore εταιρείες. Κι η ευθιξία πού πήγε; Η κυβέρνηση της μηδενικής ανοχής τι κάνει; Κλεισμένος στον μαγικό κόσμο του Μαξίμου ο πρωθυπουργός, ζει στην εικονική πραγματικότητα αμέριμνος κι ατάραχος σαν ολύμπιος θεός. Στην παραπληροφόρηση ταγμένος ο υπουργός του των Οικονομικών, αυτός που μίλησε για αδαείς διοικήσεις (αλήθεια ποιος τις διόρισε;) κι άπληστους χρηματιστές (οι άλλοι, οι τραπεζίτες, κολεγιόπαιδα είναι;), κλαψουρίζει κι αντεπιτίθεται ο θλιβερός υπουργός Κοινωνικής Ανάπτυξης.
Τους έχουν κρεμάσει κουδούνια για πάνω από ένα μήνα τώρα κι αυτοί εκεί. Οι άλλοι έκαναν, λέει, χειρότερα από μας. Ας πούμε, κύριοι, πως σ’ αυτό έχετε δίκιο. Ας υποθέσουμε πως και στην προηγούμενη κυβέρνηση υπήρχαν ατασθαλίες, κακοδιοίκηση κι αδιαφάνεια. Εσείς οι ίδιοι, δίκαια ή άδικα, τους ξεφωνίσατε. Απειλούσατε κιόλας πως θα τους κλείσετε στη φυλακή. Κι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, σας πίστεψε ο λαός ο ευκολόπιστος, και τους άλλους μεν τους τιμώρησε και τους έστησε στη γωνία κι εσάς σας έκανε κυβέρνηση. Με ποιο πρόγραμμα; Η εντολή που σας έδωσε ποια ήταν; Να συνεχίσετε τα ίδια ή να καθαρίσετε την κόπρο του Αυγείου;
Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο υπουργός «ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον», αναφερόμενος στον διοικητή του ΤΕΑΔΥ και τις λοιπές διοικήσεις. Ποιος τον ρώτησε για τον άνθρωπο; Για τα λεφτά ρωτάμε, κύριε υπουργέ. Πού πήγαν; Ποιοι τα πήραν; Πόσα έχασαν τα ταμεία; Ολόκληρη την αλήθεια θέλουμε κι όχι μισόλογα και προπάντων πείτε μας τι θα γίνει από ’δω και πέρα. Ακόμη και κυβερνητικά στελέχη αγανάκτησαν με τα καμώματα και τον παχυδερμισμό των υπευθύνων και βγήκαν στα κεραμίδια και κράζουν. Μέχρι για πρίγκιπες και χανούμισσες που υπάρχουν στην κυβέρνηση μίλησε ο πολύς κ. Ψωμιάδης, για Αντουανέτες που δεν κάνουν καλό στην παράταξη έκανε λόγο ο βουλευτής της ΝΔ κ. Μανώλης και σε «κάποιους που δοξάζονται κρυπτόμενοι» έστρεψε τα πυρά του ο κ. Μεϊμαράκης. Εμείς τι άλλο να πούμε; Να ρωτήσουμε πού πήγε και κρύφτηκε αυτή η περιλάλητη ευθιξία; Ποια ευθιξία, θα με ρωτήσετε. Αυτή είναι λέξη άγνωστη για τους κρατούντες. Κι ο πρωθυπουργός τι ρόλο παίζει; Δεν πρέπει να επέμβει και να διώξει αμέσως με τις κλωτσιές όσους τόλμησαν να παίξουν με τ’ αποθεματικά των ταμείων.
Τρίτη, Απριλίου 03, 2007
Με σεβασμό
«Γράψε, παιδάκι μου, γράψε».
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη! Κι αν γράψω δηλαδή, τι θα βγει; Θ’ ακούσει κανείς; Θα συγκινηθεί; Θα δώσει σημασία; Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί, άκου με που σου λέω».
«Γράψε εσύ, ποτέ δεν ξέρεις…»
Ήταν τόση η επιμονή, η αγωνία κι η αγανάκτηση του φίλου μου του Λευτέρη που δεν μπόρεσα στο τέλος να τ’ αρνηθώ. «Στην Αμερική, παιδάκι μου…» ερχόταν και ξαναερχόταν στο μυαλό μου τα λόγια του. «Ναι, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια», η μόνιμη απάντησή μου. «Και τι φταίω εγώ;» η στερεότυπη ερώτησή του.
Παιδί δεκαπέντε-δεκάξι χρονών θα ’ταν ο Λευτέρης όταν έφτασε στο Αμέρικα. Από τους τελευταίους μιας γενιάς που γαλουχήθηκε με το όραμα της καλύτερης ζωής και του εύκολου πλουτισμού στην ξενιτιά. Στη νέα Γη της Επαγγελίας δεν έρρεε μεν το μέλι και το γάλα, υπήρχε όμως δουλειά και δολάρια. Πολλή δουλειά, σκληρή δουλειά και στίβες ατέλειωτες τα πιάτα για πλύσιμο για λίγα «ντάλαρς».
Σκληρές κι απάνθρωπες οι συνθήκες δουλειάς, χωρίς ηθική και συναίσθημα οι εργοδότες, ταγμένοι σ’ έναν και μόνο σκοπό: πώς ν’ αβγατίσουν το βιος τους, να μεγαλώσουν το μαγαζί, να επεκταθούν δίπλα, παραδίπλα κι απέναντι.
Έπιασε το νόημα της καινούριας ζωής ο μικρός Λευτέρης και προχώρησε. Με κόπο και προσπάθεια μεγάλη. Με σεβασμό στ’ αφεντικά, στους πελάτες, στους μεγαλύτερούς του. Προόδευε καθώς μεγάλωνε. Άφησε τα πιάτα κι έπιασε τον δίσκο σερβιρίσματος, μπαινόβγαινε στην κουζίνα, βρέθηκε μαζί με τ’ αδέλφια του συνιδιοκτήτης μαγέρικου, πρόκοψε, έκανε οικογένεια, παιδιά, λεφτά. Μόνο ένα μαράζι είχε. Να προλάβει να γυρίσει πίσω, κάπου στην Ελλάδα, προτού μεγαλώσουν και του φύγουν οι γιοι του, τρεις ζωή να ’χουν, και γίνουν Αμερικάνοι. Με σεβασμό στις αρχές που κουβαλούσε από το χωριό του, κάπου στους πρόποδες του Ταΰγετου, τους μεγάλωνε μέχρι να ’ρθει η ευλογημένη ώρα.
Στο Ρέθυμνο ξεμπαρκάρισε, κάπου εκεί στο ’89 με ’90. Της γυναίκας του τον τόπο προτίμησε, γιατί ο τουρισμός υποσχόταν ανάπτυξη κι οι συνθήκες ήταν καλύτερες από τα κορφοβούνια της Λακωνίας. Έπεσε με τα μούτρα για να στήσει τη δική του επιχείρηση, πάντα με σεβασμό στους νόμους και τους προφήτες, στην κοινωνία, στους ανθρώπους. «Γιατί ’χω σερνικά παιδιά», έλεγε με καμάρι, «και πρέπει να τους αφήσω όνομα καλό».
Εξηνταπενταρίζει πια ο φίλος μου ο Λευτέρης. Με την κοιλίτσα του, τ’ άσπρα του μαλλιά, το καθαρό πρόσωπο. Θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος. Είχε κάθε δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος, αφού κι οι δουλειές του πάνε καλά κι οι γιοι του, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πορεύονται, αλλά.
Αλλά είχε την ατυχία να μπλέξει με το ελληνικό γκουβέρνο. Έτσι απλά. Χωρίς να το πάρει είδηση, προτού προλάβει να το καταλάβει. Αυτός ένα οικόπεδο πήγε κι αγόρασε στου Πρίνου την περιφέρεια. Με όλους τους τύπους. Με σεβασμό στους νόμους της πολιτείας. Με δικηγόρους, μηχανικούς και συμβολαιογράφους να βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Καλό το οικόπεδο κι ήρθε μια ξένη εταιρεία κι ενδιαφέρθηκε για να το αξιοποιήσει. Βρήκε τον φίλο μου, τον Λευτέρη και τα συμφώνησαν. Αντιπαροχή το έδωσε αυτός. Φτιάχτηκε εργολαβικό, έγινε τεμαχισμός, μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο, βγήκαν οι άδειες. Όλα νόμιμα και σωστά. Με σεβασμό σε όλους και όλα. Άρχισαν οι εργασίες, έπεσαν τα πρώτα μπετά, και ξαφνικά νάσου μπροστά η Αρχαιολογία. «Αναστολή εργασιών», διατάζει, «επ’ αόριστον». Όχι, δεν βρέθηκαν αρχαία στις εκσκαφές. Δεν είναι αρχαιολογική η περιοχή ούτε βρίσκεται μέσα σε κάποια από τις ελεγχόμενες ζώνες. Απλά έχει τη δυστυχία να βρίσκεται κοντά σε μια χοιροτροφική μονάδα που επειδή ρυπαίνει φοβάται πως οι αγοραστές, Άγγλοι επί το πλείστον, θα της δημιουργήσουν πρόβλημα. Άρχισε λοιπόν τις καταγγελίες, ξεσήκωσε τις υπηρεσίες, επιστρατεύτηκε κι ένα εκκλησάκι εκεί κοντά και βρέθηκε ο φίλος μου Λευτέρης μπλεγμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Σύρθηκε κρατούμενος στον Εισαγγελέα σαν εγκληματίας, αντιμετωπίστηκε χωρίς σεβασμό, φώναξε, αγανάκτησε, έσκασε, έκανε εγχείρηση καρδιάς πριν από λίγες μέρες.
«Γράψε, παιδάκι μου, γράψε».
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη. Εδώ είναι κράτος της πλάκας. Ανέντιμο. Της μεγάλης ρεμούλας και της αρπαχτής. Λάθος σού τα μάθανε. Εδώ επικρατεί ο νόμος του ισχυρού κι όχι στο Τέξας. Εδώ ρωτάς την Πολεοδομία Ρεθύμνου αν ισχύει η ζώνη των οχτακοσίων μέτρων στην περιοχή του Πρίνου κι ο διευθυντής της σου απαντά εγγράφως με κάθε σοβαρότητα πως “μας διαβεβαίωσαν προφορικά ότι δεν έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα της κυβέρνησης”. Πας να βγάλεις άδεια στα Καστελλάκια, πάνω από το Ρέθυμνο, με τις διατάξεις του προ του ’23 υφιστάμενου οικισμού κι ο διευθυντής της Πολεοδομίας, ο μέγας, σου λέει, “απόδειξέ το”».
Φίλε μου, Λευτέρη, καλά ξεμπερδέματα.
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη! Κι αν γράψω δηλαδή, τι θα βγει; Θ’ ακούσει κανείς; Θα συγκινηθεί; Θα δώσει σημασία; Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβεί, άκου με που σου λέω».
«Γράψε εσύ, ποτέ δεν ξέρεις…»
Ήταν τόση η επιμονή, η αγωνία κι η αγανάκτηση του φίλου μου του Λευτέρη που δεν μπόρεσα στο τέλος να τ’ αρνηθώ. «Στην Αμερική, παιδάκι μου…» ερχόταν και ξαναερχόταν στο μυαλό μου τα λόγια του. «Ναι, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια», η μόνιμη απάντησή μου. «Και τι φταίω εγώ;» η στερεότυπη ερώτησή του.
Παιδί δεκαπέντε-δεκάξι χρονών θα ’ταν ο Λευτέρης όταν έφτασε στο Αμέρικα. Από τους τελευταίους μιας γενιάς που γαλουχήθηκε με το όραμα της καλύτερης ζωής και του εύκολου πλουτισμού στην ξενιτιά. Στη νέα Γη της Επαγγελίας δεν έρρεε μεν το μέλι και το γάλα, υπήρχε όμως δουλειά και δολάρια. Πολλή δουλειά, σκληρή δουλειά και στίβες ατέλειωτες τα πιάτα για πλύσιμο για λίγα «ντάλαρς».
Σκληρές κι απάνθρωπες οι συνθήκες δουλειάς, χωρίς ηθική και συναίσθημα οι εργοδότες, ταγμένοι σ’ έναν και μόνο σκοπό: πώς ν’ αβγατίσουν το βιος τους, να μεγαλώσουν το μαγαζί, να επεκταθούν δίπλα, παραδίπλα κι απέναντι.
Έπιασε το νόημα της καινούριας ζωής ο μικρός Λευτέρης και προχώρησε. Με κόπο και προσπάθεια μεγάλη. Με σεβασμό στ’ αφεντικά, στους πελάτες, στους μεγαλύτερούς του. Προόδευε καθώς μεγάλωνε. Άφησε τα πιάτα κι έπιασε τον δίσκο σερβιρίσματος, μπαινόβγαινε στην κουζίνα, βρέθηκε μαζί με τ’ αδέλφια του συνιδιοκτήτης μαγέρικου, πρόκοψε, έκανε οικογένεια, παιδιά, λεφτά. Μόνο ένα μαράζι είχε. Να προλάβει να γυρίσει πίσω, κάπου στην Ελλάδα, προτού μεγαλώσουν και του φύγουν οι γιοι του, τρεις ζωή να ’χουν, και γίνουν Αμερικάνοι. Με σεβασμό στις αρχές που κουβαλούσε από το χωριό του, κάπου στους πρόποδες του Ταΰγετου, τους μεγάλωνε μέχρι να ’ρθει η ευλογημένη ώρα.
Στο Ρέθυμνο ξεμπαρκάρισε, κάπου εκεί στο ’89 με ’90. Της γυναίκας του τον τόπο προτίμησε, γιατί ο τουρισμός υποσχόταν ανάπτυξη κι οι συνθήκες ήταν καλύτερες από τα κορφοβούνια της Λακωνίας. Έπεσε με τα μούτρα για να στήσει τη δική του επιχείρηση, πάντα με σεβασμό στους νόμους και τους προφήτες, στην κοινωνία, στους ανθρώπους. «Γιατί ’χω σερνικά παιδιά», έλεγε με καμάρι, «και πρέπει να τους αφήσω όνομα καλό».
Εξηνταπενταρίζει πια ο φίλος μου ο Λευτέρης. Με την κοιλίτσα του, τ’ άσπρα του μαλλιά, το καθαρό πρόσωπο. Θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος. Είχε κάθε δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος, αφού κι οι δουλειές του πάνε καλά κι οι γιοι του, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πορεύονται, αλλά.
Αλλά είχε την ατυχία να μπλέξει με το ελληνικό γκουβέρνο. Έτσι απλά. Χωρίς να το πάρει είδηση, προτού προλάβει να το καταλάβει. Αυτός ένα οικόπεδο πήγε κι αγόρασε στου Πρίνου την περιφέρεια. Με όλους τους τύπους. Με σεβασμό στους νόμους της πολιτείας. Με δικηγόρους, μηχανικούς και συμβολαιογράφους να βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Καλό το οικόπεδο κι ήρθε μια ξένη εταιρεία κι ενδιαφέρθηκε για να το αξιοποιήσει. Βρήκε τον φίλο μου, τον Λευτέρη και τα συμφώνησαν. Αντιπαροχή το έδωσε αυτός. Φτιάχτηκε εργολαβικό, έγινε τεμαχισμός, μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο, βγήκαν οι άδειες. Όλα νόμιμα και σωστά. Με σεβασμό σε όλους και όλα. Άρχισαν οι εργασίες, έπεσαν τα πρώτα μπετά, και ξαφνικά νάσου μπροστά η Αρχαιολογία. «Αναστολή εργασιών», διατάζει, «επ’ αόριστον». Όχι, δεν βρέθηκαν αρχαία στις εκσκαφές. Δεν είναι αρχαιολογική η περιοχή ούτε βρίσκεται μέσα σε κάποια από τις ελεγχόμενες ζώνες. Απλά έχει τη δυστυχία να βρίσκεται κοντά σε μια χοιροτροφική μονάδα που επειδή ρυπαίνει φοβάται πως οι αγοραστές, Άγγλοι επί το πλείστον, θα της δημιουργήσουν πρόβλημα. Άρχισε λοιπόν τις καταγγελίες, ξεσήκωσε τις υπηρεσίες, επιστρατεύτηκε κι ένα εκκλησάκι εκεί κοντά και βρέθηκε ο φίλος μου Λευτέρης μπλεγμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Σύρθηκε κρατούμενος στον Εισαγγελέα σαν εγκληματίας, αντιμετωπίστηκε χωρίς σεβασμό, φώναξε, αγανάκτησε, έσκασε, έκανε εγχείρηση καρδιάς πριν από λίγες μέρες.
«Γράψε, παιδάκι μου, γράψε».
«Τι να γράψω, βρε Λευτέρη. Εδώ είναι κράτος της πλάκας. Ανέντιμο. Της μεγάλης ρεμούλας και της αρπαχτής. Λάθος σού τα μάθανε. Εδώ επικρατεί ο νόμος του ισχυρού κι όχι στο Τέξας. Εδώ ρωτάς την Πολεοδομία Ρεθύμνου αν ισχύει η ζώνη των οχτακοσίων μέτρων στην περιοχή του Πρίνου κι ο διευθυντής της σου απαντά εγγράφως με κάθε σοβαρότητα πως “μας διαβεβαίωσαν προφορικά ότι δεν έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα της κυβέρνησης”. Πας να βγάλεις άδεια στα Καστελλάκια, πάνω από το Ρέθυμνο, με τις διατάξεις του προ του ’23 υφιστάμενου οικισμού κι ο διευθυντής της Πολεοδομίας, ο μέγας, σου λέει, “απόδειξέ το”».
Φίλε μου, Λευτέρη, καλά ξεμπερδέματα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)