Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Ακούει κανείς;

Μπαμ και κάτω. Χωρίς αναστολές, χωρίς δεύτερη σκέψη και πολλά πολλά μπαμ και κάτω. Κυνηγητό, «επί σκοπόν, σκοπεύσατε, πυρ». Τραγικός απολογισμός πέντε νεκροί. Πέντε νέοι άνθρωποι ξαπλωμένοι ανάσκελα. Εκτελεσμένοι με όλους τους τύπους. Τουφεκισμένοι από μακριά για να εξουδετερωθούν, αποτελειωμένοι με τη «χαριστική βολή» από απόσταση λίγων μόλις μέτρων. Χαμένοι έξι άνθρωποι (οι πέντε νεκροί κι ο εκτελεστής) για πoιο λόγo; Για λίγα μέτρα πατημένο τριφύλλι και για κάποια ζώα που τρόμαξαν πολύ πιθανόν και σκόρπησαν. Έτσι είπαν αβασάνιστα. Έτσι είναι;
Το δίκιο του κτηνοτρόφου βγήκαν τα μέσα να υποστηρίξουν κι έριξαν το ανάθεμα στο κυνήγι και τους κυνηγούς. Κι η λύση πανεύκολη. Απαγορέψτε το κυνήγι. Εξαφανίστε τα όπλα και τους κυνηγούς. Βάλτε ψυχιάτρους να τους εξετάζουν κάθε έξι μήνες. Κλείστε τους στα ψυχιατρεία λέω εγώ, μαζί με τα όπλα, τις παλάσκες και τα σκυλιά. Στείλτε τους στη Σιβηρία, στα Γκούλαγκ τα ιστορικά να σπούνε πέτρες, να γίνει και κανένα δημόσιο έργο τζάμπα.
Τα πράγματα, δυστυχώς, είναι σοβαρά και δεν σηκώνουν καλαμπούρια. Τον σκέφτομαι τον κτηνοτρόφο. Την αγωνία του. Την αγανάκτησή του. Με τον ήλιο και τη βροχή, καθημερνή και σχόλη με τα ζώα παλεύει, την οικογένεια του θέλει να ζήσει και τα παιδιά του να σπουδάσει. Όλοι και όλα εναντίον του είναι. Κι ο Θεός κι οι ανθρώποι. Οι καιρικές συνθήκες (τη μια ξηρασία και ζέστη να σκα ο ήλιος την πέτρα, την άλλη αέρηδες, χιονιάς και κατσιφάρα) αρρώστιες, μιαρά, απώλειες. Κι ότι γλιτώσει από τις αναποδιές και το ζωοκλέφτη να του το παίρνει ο χασάπης για κομμάτι ψωμί κι η γαλακτοβιομηχανία δυο ψίχουλα θα του πετάξει. Κι έχεις κι από πάνω και τον ασυνείδητο κυνηγό που για να κάνει το κέφι του δεν υπολογίζει Χριστό. Πηδά μαντρότοιχους, κόβει συρματοπλέγματα, αφήνει τα σκυλιά του λεύτερα «απ’ αρπάξει και ξεσκίσει». Βλέπει κανείς;
Κι ο κυνηγός ο σωστός (η συντριπτική πλειοψηφία) το δίκιο του έχει. Την πανάρχαια συνήθεια τ’ ανθρώπου συνεχίζει. Χόμπι και άθλημα μαζί. Πλήρωσε ένα κάρο λεφτά για όπλα, εξαρτήματα, σκυλιά. Μια ολόκληρη αλυσίδα καταστημάτων συντηρεί. Πλήρωσε και το κράτος που τον εφοδίασε μ’ ένα «βιβλιάριο θήρας», κι οργανωμένος πήρε τα βουνά. Προσεκτικός είναι. Κανέναν δεν ενοχλεί, καμιά περίφραξη δεν παραβίασε, κανενός το κοπάδι δεν πλησίασε. Κουρασμένος αλλά κι ευχαριστημένος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Να μπει στ’ αυτοκίνητό του σχεδιάζει, να γυρίσει στο σπίτι του θέλει. Μια στροφή ακόμη, τούτη η ανηφοριά κι έφτασα, σκέφτεται. Που; Στ’ αμάξι του φυσικά. Που το βρίσκει πυροβολημένο και τα λάστιχα σκισμένα. Χρατς, χρουτς, μπαμ και κάτω. Τρελαμένος κοιτάζει δεξιά κι αριστερά να βρει κάποιον να μάθει, να ρωτήσει το γιατί, να του λύσει την απορία. Άνθρωπος πουθενά. Σ’ απόσταση μιλίων ψυχή ζώσα. Μόνο στο παρμπρίζ κολλημένο ένα χαρτάκι γράφει «απαγορέβγιετε το κινίγι». Ακούει κανείς;
Ούτε ο σωστός κτηνοτρόφος φταίει, χίλια είναι τα δίκια του, ούτε ο κυνηγός. Ποιος φταίει τότε; Κανείς. Αλήθεια σας λέω κανείς δεν φταίει. Σ’ ένα κράτος της πλάκας, σε μια κοινωνία ανευθύνων, δεν μπορεί να φταίει κανείς. Κι αν κάποιος ρομαντικός αρχίσει ν’ αναζητά αρμόδιους κι υπεύθυνους σε δουλειά θα βρεθεί χωρίς τέλος κι αποτέλεσμα. Θέλετε ένα μικρό παράδειγμα;
Κυριακή πρωί κατά τις δέκα, τρεις του Δεκέμβρη. Ελαφριά συννεφιά κι άπνοια. Η θάλασσα ήρεμη κι η θερμοκρασία σε πάνω από τα συνηθισμένα για την εποχή επίπεδα. Δεν έχω δουλειά και λέω να κάνω μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο. Στ’ Αστέρι του Δήμου Αρκαδίου σκέφτομαι να πάω, που έχω ένα μικρό κτήμα μ’ ελιές. Να μαζέψω αγριόχορτα και να περάσει λίγο η ώρα. Παράλογο; Μάλλον όχι για τους πολλούς. Σίγουρα ναι όμως για κάποιον ή κάποιους κι αυτό γιατί πριν φτάσω στο χωράφι βρίσκω τον δρόμο κλειστό. Ναι καλά διαβάσατε. Ο δρόμος ο κοινοτικός που λέμε, είναι κλειστός. Κάποιος έχει φροντίσει γι’ αυτό. Μια μπετονόβεργα καρφωμένη στη μιαν άκρη του δρόμου, άλλη μια στην άλλη κι ένα πλέγμα κάθετο έχει κόψει το δρόμο. Κοντοστέκομαι αμήχανος. Λύνω το σύρμα και περνώ από την άλλη μεριά. Το ξανασκέφτομαι, λες να βρω τον μπελά μου; λέω μέσα μου, μπαίνω στ’ αυτοκίνητο και φεύγω. Μια τρελή ιδέα μου περνά από το μυαλό. Εκεί, πάνω από το Μπαλί, στη Βλυχάδα του Δήμου Γεροποτάμου έχω άλλο ένα χωραφάκι μ’ ελιές. Περιφραγμένο είναι, με πόρτα και λουκέτο, θα πάω εκεί. Σοβαρά; Το σκέφτηκα καλά; Μάλλον όχι. Διακόσια μέτρα πριν ο δρόμος είναι κομμένος. Σκηνικό το ίδιο, μόνο που εδώ πάνω στο πλέγμα δεμένο ένα κομμάτι από χαρτόκουτα γράφει «ΦΩΛΕΣ». Άοπλος είμαι, σκύλο δεν κουβαλώ μαζί μου, τι έχω να φοβηθώ; Αποφασιστικά λύνω το σύρμα, παραμερίζω το πλέγμα, το στερεώνω ξανά και δρόμο δρόμο φτάνω στο χωράφι μου. Η αλυσίδα κομμένη κρέμεται στο πλάι με το λουκέτο μαζί. Η πόρτα σπασμένη κι ένα πλέγμα μου κλείνει την είσοδο. Τα καταφέρνω και μπαίνω. Κάτι κουδούνια με παραξενεύουν στην αρχή μέχρι να συνειδητοποιήσω πως κάποιος είχε σκεφτεί πριν από μένα για μένα κι είχε μετατρέψει το περιφραγμένο χωράφι με τις ελιές σε καλά φυλαγμένο χώρο για το κοπάδι με τις κατσίκες του. Στο μυαλό μου οι εικόνες τρέχουν με ταχύτητα. «Τρόμαξα τα ζώα; Μπαμ και κάτω». Τρομάζω, το βάζω στα πόδια, τρέχω. Διαβάζει κανείς;
Η ασυδοσία σ’ όλο της το μεγαλείο. Ο κτηνοτρόφος, ο καπετάνιος, με το έτσι θέλω κλείνει δρόμους, χαλά περιφράξεις, αγνοεί όλους τους άλλους, καταστρέφει. Συντεταγμένη κι ευνομούμενη πολιτεία εσένα ρωτώ. Σε ποιόν ν’ απευθυνθώ; Στους δημάρχους που μόλις ψηφίσαμε; Στον κύριο πρόεδρο που αποφάσισε μόνος του αύξηση του μισθού του κατά 65%; Στους «πραίτωρες ουρμπάνις» του κυρίου Πολύδωρα ή σε σένα ταλαιπωρημένε και κυνηγημένε συμπολίτη; Θ’ ακούσει κανείς; Θα διαβάσει κανείς; Θ’ αποφασίσει κανείς να δει τι γίνεται γύρω του; Νόμοι «γράμμα κενόν». Αρχές κι εξουσίες κοιμούνται. Μην τις ενοχλήσετε. Κι εμείς οι ίδιοι «σιγά το πράμα» λέμε μέχρι το επόμενο μπαμ.

1 σχόλιο:

  1. ποτε θα βγω και εγω να κυνηγησω ανθρωπους.ο κυνηγος ειναι δολοφονος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή