Τετάρτη, Μαρτίου 10, 2010

Oικονομικά μέτρα

Ίσως αργήσαμε να το αντιληφθούμε, αλλά πες πες, θέλαμε δεν θέλαμε, το καταλάβαμε. Τα δημόσια οικονομικά της χώρας έχουν επί της ουσίας καταρρεύσει και βρισκόμαστε ήδη στα πρόθυρα χρεοκοπίας, γιατί έχουμε δημιουργήσει ένα κράτος σπάταλο, που συνήθιζε να ξοδεύει αλόγιστα και να πορεύεται δανειζόμενο αφειδώς. Χωρίς προγραμματισμό, χωρίς μέτρο, πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί άλλο. Και να θέλαμε βέβαια, δεν μας αφήνουν γιατί υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη μια και οι αγορές, οι δανειστές δηλαδή, από την άλλη, που τώρα και καιρό έχουν στήσει τρελό πάρτι εις βάρος μας.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Οι αιτίες είναι πολλές. Καταρχήν, ευθύνονται όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, που επέτρεψαν πρώτα απ’ όλα στο να διαλυθεί το κράτος. Να μη λειτουργεί τίποτα και να έχει νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του κόσμου το λάδωμα, το φακελάκι, το ρουσφέτι. Βοήθησαν όλοι τους στο να στηθεί ένα κράτος εξαιρετικά πολυάνθρωπο και εξοργιστικά πολυδάπανο. Και η εύκολη συνταγή ήταν πάντα η ίδια. Ρίξτε φόρους στον λαό. Αύξαναν τους υπάρχοντες και πρόσθεταν νέους. Το έκανε με κυνικότητα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, το συνέχισε η λεγόμενη εκσυγχρονιστική κυβέρνηση του Σημίτη, που παρά το όντως σπουδαίο έργο που κατέλειπε, δεν κατάφερε ούτε τις σπατάλες να περιορίσει, ούτε το κράτος να εκσυγχρονίσει. Μπήκαμε στην ΟΝΕ με ψεύτικα στοιχεία και πανηγυρίζαμε επειδή τα καταφέραμε να κοροϊδέψουμε για άλλη μια φορά τους κουτόφραγκους.

Όσο για την πρόσφατη εμπειρία μας με την κυβέρνηση Καραμανλή…εκεί πια ξεφύγαμε από κάθε λογική και όριο. Οι άνθρωποι ήταν αδίστακτοι. Κλεψιές, απατεωνιές, κουτοπονηριές, ψευτιές, σκάνδαλα. Και σε πρώτη ευκαιρία, βάλε φόρους. Κι άλλους φόρους. Κι ας είχε στεγνώσει η αγορά. Κι ας είχαμε χτυπήσει κόκκινο σε κάθε τομέα.

Ερχόμαστε τώρα στο σήμερα. Στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και στην εναγώνια προσπάθεια του πρωθυπουργού να αλλάξει το κλίμα και να πείσει τις αγορές πως βάλαμε μυαλό και αποφασίσαμε να νοικοκυρέψουμε τα του οίκου μας. Ισχύει όμως αυτό; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Και το λέω γιατί δεν είδα ούτε ένα μέτρο που να αποσκοπεί στην εξυγίανση του δημόσιου τομέα. Καταλαβαίνω τη δύσκολη θέση που βρίσκεται η κυβέρνηση, στην ανάγκη στήριξης που έχει αυτή την κρίσιμη ώρα, όπως αντιλαμβάνομαι πως δυστυχώς δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών. Πρώτα πρώτα γιατί δεν της άφησαν χρόνο ούτε καν να οργανωθεί. Με το καλημέρα, έπεσαν όλοι πάνω της.

Στο εσωτερικό η Παπαρήγα, ας πούμε, που θεώρησε πως έφτασε η ώρα για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών και πήρε τα όπλα. Έχουμε πόλεμο διακήρυξε και έβγαλε το ΠΑΜΕ στους δρόμους να ζητά κατώτατο μισθό 1400 ευρώ. Γιατί μόνο τόσα, βρε παιδιά; Εγώ θα ήθελα δύο χιλιάδες, τρεις, πέντε. Το θέμα είναι ποιος θα βρεθεί να τα πληρώσει και από πού; Που καταστρέψαμε ό,τι με τόσο κόπο είχε φτιαχτεί. Που καταστήσαμε την οικονομία μας μη ανταγωνιστική. Δεν παράγουμε πια. Και να ακόμη βγάζουμε κάτι δεν μπορούμε να το πουλήσουμε γιατί είναι ακριβό. Κοιτάξτε γύρω να δείτε τι συμβαίνει. Πάει ο αγροτικός τομέας. Καταστράφηκε. Ο τουρισμός πνέει τα λοίσθια, πάτωσαν οι εξαγωγές. Την ίδια ώρα ζούμε με εισαγόμενα, αποχτήσαμε δύο και τρία αυτοκίνητα, περπατάμε με το κινητό στο χέρι, θέλουμε να κάνουμε όλοι το αφεντικό, ενώ παράλληλα αποκρύπτουμε εισοδήματα και κλέβουμε το κράτος. Μπορεί να προχωρήσει τίποτα έτσι; Εγώ νομίζω πως όχι. Το νομίζει ωστόσο το ΚΚΕ και από κοντά, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα μπορούσε να το αφήσει να μονοπωλεί τον υπέρ αδυνάτων αγώνα.

Στο εξωτερικό τα πράγματα είναι ακόμη πολύ πιο δύσκολα. Οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξοργισμένοι με την επιμονή μας να θέλουμε να τους κοροϊδεύουμε από τη μια και να εξακολουθούμε να ξοδεύουμε ασυλλόγιστα από την άλλη. Αλλά οι αγορές δεν αστειεύονται και το αποδεικνύουν καθημερινά. Τρέχει ο Παπανδρέου και δεν φτάνει. Τους διαβεβαιώνει πως είναι διατεθειμένος να κάνει ό,τι του ζητήσουν, τους εκλιπαρεί για μια στήριξη που όμως, πέρα από κάποιες γενικόλογες εξαγγελίες, δεν επιτυγχάνει τίποτα επί της ουσίας. Και εντωμεταξύ, αναγκάστηκε να πάρει τα σκληρότερα μέτρα που έχουν παρθεί από την μεταπολίτευση και εδώ. Φτάνουν όμως; Πολύ φοβάμαι πως όχι, γιατί όσο θα επιμένει σε γνωστές, δοκιμασμένες συνταγές, το αποτέλεσμα θα είναι φτωχό.

Θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο; Πολλά, ίσως, γιατί είναι η πιο κατάλληλη ώρα. Ο Πρωθυπουργός έχει τον λαό με το μέρος του και μια ισχυρή εντολή που εξακολουθεί να του ζητά αλλαγές παντού. Στις δομές, τις νοοτροπίες, τις κακές μας συνήθειες. Συμμάζεψε το κράτος και βάλε τάξη στα οικονομικά, του φωνάζουν από παντού. Αλλά αργεί απελπιστικά. Και δειλιάζει και πελαγοδρομεί και αναβάλει. Δείτε για παράδειγμα τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού. Το σήριαλ με τους γενικούς γραμματείς διαδέχτηκε αυτό με τους διοικητές, και πάει λέγοντας. Αλλά, ακέφαλο το κράτος, πώς να λειτουργήσει; Με ποιους μηχανισμούς και προπάντων με τι προσωπικό; Οι εφορίες δεν έχουν στελεχωθεί ακόμη και το φορολογικό νομοσχέδιο θα τεθεί, λέει, σε δημόσια διαβούλευση. Πότε; Σε καμιά βδομάδα θα αρχίσει η διαδικασία και βλέπουμε.

Έχουν περάσει τόσοι μήνες, έφτασε ο Μάρτιος και ακόμη δεν έχουν ταχυδρομηθεί οι φορολογικές δηλώσεις. Αλήθεια, πότε θα συμπληρωθούν, πότε θα κατατεθούν και πότε θα έλθει η “λυπητερή”; Και το κυριότερο, πότε θα αρχίσει να εισπράττει επιτέλους το κράτος;

Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση η συντριπτική πλειοψηφία είναι διατεθειμένη να σηκώσει το βάρος και να βοηθήσει υπό δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, τα μέτρα να είναι δίκαια και δεύτερον, να πειστεί πως πιάνουν τόπο. Ας αρχίσουμε από το πρώτο. Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι δίκαια; Φοβάμαι πως όχι. Εγώ θα ήθελα τον Πρωθυπουργό να βάλει χέρι στις δαπάνες και να ζητήσει από τους υπουργούς του να πάρουν τα αναγκαία μέτρα. Με την ευκαιρία, τι έγινε με τα κρατικά αυτοκίνητα; Μπήκαν στα γκαράζ ή εξακολουθούν να αλωνίζουν; Με τους αστυνομικούς που θα επέστρεφαν στα καθήκοντα τους; Με τους αποσπασμένους εκπαιδευτικούς; Με…, με…., με…. Εδώ φτάσαμε να μη γνωρίζουμε πόσους υπαλλήλους έχει η χώρα, ποιος πληρώνεται και γιατί; Θα συνεχιστεί αυτό;

Να πληρώσουμε όλοι, αλλά τα χρήματά μας πού θα πάνε; Περίμενα τον Πρωθυπουργό να δηλώσει ρητά και κατηγορηματικά. Κανένας δεν δικαιούται να παίρνει παραπάνω από όσα εισπράττει ο ίδιος. Ούτε οι τραπεζίτες, ούτε οι διοικητές, ούτε οι πρόεδροι των οργανισμών. Τα δέκα χιλιάρικα να είναι η οροφή. Ούτε ένα ευρώ παραπάνω. Εδώ βέβαια δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μετατρέπει κάποιες από αυτές τις θέσεις σε τιμητικές και άμισθες. Φοβάται πως δεν θα βρει άτομα που θα θελήσουν να βοηθήσουν πραγματικά;

Ένα άλλο ακατανόητο είναι αυτό με τους 14 μισθούς. Αφού οι ξένοι, που έχουμε την ανάγκη τους, το επισημαίνω αυτό, δεν το καταλαβαίνουν, ας αλλάξει το σύστημα. Ας τους κάνει 12, ενσωματώνοντας τούς υπόλοιπους 2 στις μηνιαίες αποδοχές. Δεν φτάνουν τα χρήματα και πρέπει να μειωθούν οι μισθοί; Αν είναι αναγκαίο, κάντε το. Με κοινωνικά κριτήρια όμως. Πείτε, ας πούμε, πως όσοι παίρνουν μέχρι 1000 ευρώ, δεν θα χάσουν τίποτα. Από εκεί και πάνω, ας μειωθούν οι αποδοχές κλιμακωτά, ώστε να επιβαρυνθούν περισσότερο οι υψηλόμισθοι. Αυτό το ισόποσο 15% των επιδομάτων και 30% των δώρων, μόνο δίκαιο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Το σημαντικό ωστόσο είναι να συμπιεστούν οι δαπάνες του κράτους. Οι εξοργιστικά μεγάλες δαπάνες του σπάταλου κράτους που έχουμε στήσει. Και ας παρθεί κάποιο μέτρο για να κινηθεί η αγορά. Γιατί όσους φόρους και αν βάλεις, όσα μέτρα και να πάρεις, αν ο άλλος δεν έχει να πληρώσει, απλά δεν θα πληρώσει.

Ας πάμε στη δεύτερη προϋπόθεση τώρα. Πιάνουν τόπο; Ίσως ελάχιστα, ίσως καθόλου. Όσο δεν ικανοποιούνται οι αγορές, όσο τα σπρεντ είναι στα ύψη, όσες θυσίες και να κάνουμε, θα πηγαίνουν στράφι, γιατί θα μας τα παίρνουν τα τοκογλυφικά επιτόκια, αναγκάζοντάς μας να παίρνουμε και άλλα. Και όλα αυτά για να μειώσουμε το έλλειμμα στο 8,7%, που όμως δεν φτάνει. Άρα, απαιτούνται και άλλα μέτρα. Πιο σκληρά. Πιο επώδυνα.

Και κάτι τελευταίο. Γιατί το Υπουργείο Οικονομικών δεν αλλάζει το σύστημα καταβολής του ΦΠΑ; Πιστεύει κανείς πως ο επαγγελματίας που βλέπει τις εισπράξεις του να μειώνονται, ενώ οι υποχρεώσεις τρέχουν, θα φυλάει σε κουμπαρά τον ΦΠΑ για να τον αποδώσει τρεις μήνες μετά; Ενώ, αν ήταν υποχρεωμένος να τον καταβάλει στο τέλος κάθε μήνα, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.