Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

"ΕΣΥ, ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕΣ ΑΚΟΜΗ;"

Όχι. Το παλεύω όπως μπορώ. Πες από βίτσιο, πες από κεκτημένη ταχύτητα, επιμένω να ζω. Η γάτα η εφτάψυχη, ο βρικόλακας, ο δράκουλας των Βαλκανίων, της Ενωμένης Ευρώπης ολόκληρης κι ακόμα παραπέρα, επιμένω να ζω.
Τριάντα τρία χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τριάντα δύο μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας, πεισματικά επιμένω να ζω. Με δέρνουν, με κλωτσάνε, με πατάνε κάτω κι εγώ υποκρίνομαι πως ζω.
Ψωμί ζητούσαμε, Παιδεία κι Ελευθερία. Αλλά το ψωμί λιγόστεψε από τότε, η ελευθερία προς την ασυδοσία φέρνει κι η Παιδεία, σε πείσμα όλων, το παλεύει ακόμη.
Υπέρ του ασύλου είμαι. Όποιος δεν παρακολούθησε μαθήματα με τις «αύρες» στα προαύλια των σχολών, τους εσατζήδες στ’ αμφιθέατρα και τον Κυβερνητικό Επίτροπο να διαφεντεύει την κάθε σχολή, ίσως και να μην καταλαβαίνει τι θέλω να πω. Υπέρ αυτού του ασύλου είμαι. Του ασύλου στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών, στην έρευνα, στη μόρφωση κι όχι σ’ αυτό που παρέχεται στους διάφορους «αναρχοαυτόνομους», «γνωστούς άγνωστους», τους τραμπούκους και τους κουκουλοφόρους, που σε πρώτη ευκαιρία οχυρώνονται πίσω απ’ αυτό κι ανενόχλητοι βιάζουν, καταστρέφουν, καίνε. Ποτέ μου δεν τους κατάλαβα τους υπερασπιστές αυτού του ασύλου. Κάτι σε «ηθικούς αυτουργούς» των εκτρόπων με παραπέμπουν. Κι αναρωτιέμαι: είναι ποτέ δυνατόν διακόσοι τρακόσοι ταραξίες να καταλύουν το κράτος; Σπασμένα γραφεία, λεηλατημένα μαγαζιά, καμένα αυτοκίνητα. Φωτιές στην Πατησίων, την Ομόνοια, τους γύρω δρόμους. Πεδίο μάχης τα Εξάρχεια. «Εσύ, δεν πέθανες ακόμη;»
Όχι. Επιμένω να ζω. Με προστατεύει η αστυνομία. «Οι Πραίτωρες ουρμπάνις» του κυρίου Πολύδωρα. Τα στρατιωτάκια τ’ ακούνητα. Υπέρ του αστυνομικού του μεροκαματιάρη, είμαι. Που δεν τον αφήνουν να κάνει τη δουλειά του. Να διαφυλάξει την τάξη. Να προστατέψει τη ζωή και την περιουσία του κόσμου του φιλήσυχου. Που του λένε να μην επεμβαίνει για να βλέπει ο κόσμος τα αίσχη και ν’ αγανακτεί και να μπορούν μετά με την ησυχία τους να περνούνε τρομονόμους και ν’ απλώνουν κάμερες στους δρόμους. Αλήθεια, το «Ζέπελιν» τι το κάνανε; Μου ’λειψε, τ’ αναζήτησα, σε στερητικό σύνδρομο θα με βγάλει. Κι ο αστυνομικός χαμένος είναι. Πιόνι αισθάνεται αδύναμο. Αν χτυπήσει τον μπελά του θα βρει. Αν δεν χτυπήσει το ίδιο. Κι ο πολιτικάντης ο πονηρός κι ο δημοσιογράφος ο έξυπνος σ’ αυτόν θα ρίχνει τα βάρη και τις ευθύνες ύστερα.
Υπέρ του αστυνομικού του εργαζόμενου είμαι. Του οικογενειάρχη. Του εγγυητή της ασφάλειας και της τάξης κι όχι αυτού που δέρνει αλύπητα περαστικούς φοιτητές. Του παλικαρά που κλωτσά τον δεμένο και πεσμένο στο έδαφος νεαρό. «Εσύ, δεν πέθανες ακόμη;» Όχι, κρατιέμαι.
Κρατιέμαι για να μην βγω στον δρόμο φωνάζοντας «ΕΣΑ, Ες Ες, βασανιστές» και «τρεις κι εξήντα παίρνετε και τον κόσμο δέρνετε» και να πετώ μολότοφ ανεξέλεγκτα προς κάθε κατεύθυνση.
Οι εκλογές πέρασαν. Εκλογές έρχονται. Θ’ ακούσομε πάλι τους μεγαλόσχημους να υπερασπίζονται το έργο τους και τους άλλους να μας πλασάρουν κούφια οράματα και πλαστικές ιδέες. Να υποτιμούν τη νοημοσύνη μας, να μας βαυκαλίζουν και να μας φανατίζουν.
Μεγάλη συζήτηση, ατέλειωτη, γίνεται αυτές τις μέρες για το αν θα επιτραπεί ή όχι η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με τους «προοδευτικούς» να τ’ απορρίπτουν μετά βδελυγμίας. Οι ίδιοι είναι που επιχειρηματολογούν κι οργίζονται κι απειλούν για να μην αλλάξει τίποτα στην Παιδεία. Συμφωνώ μαζί τους. Τίποτα μην αλλάξει. Αφήστε τα έτσι. Με τους αιώνιους φοιτητές, τους φοιτητοπατέρες, τις κομματικές νεολαίες, τη συναλλαγή και τα παραμάγαζα. Η Παιδεία νοσεί. Η γενναία χρηματοδότηση είναι το πρώτο φάρμακο. Κι η αναμόρφωση κι η οργάνωση κι ο εξορθολογισμός των προγραμμάτων. Η Παιδεία χόρτασε από προγράμματα και μεσοβέζικες λύσεις. Από «μεταρρυθμίσεις» που εξαγγέλλονται και μένουν στα συρτάρια για τον φόβο του πολιτικού κόστους. Γενναιότητα χρειάζεται και λογική κοινή που δεν υποκύπτει σε πιέσεις, εκβιασμούς και μικροσυμφέροντα.
Τα ιδιωτικά σχολεία είναι παντού. Από δημοτικά μέχρι λύκεια. Δεν κατάλαβα πού κάνουν κακό. Κι αφού δεν κάνουν ζημιά αυτά γιατί να κάνουν τα πανεπιστήμια; Προσχηματικά είναι τα επιχειρήματά σας, κύριοι, κι υποκριτικά που αναγκάζουν τον κόσμο να παίρνει των ομματιών του και να στέλνει τα παιδιά του σ’ Αγγλίες και Βουλγαρίες.
«Εσύ, δεν πέθανες ακόμη;» γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» πως ρώτησε αστυνομικός τον χτυπημένο Κύπριο φοιτητή μέσα στ’ ασθενοφόρο. Εμένα νιώθω πως την έκανε την ερώτηση κι απαντώ. Επιμένω να ζω κι οργίζομαι κι αγανακτώ.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Την απόφασή σου σέβομαι, κ.Πρόεδρε,

υποχρεωτικά. Αναγκασμένος είμαι να το κάνω. Έτσι μου μάθανε πως λεν οι νόμοι κι οι προφήτες. Πρέπει να σέβομαι, λένε, τις αποφάσεις ακόμη κι αν αυτές είναι παράλογες και προκλητικές. Αλλά εδώ, κ. Πρόεδρε, ευγνωμοσύνη σου χρωστώ. Εγώ, ο βαρύτατα φορολογούμενος ελεύθερος επαγγελματίας, σ’ ευγνωμονώ γιατί αποφάσισες αύξηση του μισθού σου μόνο κατά 61,3%. Αυτοσυγκράτηση έδειξες και δεν τις διπλασίασες ας πούμε όπως με απόφαση σου πάλι είχες κάνει το 1998.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (250.240,87) επιδίκασες σαν αναδρομικά πενταετίας σε δικαστική λειτουργό, γράφουν οι εφημερίδες κι ακολουθούν άλλες 2.500. Δυόμιση χιλιάδες επί διακόσιες πενήντα χιλιάδες μας κάνουν εξακόσια είκοσι πέντε εκατομμύρια ευρώ. Με μια απόφαση. Τόσο απλά. “Ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά”, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να βγεις στους δρόμους και να τρως κατά πρόσωπο τα χημικά και να συγκρούεσαι σαν δάσκαλος με τα ΜΑΤ. “ Δεν συνάδει με το λειτούργημα σου”, το κατανοώ αυτό, γι’ αυτό και σ’ ευγνωμονώ.
Την απόφασή σου σέβομαι, κ. Πρόεδρε,
αλλά χθες άκουσα στην τηλεόραση τον πρόεδρο των δασκάλων να λέει πως ακόμη δεν μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά τα σχολεία γιατί χρειάζονται 1.100 δάσκαλοι. Και κάνω το λογαριασμό 1.100 Χ 20.000 που κοστίζει ο δάσκαλος το χρόνο μας κάνει είκοσι δύο εκατομμύρια. Κι είναι πολλά. Δεν τα έχει ο Υπουργός Οικονομίας να τα δώσει και μένουν τα σχολεία με τα κενά. Κι εσύ επιδίκασες για πάρτη σου εξακόσια είκοσι πέντε έτσι με την πρώτη. Με το χέρι στην καρδιά. Μόνο για αναδρομικά. Αποφάσισε το Μισθοδικείο θα μου αντιτείνεις που δεν απαρτίζεται μόνο από δικαστικούς. Δίκιο έχεις. Τρεις δικαστικοί μετέχουν, τρεις δικηγόροι και τρεις πανεπιστημιακοί. Μόνο που από σύμπτωση οι δικαστικοί ψήφισαν υπέρ κι οι δικηγόροι (πόσο ελεύθερα άραγε αυτοί;) ενώ οι πανεπιστημιακοί, προς τιμήν τους, μειοψήφισαν.
Την απόφασή σου σέβομαι, κ. Πρόεδρε,
αλλά την ίδια ώρα που επιδίκαζες αυξήσεις μαμούθ για πάρτη σου και μάλιστα με τόκο 10%, για τον άλλο κόσμο, τους πληβείους, αποφάσιζες 6%. Δίκιο έχεις. Πρέπει να υπερέχεις και σ’ αυτό. Για ν’ αφήσω κατά μέρος τους συμβασιούχους που ακόμη κι αυτοί που είχαν δικαιωθεί στα δικαστήρια είδαν το Ελεγκτικό Συνέδριο ν’ ακυρώνει δικαστικές αποφάσεις που τους δικαίωναν. Το λάθος τους είναι πως είναι φτωχοί βιοπαλαιστές. Μικροί κι αδύνατοι. Τρεις χιλιάδες τριακόσια σαράντα οκτώ ευρώ μηνιαία αύξηση αποφάσισες για πάρτη σου. Αυτά είναι λίγα μπροστά στα εκατόν είκοσι έξι ευρώ που διεκδικούσαν οι δάσκαλοι ή τα εκατό σαράντα των αστυνομικών που έφερε στα πρόθυρα της παραίτησης τον κ. Πολύδωρα. Σωστά έπραξες. Ο δικαστής πρέπει να χρυσοπληρώνεται για να μπορεί απερίσπαστος ν’ ασκεί το λειτούργημά του. Μην μοιάσουμε εκείνης της χώρας, της τριτοκοσμικής, Ελλαδιστάν
τη λένε ή κάπως έτσι, που δεν πλήρωνε τους δικαστές κι αυτοί αναγκαστικά σχημάτισαν παραδικαστικά κυκλώματα.
Την απόφασή σου σέβομαι, κ. Πρόεδρε,
αλλά το επίδομα ανεργίας είναι 350 ευρώ το μήνα κι η αγροτική σύνταξη 300. Χιλιάδες συνταξιούχοι προσπαθούν να ζήσουν με 500 και 600 ευρώ το μήνα κι οι ανάγκες στα νοσοκομεία είναι τεράστιες, την ίδια ώρα που εσύ επιδίκασες για τον εαυτό σου αυξήσεις ασύλληπτα μεγάλες. “Απού μπορεί κι απάνω ντου” που λένε στο χωριό μου. Ίσως και να γελάστηκες, βέβαια, και να νόμιζες πως ξαφνικά η Ελλαδίτσα άρχισε να παράγει χρυσό και διαμάντια. Έπεσες έξω, όμως. Χαχόλους παράγει και μουζίκους. Κράτος της πλάκας είναι που γκρεμίζει τον ένα θεσμό πίσω από τον άλλο. Κι όπως η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να φαίνεται τιμία πρέπει κι η δικαιοσύνη να αποδεικνύει πως εκτός από τυφλή δεν είναι και φιλάργυρη.