Έκλεισαν οι κάλπες, άδειασαν, και γέμισαν τα μεγάλα τραπέζια με μικρά άψυχα χαρτάκια, τα ψηφοδέλτια, που έμειναν στοιβαγμένα και ταξινομημένα κατά κόμμα και κομματίδιο. Μόνο που…, μόνο που κάτι δεν πήγαινε καλά στην όλη ιστορία. Λίγα, τα μισά σχεδόν απ’ όσα θα έπρεπε να είναι, βρέθηκαν. Πώς λέμε «εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης…», λειψός! Ε, κάπως έτσι, λειψά ήταν και τα χαρτάκια, τα άψυχα, και αντίστοιχα πολλά, πάρα πολλά, τα ονόματα στους εκλογικούς καταλόγους, που δεν είχαν πάνω τους τραβηγμένη τη γραμμή, σημάδι πως ο κάτοχός τους δεν είχε μπει στον κόπο, δεν είχε κάνει την τιμή, τέλος πάντων, να ασκήσει το υπέρτατο δημοκρατικό του δικαίωμα, να ψηφίσει δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, το κόμμα της αρεσκείας του. Τι κι αν επρόκειτο για ευρωεκλογές! Τι κι αν άμεσα δεν θ’ άλλαζε η μοίρα του, ούτε ο τρόπος ζωής του, αφού αντιπροσώπους για την Ευρωβουλή επρόκειτο να εκλέξει κι όχι κυβέρνηση. Κι όμως όλα είχαν αποκτήσει ξαφνικά ένα ενδιαφέρον παράταιρο κι είχαν πάρει μια τροπή που μόνο σαν δραματική θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει.
Η αλήθεια είναι πως η ζωή του τα τελευταία χρόνια πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Κάτι η ανικανότητα και η έλλειψη προγραμματισμού, κάτι η συγκυρία, διεθνής κρίση και τέτοια, κάτι τα σκάνδαλα που πριν χωνέψει καλά καλά το ένα ξεσπούσε το άλλο, κάτι που έπρεπε συνέχεια να βάζει το χέρι στη τσέπη για να πληρώνει της κακοδιαχείρισής τους το τίμημα, είχε περιπέσει από την οργή και τον δίκαιο θυμό, σε μια αποχαύνωση και μια αδιαφορία τέτοια, που κι ο ίδιος δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Πού οι εποχές που χαλούσε τον κόσμο με το παραμικρό, που συμμετείχε αγωνιστικά σε συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίες, που έπαιρνε μέρος σε απεργίες και συλλαλητήρια! Τώρα τίποτα απ’ αυτά δεν τον συγκινούσε. Είχε μαζευτεί στο καβούκι του, κοίταζε τη δουλίτσα του, όσο την είχε κι αυτή, τίναζε και καμιά Χριστοπαναγία πότε πότε κι αυτό ήταν όλο. Έτσι, μόνο από κάπου στο βάθος, αχνά, έφταναν στ’ αυτιά του οι κραυγές και τα απροσδιόριστης έντασης επιχειρήματα, ανακατεμένα με φωνασκίες, που στόχο είχαν τον εντυπωσιασμό και μόνο. «Κλείσατε τη Βουλή, επιλέξατε την παραγραφή, αφήνετε ατιμώρητους όσους ευθύνονται», κραύγαζε το ΠΑΣΟΚ, «εσείς κάνατε χειρότερα, το σκάνδαλο της Siemens είναι δικό σας», και τα λοιπά και τα λοιπά, απαντούσε αυθάδικα η κυβέρνηση.
Στο δικό της μοτίβο η Αριστερά με το ΚΚΕ να σηκώνει την παντιέρα της ανυπακοής, να τα χάνει με τον Γερμανό και τους χαμηλούς μισθούς που πληρώνει σ’ αυτούς που εργάζονται στις επιχειρήσεις του, κι όταν του τα επισημαίνουν, να αντιδρά σπασμωδικά, μιλώντας, τάχα μου, για προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές μανίες και τον ΣΥΡΙΖΑ αφ’ υψηλού κριτή και αρνητή των πάντων μ’ αυτό το αυθάδικο, το αλανιάρικο, ύφος του Αλαβάνου που τσάκιζε κόκαλα. Στον δικό τους ρυθμό, ακολουθώντας τους μεγάλους, εξέπεμπαν και τα μικρότερα κόμματα υστερία και πάθος κενό. Όλα στη μάχη της επικοινωνίας και του εύκολου εντυπωσιασμού. Ποιος να φωνάξει πιο πολύ, ποιος να καταγγείλει πρώτος τους άλλους, τα ζύγια πήραν και τα μετράδια για να βρουν ποιος έκλεψε τα περισσότερα και τέλος, μέσα στην αναμοχλευόμενη μπόχα, ποιος να πολώσει και ποιος να φανατίσει περισσότερο.
Κυριακή 7 Ιουνίου, της Πεντηκοστής και Θεοδότου Αγκύρας, κατά το ημερολόγιο. Παραμονή του Αγίου Πνεύματος που είθισται, λέει, με την επιφοίτησή του να φωτίζει τα μυαλά. Πανσέληνος και ο ήλιος μάς είχε κάνει την τιμή να ανατείλει από τις έξι και τρία πρώτα λεπτά. Η μέρα έξω ήταν χαρά Θεού. Και η θάλασσα γαλήνια, στο χρώμα τ’ ασημιού, ξελογιάστρα. Αποβραδίς είχαν στηθεί οι κάλπες και οι κομματικοί στρατοί, όσοι κινητοποιήθηκαν τελικά, είχαν αποθέσει τα όπλα τους. Οι πολιτικοί αρχηγοί είχαν δώσει τον καλύτερό τους εαυτό προκειμένου να πείσουν τον παντοδύναμο, αυτή τη μέρα, Λαό να πάει να ψηφίσει. Η αλήθεια είναι πως μια έγνοια την είχε κι ας ήταν πραγματικά παραζαλισμένος. Ακόμη άκουγε στ’ αυτιά του τα έωλα επιχειρήματα και έβλεπε ολοζώντανους στα μάτια του τους παπαγάλους που επιστράτευσαν να πετούν αλαφιασμένοι κρώζοντας «Καταστροφή, καταστροφή, φόροι, φόροι, κι άλλοι φόροι» στην προσπάθειά τους να διακωμωδήσουν τη δεινή θέση που είχε περιέλθει από την πιο άθλια διακυβέρνηση που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Μεταπολιτευτικά τουλάχιστον.
Ήταν θυμωμένος. Πολύ όμως. Το αίμα μέσα του έβραζε. Με μεγάλη προσπάθεια συγκρατούσε την οργή που αισθανόταν να τον πλημμυρίζει.
«Θα πάω», σκεφτόταν, «και θα τους μαυρίσω ή καλύτερα θα γεμίσω την κάλπη με σκατά για να μάθουν οι κερατάδες».
Κάπου εκεί άρχισε να το ξανασκέφτεται πιο ψύχραιμα.
«Κι ύστερα;» αναρωτήθηκε. «Να πάω να ψηφίσω για να φύγουν τούτοι και να ’ρθουν ποιοι; Να μου κάνουν τι στο τέλος τέλος έτσι ρημάδι που κατάντησαν τη χώρα; Εγώ ελπίδα έτσι κι αλλιώς, δεν έχω, δεν πάνε να κόψουν τα κεφάλια τους, οι αλήτες!»
Και να δεις που αυτή, η δεύτερη σκέψη, επικράτησε, έβαλε το μαγιό του, και στα μουντά εκλογικά κέντρα μάταια τον περίμεναν. Και το βράδυ, σαν τέλειωσε η καταμέτρηση, νικητής αναδείχτηκε αυτός. Αυτός που δεν πήγε. Η ΑΠΟΧΗ και πάσης Ελλάδος με ένα σαράντα επτά κόμα τόοοσο, με το συμπάθιο.
Το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν σοφό κι ας τον υποτιμούσαν κάποιοι τον Λαό μας κι ας τον οικτίριζαν. Την τιμώρησε την κυβέρνηση σκληρά. Την έστειλε σεμνά και ταπεινά εκεί, εκεί, στη β’ Εθνική φορτωμένη με τέσσερα και κάτι μπαλάκια. Και παράλληλα ψαλίδισε τα φτερά του πρώτου, του ΠΑΣΟΚ, αφού παρά τη μεγάλη διαφορά και την αδιαμφισβήτητη νίκη του, πήρε σημαντικά λιγότερες ψήφους από αυτές που είχε πάρει όταν έχασε. Τέτοια ψυχανωμαλία ο σοφός λαός! Από κει κι ύστερα το Χάος. Το ΚΚΕ έτσι κι αλλιώς στον κόσμο του ήταν και εκεί εξακολουθεί να βρίσκεται, αφού θεωρεί νικητή τον εαυτό του κι ας του γύρισαν την πλάτη κάπου 150.000 απ’ αυτούς που το είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι, πήρε κάτι παραπάνω από αυτό που του άξιζε και ο μόνος που έχει λόγους να πανηγυρίζει, όσο κι αν πρέπει να μας προβληματίζει αυτό, είναι ο Καρατζαφέρης. Α, κι οι Οικολόγοι-Πράσινοι που μέσα στην αναμπουμπούλα τσίμπησαν ένα αξιοπρεπές 3,4% κι έβγαλαν ευρωβουλευτή.
Οι ψηφοφόροι τελικά το έστειλαν, για άλλη μια φορά, το μήνυμα. Σοφό και μελετημένο. Το ερώτημα είναι: Οι άλλοι το πήραν; Και καλά της κυβέρνησης. Αυτοί το παιχνίδι το έχουν χάσει προ πολλού κι ο δρόμος που έχουν διαλέξει είναι αδιέξοδος, χωρίς επιστροφή. Το ζητούμενο είναι αν το πήρε το ΠΑΣΟΚ, που πρέπει τώρα να βάλει τα δυνατά του για να πείσει πως πράγματι θέλει και μπορεί να δώσει ελπίδα στον δύσμοιρο Έλληνα. Να τον κάνει κοινωνό των προβλημάτων και να τον παρακινήσει ν’ ανασκουμπωθεί πρώτα για να δώσει την τελική μάχη κι ύστερα να παλέψει για να τα βγάλει πέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου