Δευτέρα, Ιουλίου 30, 2007

Συγχαρητήρια!

Συγχωρήστε με, κύριε της Δημόσιας Τάξης Υπουργέ, που δεν μπορώ να σας συγχαρώ:
για τις πυρκαγιές που μαίνονται ακόμη απ’ άκρη σ’ άκρη
για την έπαρση, την αλαζονεία της εξουσίας, την κομματικοποίηση που διέλυσε την Πυροσβεστική και μετέτρεψε τη χώρα σε «Γη του Πυρός»
για τα δάση που έγιναν παρελθόν, τα καμένα σπίτια, τις επιχειρήσεις που καταστράφηκαν κι εξακολουθούν να καταστρέφονται
για την απόγνωση στην οποία οδηγήσατε ένα ολόκληρο λαό
για τους ανθρώπους και τα ζώα που κάηκαν, τα νεκρά παλικάρια-πυροσβέστες, τους πιλότους που έπεσαν στην εκτέλεση του καθήκοντος, τραγικά θύματα ενός παραλογισμού.
Συγχωρήστε με που δεν μπορώ να σας συγχαρώ επειδή μετατρέψατε την Ελλάδα σ’ αποκαΐδια, μαύρη κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Η αυτοβαθμολόγηση, και μάλιστα με άριστα, και τα θερμά συγχαρητήρια που ισχυρίζεστε πως δέχεστε είναι τόσο καυτά όσο κι οι ανίκητες πύρινες φλόγες που κατακαίουν τα πάντα μέρα και νύχτα.
Συγχωρήστε με που δεν μπορώ να σας συγχαρώ για την επιμονή σας σ’ αυτή τη θέση που μόνο θλίψη κι αγανάκτηση προκαλεί. Τα παραπέρα λόγια είναι περιττά, γι’ αυτό σιωπώ.

Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007

Στον κόσμο του παράλογου

«Δημοκρατία είναι η διαδικασία εκείνη με την οποία οι άνθρωποι εκλέγουν ελεύθερα αυτόν που θα του ρίξουν το φταίξιμο», είπε ο Λόρενς Πίτερ. Κι ενώ το γνωρίζουν οι πάντες αυτό, πολλοί σπεύδουν και συνωστίζονται κι αγωνιούν κι αγωνίζονται για να εκλεγούν. Για να γίνουν οι μελλοντικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι, αυτοί στους οποίους θα φορτώσουμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας, αυτοί που θα εισπράξουν πρώτοι τον λίθο του αναθέματος.
Άτυπη προεκλογική περίοδος κι εμβρόντητος ο ανυποψίαστος λαός παρακολουθεί τις βίαιες πολιτικές διεργασίες. Αυτές που έχουν ξεφύγει κι έχουν πάρει τη μορφή κανιβαλισμού. Ανθρωποθυσίες κι ανθρωποφαγίες υποψηφίων στον βωμό ενός πολιτικού περιβάλλοντος που σάπισε και μυρίζει. Όλα στη δημιουργία εντυπώσεων, κάθε μέσον για την επικράτηση όχι του πιο ικανού αλλά αυτού που θα προλάβει να σπιλώσει πρώτος. «Εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει ο στρατός», μας μάθαιναν προκειμένου να δικαιολογήσουν τις παράλογες κι ακατανόητες εντολές των ανωτέρων. Μια ελαφριά παραλλαγή του παραπάνω νομίζω πως απεικονίζει πλήρως τη σημερινή πραγματικότητα. «Εκεί που τελειώνει η ηθική αρχίζει η πολιτική», θα μπορούμε να βροντοφωνάζουμε από δω κι ύστερα και να είμαστε κι υπερήφανοι γι’ αυτό. Εκεί φτάσαμε. Δεν αρκεί δυστυχώς σήμερα να είσαι έντιμος και ηθικός. Πρέπει να είσαι και τυχερός και να μην κατηγορηθείς για οτιδήποτε γιατί μετά, «εν τω άδη ουκ έστιν μετάνοια», που λένε κι οι παπάδες. Δεν πα να τρέχεις στα δικαστήρια. Άχρηστες θα σου είναι οι αθωωτικές αποφάσεις, άχρηστες κι οι καταδικαστικές των συκοφαντών. Πάει και τελείωσες επειδή έτσι θέλει το σύστημα το σαθρό, αυτό που μας έχουν επιβάλλει από φόβο μήπως και τους θίξουν οι άλλοι, οι άσπιλοι! Αυτοί που το ψεύδος, τη συκοφαντία, τη μίζα και τη ρεμούλα την ασκούν «κατά συρροήν και κατ’ επάγγελμα». Αλήθεια εκείνοι οι κουμπάροι τι απέγιναν; Τα λεφτά των ταμείων; Κανένα ομόλογο «δομημένο», βρε παιδιά;
Νέοι καιροί, νέα ήθη. Ακούστε δάσκαλοι να τα διδάσκετε στους μαθητές, να γαλουχήσετε μια καινούρια γενιά προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα. Ηθικός κι άρα κατάλληλος για υποψήφιος δεν είναι αυτός που έχει κριθεί από τα δικαστήρια σαν τέτοιος, αλλά αυτός που δεν έχει κατηγορηθεί. Δεν είναι αυτός που πηγαίνει μπροστά, συγκρούεται, προκαλεί, δημιουργεί συμπάθειες κι αντιπάθειες αλλά ο άλλος. Αυτός που περνά απαρατήρητος, που αλλάζει χρώματα κάθε φορά και προσαρμόζεται στο περιβάλλον, που δεν τον υπολογίζει ο αντίπαλος και κατά συνέπεια δεν κατασκευάζει κατηγορίες ψεύτικες εναντίον του, όπως είναι η ακριβής ερμηνεία της συκοφαντίας. Ψεύτικη, κατασκευασμένη κατηγορία. Κι άντε κι είχες την τύχη και σου συνέβη αυτό. Τι θα πρέπει να κάνεις, θα καταφύγεις στα δικαστήρια ζητώντας να λάμψει η αλήθεια που όμως εσένα δεν πρόκειται να σε αποκαταστήσει ή θα καλέσεις τον συκοφάντη σε μονομαχία; Εκεί φτάσαμε; Εκεί θέλουν να μας γυρίσουν; Πιθανόν. Άλλωστε ζούμε στην Ελλάδα, τη χώρα που τους επιφανείς και τους ήρωες τη μια τους στεφάνωνε και την άλλη τους πετούσε σκουπίδια άχρηστα στα Τάρταρα. Για παρακολουθείστε λίγο, σας παρακαλώ, το τέλος αρκετών τέτοιων «ανδρών επιφανών» από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα:
Πυθαγόρας πέθανε σε ηλικία 80 ετών στην εξορία. Μιλτιάδης πέθανε σε ηλικία 65 ετών στην εξορία. Αριστείδης, ναι ο δίκαιος, σε ηλικία 72 ετών στην εξορία από πείνα. Θεμιστοκλής σε ηλικία 66 ετών στην εξορία. Αισχύλος, ο μεγάλος τραγωδός, σε ηλικία 69 ετών στην εξορία. Περικλής, σε ηλικία 66 ετών στη φυλακή. Φειδίας σε ηλικία 66 ετών στη φυλακή. Αναξαγόρας, σε ηλικία 72 ετών στην εξορία. Ηρόδοτος σε ηλικία 69 ετών στην εξορία. Ικτίνος στην εξορία. Σοφοκλής, 74 ετών στην εξορία. Ευριπίδης 74 ετών στην εξορία. Αλκιβιάδης 48 ετών στην εξορία. Σωκράτης 71 ετών, τον πότισαν κώνειο. Θουκιδίδης 64 ετών στην εξορία. Αριστοφάνης 61 ετών στην εξορία. Πλάτων 80 ετών στην εξορία. Ισοκράτης 99 ετών στην εξορία. Δημοσθένης 62 ετών δηλητηριάστηκε.
Αιτία για όλα αυτά ο φθόνος κι η αχαριστία. Το «κάθισε εσύ στην άκρη ν’ αναλάβω εγώ που τα ξέρω όλα, που είμαι καλύτερος από σένα». Το «κάνε με εμένα πρωθυπουργό για 24 ώρες και θα δεις» που μας κατατρέχει. Και για να μη μου αντιτείνει κάποιος πως αυτά είναι παραμύθια και πού τα θυμήθηκα τώρα, σας υπενθυμίζω μερικά πιο πρόσφατα παρμένα από τη σύγχρονη ιστορία μας. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέθανε στην εξορία και δεν επετράπη στο πλοίο που μετέφερε τη σωρό του να προσεγγίσει το λιμάνι του Πειραιά. Ο Κων/νος Καραμανλής έμεινε αυτοεξόριστος για 11 χρόνια στο Παρίσι και τέλος ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε προχωρημένη ηλικία και άρρωστος, συκοφαντήθηκε και σύρθηκε στα δικαστήρια. Αυτά νομίζω πως αρκούν.

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Ο στρατηγός κι ο μετανάστης

Εκδηλώσεις οργανώνονται για τους μετανάστες από κόμματα και φορείς. Για να ευαισθητοποιήσουν τάχα μου την κοινωνία. Κι ήταν το Πανεπιστήμιο Κρήτης που οργάνωσε μια τέτοια σε συνεργασία με τη Σχολή της Αστυνομίας στην πόλη μας. Και κάθισε ο υποστράτηγος Πολύδωρας (διευθυντής των αστυνομικών σχολών κι εξάδελφος του υπουργού) στην πρώτη σειρά και βαριόταν απελπιστικά και τους ομιλητές και τις ομιλίες. Να προβληθεί ήθελε ο άνθρωπος, όχι να τους ακούσει. Κι εκεί που τα προσωπεία έπεσαν εντελώς ήταν όταν ανέβηκε στο βήμα ο κ. Αλί Χαγκ που έλκει την καταγωγή από το Σουδάν. Τι κι αν είναι λαμπρός επιστήμονας ο άνθρωπος (καρδιολόγος στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου), τι κι αν έχει κατακτήσει υψηλότατη αποδοχή στην κοινωνία με την όλη παρουσία του, τι κι αν στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ είχε αναδειχθεί πρώτος σε ψήφους σύνεδρος, δεν παύει όμως να είναι μετανάστης. Δίκαια λοιπόν εισέπραξε την ιερή αγανάκτηση του υποστράτηγου που σκαιότατα του αφαίρεσε τον λόγο. Πάλι καλά δηλαδή που δεν διέταξε να τον συλλάβουν και να τον μαστιγώσουν, έγραφα τότε σε άρθρο μου με τον τίτλο «Μετανάστης φτωχός και μόνος». Και ενθυμούμαι πολύ καλά την αγανάκτηση του κόσμου, των παρευρισκομένων, των φορέων, των απλών πολιτών.
Άρθρα γράφτηκαν πολλά, καταδικαστικά της αυταρχικής συμπεριφοράς του στρατηγού, όλα. Έγινε κάποια προσπάθεια στη συνέχεια ν’ αμβλυνθούν οι εντυπώσεις, κάποιες δικαιολογίες ψέλλισε ο ίδιος, στάλθηκε και στις εφημερίδες μια ανακοίνωση μακροσκελέστατη με τις θέσεις του. Δεν είναι τα πράγματα έτσι, έλεγε, κι ούτε που του πέρασε από το μυαλό να θίξει τον συμπαθέστατο κατά τα άλλα κ. Αλί Χαγκ Μωχάμεντ.
Έληξε η υπόθεση, σκέφτηκα, κι άρχισα ν’ αναζητώ μέσα μου την αιτία της παρεξήγησης. Ίσως να ήταν κουρασμένος, ίσως αγχωμένος με τις τόσες ευθύνες, ίσως η κακή στιγμή που λέμε, άνθρωπος είναι κι αυτός τέλος πάντων, μην τον κρεμάσουμε κιόλας. Το είχα ξεχάσει σαν γεγονός, εδώ έχουν συμβεί τόσα κι άλλα τόσα από τότε, ώσπου…
Ώσπου είδα τον φίλο γιατρό, μπροστά μου, στο γραφείο μου. Το παράπονό του ήθελε να μου πει, τον πόνο του, την αγανάκτησή του να εκφράσει. Αγωγή, λέει, του έκανε ο στρατηγός. Πώς το λέμε, «εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και τα βόδια», κάπως έτσι. Με πήραν τα γέλια. Γέλιο κακό, νευρικό, ασταμάτητο, απ’ αυτό που φέρνει δάκρυα στα μάτια. Τα ’χασε ο γιατρός βλέποντάς με.
«Γιατί γελάς;» με ρώτησε.
«Γιατί ’ναι για γέλια, γιατρέ», τ’ απάντησα μόλις μπόρεσα. Οι άνθρωποι είναι καταγέλαστοι μόνο που θέλουν προσοχή γιατί ’ναι επικίνδυνοι. Εσύ δηλαδή τι νόμιζες; Πως θα σου τη χάριζαν; Αυτοί λίγο θέλουν ακόμη να μας γυρίσουν στην εποχή του «αποφασίσαμεν και διατάζομεν». Κι όπως τους έχει φουσκώσει τα μυαλά ο εξάδελφος και συνεπώνυμος υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο κ. Πολύδωρας ντε, που μας κάνει και χάρη, που εκτίει ποινήν, γίνονται περισσότερο επιθετικοί. Αδύναμοι είμαστε κι εσύ κι εγώ μπροστά στο μεγαλείο της εξουσίας τους. Γι’ αυτό «μη μιλάς, μη γελάς», σε συμβούλευα σε άρθρο μου παλιότερα. Ή μάλλον γέλα. Κοίτα τους στα μάτια και γέλα. Τα χάνουν κι αντιδρούν σπασμωδικά όπως τώρα με αγωγές και ζητούν διώξεις κι αποζημιώσεις.

Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007

Σταματήστε τους τώρα!

Τους εμπρηστές, τους οικοπεδοφάγους, τους κυβερνώντες. Πριν τα κάψουν όλα, πριν τα κάνουν αυθαίρετα, πριν διαλύσουν τα πάντα. Σώστε τα ελάχιστα που απόμειναν. Βγείτε όλοι μπροστά. Ανασκουμπωθείτε. Ας χτυπήσουν οι καμπάνες κι ας πάρουμε τους κουβάδες όπως παλιά. Ο ένας για όλους κι όλοι μαζί για το κοινό καλό. Άλλη λύση δεν υπάρχει αφού εκτροχιάστηκε η μηχανή τού έτσι κι αλλιώς κράτους της πλάκας. Είκοσι τέσσερις ώρες καιγόταν η Πάρνηθα και δεν το ’χαν πάρει είδηση οι ειδήμονες. Οι επιφορτισμένοι μ’ αυτό το καθήκον. Αλήθεια σας λέω. Τυφλώθηκαν, λέει, τα ραντάρ και χρειάστηκε να φτάσει η φωτιά στην κορυφογραμμή και να απειληθεί το καζίνο για να καταλάβουν τι συμβαίνει. Κι ο υπουργός της Δημόσιας Τάξης, ο καθ’ ύλην αρμόδιος, χαριεντιζόταν με τους αγροφύλακες την ώρα που κινδύνευε να καεί η Αθήνα.
Στάχτη η Πάρνηθα, κάρβουνο το Πήλιο, πυρκαγιές στην Ελλάδα ολόκληρη. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Σε βουνά και λαγκάδια, στα ηπειρωτικά και στα νησιά. Τίποτα το πράσινο μην απομείνει. Ούτε για δείγμα. Και το τραγικό της υπόθεσης είναι πως οι περισσότερες πυρκαγιές θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί ή τουλάχιστον να έχουν κατασβησθεί πριν πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Όπως οι πυρκαγιές που προκλήθηκαν από τους πυλώνες της ΔΕΗ, οι φωτιές από τις παράνομες χωματερές κι από τους δόλιους εμπρηστικούς μηχανισμούς.
Η Ελλάδα καίγεται. Σπίτια, καλλιέργειες, εκμεταλλεύσεις κι εγκαταστάσεις στην πυρά. Η χώρα εν κινδύνω. Για εθνικό πένθος μίλησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πριν από τους νεκρούς μάλιστα. Τους τραγικούς εποχικούς δασοπυροσβέστες που τους έριξαν ανεκπαίδευτους και χωρίς εξοπλισμό βορά στην πύρινη λαίλαπα. Θυσία σ’ έναν κρατικό μηχανισμό κι ένα κράτος της πλάκας που όμως γίνεται επικίνδυνο. Ανθρώπινες σάρκες καμένες πάνω στις πέτρες για την αμέλεια κάποιου, για το ωχ αδελφέ τ’ αλλουνού. Τι να πεις σ’ αυτή τη μάνα, σ’ αυτό τ’ ορφανό, πως ο άνθρωπος ο δικός τους έγινε θυσία σ’ ένα μέρος που πραγματικά δεν είχε να κάψει τίποτα η φωτιά εκτός από αστιβίδες και κάτι φτωχά αγριόπρινα; Κι η σεμνή και ταπεινή μας κυβέρνηση τι κάνει; «Εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια», για να χρησιμοποιήσω του βουλευτή τους, του κ. Άρη Σπηλιωτόπουλου, τα λόγια σαν απάντηση.
Σύγκρουση τρένων με δεκάδες τραυματίες στο κέντρο της Αθήνας. Ευτυχώς χωρίς νεκρούς αυτή τη φορά. Από κάποιου την αμέλεια. Εξαιτίας ενός κομματικού κρατικού μηχανισμού διαλυμένου κι αποχαυνωμένου.
Σταματήστε τους τώρα! Πριν διαλύσουν το σύμπαν. Τη φύση, τη δομή του κράτους, τους θεσμούς. Μετά τη δημόσια διοίκηση, τα ασφαλιστικά ταμεία, τη δικαιοσύνη, παράλαβαν και τις πανελλήνιες εξετάσεις τώρα. Ένας θεσμός είχε απομείνει απείραχτος κι έχαιρε της εμπιστοσύνης όλων. Έχαιρε, γιατί τώρα πάει κι αυτός. Θέματα διαρρέουν και γίνονται αντικείμενο εμπορίας στα φροντιστήρια και γραπτά αλλοιώνονται και βαθμολογούνται ξανά και ξανά. Ο κόπος, η αγωνία, η λαχτάρα των εξεταζομένων, τα όνειρα γονιών και παιδιών, συντρίμμια στις σκοπιμότητες του Υπουργείου Παιδείας και της όποιας κυβερνητικής πολιτικής. Η λέξη ντροπή δεν είναι αρκετή. Ξεφτίζουν οι λέξεις και χάνουν το νόημα όταν έχουν να κάνουν με τόσο μεγάλα εγκλήματα κι η αγανάχτηση κατά μόνας δεν είναι αρκετή. Πρέπει να ενώσουμε τις διαμαρτυρίες μας, να βροντοφωνάξουμε πρέπει, «ως εδώ!»

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

ΟΛΟΙ ΦΤΑΙΜΕ

Κι εγώ, ο απλός πολίτης που δεν του δίνει σημασία κανείς, κι εσύ ο ψηφοφόρος, κι οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, κι οι καλαμαράδες, κι οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών, κι οι δήμαρχοι, κι οι νομάρχες, κι οι βουλευτές, κι οι υπουργοί, κι οι κυβερνήσεις οι τωρινές κι οι προηγούμενες. Για όσα δεν φωνάξαμε, για όσα ξεχάσαμε να απαιτήσουμε, για όσα παρέλειψαν από μόνοι τους να κάνουν. Και νάτα τ’ αποτελέσματα! Τρελάθηκε ο καιρός, μας αρέσει να λέμε για δικαιολογία. Με μόνη τη διαφορά πως δεν τρελαίνονται οι καιροί, αλλά οι άνθρωποι. Που καταστρέφουν και βρωμίζουν τα πάντα γύρω τους. Που μόνο το κέρδος τούς νοιάζει και να περνούν οι ίδιοι καλά. Κι οι άλλοι; Ωχ, αδελφέ, γι’ αυτούς ποιος νοιάζεται! Κι έτσι απλά, το καταστρέψαμε το περιβάλλον. Μπαζώσαμε τα ρέματα, κάψαμε τα δάση και τα χτίσαμε, και την άμμο, κάτω στην παραλία, χώρο για παρκάρισμα την κάναμε κι αυτή για να ’χουμε τόπο ν’ αφήνουμε τ’ αυτοκίνητο που μας έγινε τόσο απαραίτητο και δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα χωρίς αυτό.
Όλοι φταίμε. Κι είναι διαρκές το έγκλημα που έχει διαπραχθεί κι εξακολουθεί να διαπράττεται από τους άρχοντες, τους κυβερνήτες, κι εμάς, τους μουζίκους, που τους ανεχόμαστε. Ήρθε π.χ. η ΔΕΗ κι έφερε το ρεύμα και δι’ αυτού την ανάπτυξη. Αλλά το ρεύμα για να μεταφερθεί θέλει στύλους και πυλώνες, απαιτούνται υποσταθμοί και μετασχηματιστές με αρμαθιές τα πιάτα ή όπως αλλιώς τα λένε. Κι όλα αυτά (στύλοι, πυλώνες, μηχανήματα κι εξαρτήματα) τοποθετούνται σε βουνά και σε λαγκάδια, σ’ άγονη γη, χέρσα, σε καλλιεργημένη, σε δάση κι εκτάσεις χορτολιβαδικές. Κι όταν υπερφορτωθούν ή βραχυκυκλώσουν, σπιθίζουν και γίνονται αιτία πυρκαγιάς γιατ’ είναι ασυντήρητα και όχι μόνο.
Από θαύμα γλιτώσαμε τα θύματα προχθές, στο κέντρο του Ρεθύμνου, όταν πήρε φωτιά ο μετασχηματιστής στη γωνία του Κήπου. Αν ήταν άλλη ώρα, σίγουρα θα θρηνούσαμε θύματα αφού από κάτω ακριβώς βρίσκεται η στάση των λεωφορείων. Και φταις εσύ, φίλε μου, κι εγώ, κι όλοι μας που δεν φωνάξαμε τόσο καιρό, που δεν διαμαρτυρηθήκαμε, που δεν απαιτήσαμε. Είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει στάση κάτω ακριβώς από τον μετασχηματιστή; Κι όμως είναι. Ποιος θα κάτσει ν’ ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες σ’ αυτόν τον ρημαδοτόπο που ζούμε; Φταίει κάποιος; Αν φταίει ίσως τον ανακαλύψει κάποτε κάποια ΕΔΕ. Ως τότε όμως «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι», που λέει κι ο λαός. Μέχρι δηλαδή να γίνει το επόμενο μπαμ, μέχρι το επόμενο ατύχημα. «Στων αμαρτωλών τη χώρα το Μάη μήνα βρέχει». Και το λένε αυτό γιατί μόνο καταστροφές φέρνει του Μάη το νερό. Και φέτο έβρεξε πολύ. Κι ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μεγάλωσαν τα χόρτα και θέριεψε η άγρια βλάστηση. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς. Το γνωρίζαμε όλοι. Κι εγώ, κι εσύ, κι οι κυβερνώντες. Όπως γνωρίζαμε πως το φετινό καλοκαίρι δεν θα ’ναι σαν τ’ άλλα. Οι καύσωνες, λέει, θα διαδέχονται ο ένας τον άλλο, συνθήκες ασφυξίας θα δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο, φαινόμενα του καιρού ακραία, η χαρά δηλαδή του εμπρηστή κι ο κίνδυνος ατυχήματος στο μη περαιτέρω. Κι όμως δεν κάναμε τίποτα. Δεν προβλέψαμε, δεν σχεδιάσαμε, δεν πήραμε μέτρα, και καθόμαστε τώρα και κλαίμε πάνω στ’ αποκαΐδια της Πάρνηθας, του Πηλίου κι όπου αλλού. Και στήνονται παιχνίδια πολιτικά κι αντιπαραθέσεις πάνω στων βουνών την ολόμαυρη ράχη για το ποιος φταίει πιο πολύ. Όλοι μας φταίμε, όλοι. Και τα λόγια μας είναι υποκριτικά γιατί μόλις περάσει ο κίνδυνος και δυο τρεις μέρες ακόμη και ξεχαστεί το πράγμα, πάλι «ωχ, αδελφέ», θα πούμε. Μέχρι το επόμενο μπαμ, μέχρι την καταστροφή την επόμενη.
Πέθανε ένας άσημος
Την Πέμπτη το μεσημέρι, στη στάση του λεωφορείου, έπεσε ξερός. Δεν ήταν κανείς επώνυμος ούτε πολίτης επιφανής. Δεν έγραψαν ποτέ γι’ αυτόν οι εφημερίδες κι ούτε και τώρα εκφωνήθηκαν λόγοι επικήδειοι κι επαινετικοί. Φτωχός ήταν κι αδύναμος, χωρίς οικονομικούς πόρους και συγγενείς ικανούς να τον στηρίξουν. Δεν ήταν διανοητικά καθυστερημένος, δεν ήταν ζητιάνος, ούτε αλκοολικός. Απλά ήταν άπορος. Αγαθή ψυχή, με τα πάθη και τα λάθη του, που όμως του κόστισαν ακριβά. Εξήντα χρονών και το μόνο που του είχε μείνει ήταν να κάνει κάποιο μεροκάματο πότε πότε για να τα καταφέρνει να επιβιώνει. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε ασφάλιση ούτε σύνταξη κάποια ούτε βοήθημα κανένα. Ένας φτωχούλης ξεχασμένος κι από τον Θεό κι απ’ τους ανθρώπους ήταν. Χωρίς σπίτι, χωρίς περιουσίες, χωρίς ένα γλυκό λόγο, μια παρηγοριά έστω, από κανένα.
Την Πέμπτη το μεσημέρι αισθάνθηκε αδιαθεσία. Ήταν κι ο καύσωνας στο φόρτε του, ίσως και να ’ταν νηστικός. Πού αλλού θα πήγαινε; Στο Νοσοκομείο. Αυτό του πέρασε πρώτα από το μυαλό κι εκεί πήγε. Στις Πρώτες Βοήθειες. Τον πήραν στα σοβαρά; Τον εξέτασαν; Ένας Θεός το ξέρει. Πάντως «δεν έχεις τίποτα», του είπαν και τον ξαπόστειλαν. Πέμπτη μεσημέρι, στο τσίτσιρο της μέρας, στον καύσωνα τον μεγάλο. Πήρε τον δρόμο δειλά δειλά, σιγανά σιγανά, παραπονεμένος. Δεν αισθανόταν καλά κι ίσως και να πεινούσε. Κι εκεί, στη στάση του λεωφορείου, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν κι έπεσε ξερός. Μέχρι να ’ρθει τ’ ασθενοφόρο και να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο απλά «διαπιστώθηκε ο θάνατός του». Και τι έγινε; Ένας φτωχοδιάβολος λιγότερος, την κοινωνία μου…!
Πάντως αυτή, η κοινωνία, το χρέος της το έκανε και με το παραπάνω. Το γραφείο τελετών, ας πούμε, έκανε την κηδεία δωρεάν, κάποιοι χωριανοί μάζεψαν χρήματα για τα υπόλοιπα έξοδα, κι έτσι σώθηκε η τιμή της. Κι αν εδώ πούμε δυο λόγια παραπάνω, με παραδοχή της ενοχής μας θα μοιάζει. Κι αν ένα δάκρυ τα καταφέρει να στάξει, την εξιλέωση θα ’ναι σαν να γυρεύει.
Κωστή, άμε στο καλό κι όσο για τ’ άλλα…