Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2008
Kαλά Χριστούγεννα
Φωτιές εδώ, σφαίρες εκεί, νεκρό παιδί στη φάτνη
Χριστούλη μου μην είσ’ εσύ κι η Παναγιά σε ψάχνει;
Λυσσομανάει ο βοριάς, καρδιές, ψυχές παγώνει
φτάσανε τα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά σιμώνει
με μια αβεβαιότητα στην πλάση να πλανιέται
και κρίση οικονομική που όλο ξεπερνιέται
κι όλο φουντώνει κι απειλεί τα πάντα ν’ αφανίσει
τους δυνατούς στα Τάρταρα βάλθηκε να γκρεμίσει.
Ο νεογέννητος Χριστός ας φέρει τη γαλήνη,
τη ζεστασιά στα σπιτικά και επί γης ειρήνη.
Καλές γιορτές σας εύχομαι, ξέγνοιαστες με υγεία
με αφθονία αγαθών, στους δρόμους ηρεμία.
Καλές γιορτές!
Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2008
Επεισόδια
Οι διαδηλώσεις αυτές δεν μοιάζουν με καμιά από τις προηγούμενες που έχουμε ζήσει. Γιατί σ’ αυτές πρωταγωνιστούν νεαροί. Γιατί βγήκαν στους δρόμους αμούστακα παιδιά με τον θυμό να πλημμυρίζει τις αθώες τους καρδιές. Έχουν περάσει τόσες μέρες κι όμως τα παιδιά επιμένουν. Αναρωτήθηκε άραγε κανείς μας γιατί;
Ο θάνατος του Αλέξη, του συνομίληκού τους, ήταν η αιτία ή μήπως απλά ήταν η αφορμή; Σίγουρα ο πρώτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα κι είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτά. Εμείς που επιτρέψαμε να δημιουργηθούν οι ασφυκτικές συνθήκες που τα κάνουν να επαναστατούν. Γιατί τους παραδίδουμε ένα κόσμο γεμάτο αδιέξοδα. Αυτά απλώς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια κοινωνία χωρίς ιδανικά, χωρίς παιδεία, χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Γιατί τα φορτώσαμε μ’ ένα σωρό άχρηστα μαθήματα, τα πνίξαμε στα φροντιστήρια και τα σπρώξαμε στο κυνήγι του άψυχου βαθμού. Γιατί δεν τα μάθαμε να σέβονται τους άλλους αφού πρώτοι εμείς δεν τα σεβαστήκαμε. Γιατί δεν τους μάθαμε να τιμούν τα σύμβολα αφού δεν τους εξηγήσαμε τι αντιπροσωπεύουν κι είναι γι’ αυτά αδιάφορα και ξένα. Γιατί δεν τα κρατήσαμε στη ζεστασιά του σπιτιού επειδή λείπαμε οι ίδιοι. Γιατί χαθήκαμε στην πανάκεια του ευδαιμονισμού και του πλουτισμού. Έτσι τα ιδανικά που τους κληρονομήσαμε ήταν η αρπαχτή, το εύκολο κέρδος, οι «άκρες» και το μέσον.
Γιατί τα περιθωριοποιήσαμε στα φτηνά μπαράκια και τα ίντερνετ καφέ. Γιατί ο προορισμός Γυμνάσιο-Λύκειο-Πανεπιστήμιο δεν τα ελκύει πια αφού η συνέχεια τους είναι γνωστή. Απαξίωση-ανεργία-εξάρτηση. Από ποιους; Από μας. Που θα πρέπει να τους συμπληρώνουμε διά βίου τον μισθό της εξαθλίωσης, αν τον πετύχουν κι αυτόν. Κι από πάνω τα σκοτώνουμε κιόλας στην πρώτη ευκαιρία. Κανονικά αυτή τη φορά. Ενσυνείδητα και ανάλγητα. Ανά χείρας όπλο-σκόπευση-θάνατος. Έτσι, για να τους σπάσουμε τον τσαμπουκά.
Τα παραξηγήσαμε τα παιδιά μας, ή μήπως δεν ασχοληθήκαμε ποτέ μας μ’ αυτά; Με τα προβλήματά τους, τις ανασφάλειές τους, τα αισθήματά τους. Όμως είναι νέοι και το αίμα τους βράζει. Αντιδρούν, αγανακτούν, ξεσπούν. Παίρνουν πέτρες και τις πετούν στα ξερά μας κεφάλια. Που ακόμη και τώρα δεν παίρνουν μπροστά να σκεφτούν λίγο.
«Να μ’ αγαπάς» τραγουδούν με απόγνωση, κάνουν καθιστική διαμαρτυρία, μοιράζουν λουλούδια, θρηνούν. Κι εμείς στον κόσμο μας. Σ’ αυτόν τον άδειο κόσμο, τον γεμάτο υποκρισία και ψευτιά.
Άλλος ένας προϋπολογισμός ψηφίστηκε μέσα σε κλίμα γενικευμένης αβεβαιότητας. Λόγια μεγάλα, κούφια, ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένθεν κακείθεν. Και μέσα στον ορυμαγδό, μια γλυκιά φωνή προσπαθεί να μας πείσει πως ήρθε η ώρα να αποκτήσουμε φορολογική συνείδηση.
Δεν μπορεί, βρε παιδιά, να μιλάνε σοβαρά.
Ειλικρινά σας λέω, πλάκα μας κάνουν.
Εκτός κι αν έχουν σαλτάρει εντελώς.
Άντε και καλές γιορτές.
Ο θάνατος του Αλέξη, του συνομίληκού τους, ήταν η αιτία ή μήπως απλά ήταν η αφορμή; Σίγουρα ο πρώτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο, αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα κι είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτά. Εμείς που επιτρέψαμε να δημιουργηθούν οι ασφυκτικές συνθήκες που τα κάνουν να επαναστατούν. Γιατί τους παραδίδουμε ένα κόσμο γεμάτο αδιέξοδα. Αυτά απλώς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια κοινωνία χωρίς ιδανικά, χωρίς παιδεία, χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Γιατί τα φορτώσαμε μ’ ένα σωρό άχρηστα μαθήματα, τα πνίξαμε στα φροντιστήρια και τα σπρώξαμε στο κυνήγι του άψυχου βαθμού. Γιατί δεν τα μάθαμε να σέβονται τους άλλους αφού πρώτοι εμείς δεν τα σεβαστήκαμε. Γιατί δεν τους μάθαμε να τιμούν τα σύμβολα αφού δεν τους εξηγήσαμε τι αντιπροσωπεύουν κι είναι γι’ αυτά αδιάφορα και ξένα. Γιατί δεν τα κρατήσαμε στη ζεστασιά του σπιτιού επειδή λείπαμε οι ίδιοι. Γιατί χαθήκαμε στην πανάκεια του ευδαιμονισμού και του πλουτισμού. Έτσι τα ιδανικά που τους κληρονομήσαμε ήταν η αρπαχτή, το εύκολο κέρδος, οι «άκρες» και το μέσον.
Γιατί τα περιθωριοποιήσαμε στα φτηνά μπαράκια και τα ίντερνετ καφέ. Γιατί ο προορισμός Γυμνάσιο-Λύκειο-Πανεπιστήμιο δεν τα ελκύει πια αφού η συνέχεια τους είναι γνωστή. Απαξίωση-ανεργία-εξάρτηση. Από ποιους; Από μας. Που θα πρέπει να τους συμπληρώνουμε διά βίου τον μισθό της εξαθλίωσης, αν τον πετύχουν κι αυτόν. Κι από πάνω τα σκοτώνουμε κιόλας στην πρώτη ευκαιρία. Κανονικά αυτή τη φορά. Ενσυνείδητα και ανάλγητα. Ανά χείρας όπλο-σκόπευση-θάνατος. Έτσι, για να τους σπάσουμε τον τσαμπουκά.
Τα παραξηγήσαμε τα παιδιά μας, ή μήπως δεν ασχοληθήκαμε ποτέ μας μ’ αυτά; Με τα προβλήματά τους, τις ανασφάλειές τους, τα αισθήματά τους. Όμως είναι νέοι και το αίμα τους βράζει. Αντιδρούν, αγανακτούν, ξεσπούν. Παίρνουν πέτρες και τις πετούν στα ξερά μας κεφάλια. Που ακόμη και τώρα δεν παίρνουν μπροστά να σκεφτούν λίγο.
«Να μ’ αγαπάς» τραγουδούν με απόγνωση, κάνουν καθιστική διαμαρτυρία, μοιράζουν λουλούδια, θρηνούν. Κι εμείς στον κόσμο μας. Σ’ αυτόν τον άδειο κόσμο, τον γεμάτο υποκρισία και ψευτιά.
Άλλος ένας προϋπολογισμός ψηφίστηκε μέσα σε κλίμα γενικευμένης αβεβαιότητας. Λόγια μεγάλα, κούφια, ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ένθεν κακείθεν. Και μέσα στον ορυμαγδό, μια γλυκιά φωνή προσπαθεί να μας πείσει πως ήρθε η ώρα να αποκτήσουμε φορολογική συνείδηση.
Δεν μπορεί, βρε παιδιά, να μιλάνε σοβαρά.
Ειλικρινά σας λέω, πλάκα μας κάνουν.
Εκτός κι αν έχουν σαλτάρει εντελώς.
Άντε και καλές γιορτές.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2008
Αντί απαντήσεων…. Μηνύσεις
Κύριε διευθυντά,
Διάβασα στην εφημερίδα σας (Ρεθεμνιωτικα Νέα φύλλο 11-12-08) ένα σχόλιο με τίτλο «Όταν κάνουμε την τρίχα τριχιά», κι απ’ ό,τι κατάλαβα πέσατε κι εσείς θύμα της καλώς νοούμενης δημοσιογραφίας. Της υποχρέωσης δηλαδή που έχετε να ενημερώνετε το κοινό, να δημοσιοποιείτε και να κριτικάρετε πράξεις και παραλείψεις της Διοίκησης. Σας βλέπω να ξαφνιάζεστε που αντί μιας απάντησης που θα ανασκεύαζε το άρθρο σας ή εν πάση περιπτώσει θα αντέκρουε την ακρίβεια των στοιχείων σας, βρεθήκατε κατηγορούμενοι. Δεν είναι η πρώτη φορά, ξέρετε. Τα ίδια έπαθα κι εγώ πρόσφατα κι από την ίδια υπηρεσία μάλιστα.
Το έγγραφο του Νομάρχη που έθετε σε αμφισβήτηση το Πολεοδομικό Σχέδιο των οικισμών Πανόρμου, Μπαλί, Πλακιά και της Αγίας Γαλήνης, σε συνδυασμό με έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ του 2004, σχολίαζα με το άρθρο μου «Περί οικισμών, συνέχεια», και έθετα κάποια ερωτήματα. Συγκεκριμένα ρωτούσα επί λέξει: «Του τα είπαν; (του Νομάρχη). Από τότε έχουν περάσει 4 χρόνια. Έγινε κάτι; Μας ενόχλησε κάποιος ή μόνοι μας προσπαθούμε να βγάλουμε τα μάτια μας;»
Γενικά και αόριστα έγραφα. Το πρόβλημα του νομού εξέθετα χωρίς να αναφέρω ονόματα και υπευθύνους, που άλλωστε δεν ήμουνα σε θέση να γνωρίζω. Και ενώ ανέμενα μια απάντηση από κάποιον αρμόδιο, εισέπραξα μια μήνυση από τον Προϊστάμενο της Πολεοδομίας. Δεν έχετε τα πρωτεία, λοιπόν. Ίσως από κεκτημένη ταχύτητα βρεθήκατε κι εσείς στην ίδια θέση, αφού η βιομηχανία μηνύσεων του προαναφερομένου Προϊσταμένου καλά κρατεί.
«Πολλά πράγματα έχουμε παραξηγήσει σ’ αυτόν τον τόπο. Τον τρόπο που ζούμε και πολιτευόμαστε. Τον τρόπο που κάποιοι έχουν την απαίτηση να ασκούν την όποια εξουσία διαθέτουν. Την ανοχή του πολίτη, που τη θεωρούν δεδομένη, και που, σαν πληβείος την εποχή της ρωμαιοκρατίας, είναι υποχρεωμένος να σκύβει το κεφάλι και να δέχεται το αποτέλεσμα της αλαζονείας τους αδιαμαρτύρητα…», έγραφα στο άρθρο μου «Προσοχή!!! Μηνύσεις!» μετά την απολογία μου στην κ. Πταισματοδίκη. Και κατέληγα : «Έτσι είναι, κύριοι, αν έτσι νομίζετε, αφού κάθε δημόσιος υπάλληλος αντί για υπηρέτης του πολίτη που πρέπει να είναι, θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω πάσης αμφισβήτησης και κριτικής».
Με την ευκαιρία σας πληροφορώ πως μόλις χθες παρέλαβα το κλητήριο θέσπισμα. Στις 15 Ιανουαρίου 2009 καλούμαι να παρουσιαστώ ενώπιον του 3/μελούς Πλημμελειοδικείου για να δικαστώ. Μην ξαφνιάζεστε λοιπόν. Η νέα τάξη πραγμάτων μπορεί να μας επιφυλάσσει μεγαλύτερες ακόμη εκπλήξεις.
Διάβασα στην εφημερίδα σας (Ρεθεμνιωτικα Νέα φύλλο 11-12-08) ένα σχόλιο με τίτλο «Όταν κάνουμε την τρίχα τριχιά», κι απ’ ό,τι κατάλαβα πέσατε κι εσείς θύμα της καλώς νοούμενης δημοσιογραφίας. Της υποχρέωσης δηλαδή που έχετε να ενημερώνετε το κοινό, να δημοσιοποιείτε και να κριτικάρετε πράξεις και παραλείψεις της Διοίκησης. Σας βλέπω να ξαφνιάζεστε που αντί μιας απάντησης που θα ανασκεύαζε το άρθρο σας ή εν πάση περιπτώσει θα αντέκρουε την ακρίβεια των στοιχείων σας, βρεθήκατε κατηγορούμενοι. Δεν είναι η πρώτη φορά, ξέρετε. Τα ίδια έπαθα κι εγώ πρόσφατα κι από την ίδια υπηρεσία μάλιστα.
Το έγγραφο του Νομάρχη που έθετε σε αμφισβήτηση το Πολεοδομικό Σχέδιο των οικισμών Πανόρμου, Μπαλί, Πλακιά και της Αγίας Γαλήνης, σε συνδυασμό με έγγραφο του ΥΠΕΧΩΔΕ του 2004, σχολίαζα με το άρθρο μου «Περί οικισμών, συνέχεια», και έθετα κάποια ερωτήματα. Συγκεκριμένα ρωτούσα επί λέξει: «Του τα είπαν; (του Νομάρχη). Από τότε έχουν περάσει 4 χρόνια. Έγινε κάτι; Μας ενόχλησε κάποιος ή μόνοι μας προσπαθούμε να βγάλουμε τα μάτια μας;»
Γενικά και αόριστα έγραφα. Το πρόβλημα του νομού εξέθετα χωρίς να αναφέρω ονόματα και υπευθύνους, που άλλωστε δεν ήμουνα σε θέση να γνωρίζω. Και ενώ ανέμενα μια απάντηση από κάποιον αρμόδιο, εισέπραξα μια μήνυση από τον Προϊστάμενο της Πολεοδομίας. Δεν έχετε τα πρωτεία, λοιπόν. Ίσως από κεκτημένη ταχύτητα βρεθήκατε κι εσείς στην ίδια θέση, αφού η βιομηχανία μηνύσεων του προαναφερομένου Προϊσταμένου καλά κρατεί.
«Πολλά πράγματα έχουμε παραξηγήσει σ’ αυτόν τον τόπο. Τον τρόπο που ζούμε και πολιτευόμαστε. Τον τρόπο που κάποιοι έχουν την απαίτηση να ασκούν την όποια εξουσία διαθέτουν. Την ανοχή του πολίτη, που τη θεωρούν δεδομένη, και που, σαν πληβείος την εποχή της ρωμαιοκρατίας, είναι υποχρεωμένος να σκύβει το κεφάλι και να δέχεται το αποτέλεσμα της αλαζονείας τους αδιαμαρτύρητα…», έγραφα στο άρθρο μου «Προσοχή!!! Μηνύσεις!» μετά την απολογία μου στην κ. Πταισματοδίκη. Και κατέληγα : «Έτσι είναι, κύριοι, αν έτσι νομίζετε, αφού κάθε δημόσιος υπάλληλος αντί για υπηρέτης του πολίτη που πρέπει να είναι, θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω πάσης αμφισβήτησης και κριτικής».
Με την ευκαιρία σας πληροφορώ πως μόλις χθες παρέλαβα το κλητήριο θέσπισμα. Στις 15 Ιανουαρίου 2009 καλούμαι να παρουσιαστώ ενώπιον του 3/μελούς Πλημμελειοδικείου για να δικαστώ. Μην ξαφνιάζεστε λοιπόν. Η νέα τάξη πραγμάτων μπορεί να μας επιφυλάσσει μεγαλύτερες ακόμη εκπλήξεις.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008
Στρουθοκάμηλος
Το βάζει στα πόδια μόλις αισθανθεί κίνδυνο αυτό το ζωντανό. Και πάει βολίδα. Τύφλα να ’χει ο Κεντέρης τότε που ήταν στα πάνω του. Τέτοιο ένα πράγμα! Όταν η κατάσταση σκουρύνει όμως και αντιληφθεί πως δεν μπορεί να ξεφύγει, τότε χώνει το κεφάλι του στην άμμο. «Όχι κορόιδο είμαι να κάθομαι να βλέπω», θα σκέφτεται στα σίγουρα. Κι όσο αυτό δεν βλέπει, θεωρεί πως το ίδιο κάνουν κι οι άλλοι μέχρι να το τσακώσουν.
Έγραψα προ ημερών ένα άρθρο με τίτλο «Είπατε τω βασιλεί». Ανέλυα εκεί πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο αρχαίος χρησμός και πώς οι δημοσκοπήσεις στέλνουν στον βασιλιά μήνυμα πως το παραμύθι τέλειωσε για χίλιους και δύο λόγους. Ενόχλησε το άρθρο μου αυτό. Πράγμα που σημαίνει πως ήταν καίριο και εύστοχο. Ίσως και να πόνεσε κάποιους. Έτσι κάποιος πολιτικός επιστήμονας, κατά δήλωσή του, που θεώρησε τον εαυτό του αυτόκλητο (;) υπερασπιστή του κυβερνητικού έργου, βγήκε λάβρος εναντίον μου καταλογίζοντάς μου τα μύρια όσα.
Καταρχήν θα σ’ ευχαριστήσω, φίλε μου, για τη σημασία που έδωσες στο άρθρο μου και για τον κόπο που μπήκες να μου απαντήσεις. Δεν θα σχολιάσω βέβαια τις προσωπικές κατηγορίες εναντίον μου γιατί θεωρώ πως δεν αξίζει τον κόπο. Μπορώ να σε καθησυχάσω ωστόσο διαβεβαιώνοντάς σε πως δεν με ενδιαφέρουν ούτε υποψηφιότητες, ούτε άλλου είδους καρέκλες. Ποτέ στη ζωή μου δεν μ’ ενδιέφεραν. Άλλωστε ο βίος μου το αποδεικνύει. Αυτοδημιούργητος είμαι, φίλε μου, άρα και Αυτεξούσιος με το άλφα κεφαλαίο. Το Ρέθυμνο είναι μικρό και γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Κι όταν το ΠΑΣΟΚ αλώθηκε εκ των έσω από τους εκσυγχρονιστές και τον Σημίτη, που οδήγησε τη χώρα στις αγκάλες της Δεξιάς, είχα το θάρρος να διαχωρίσω τη θέση μου και να ενταχθώ στο ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα. Του «γιου του αγωγιάτη», όπως αναφέρεις, ίσως για να συμψηφίσεις τον «γιο του ταχυδρόμου». Μόνο που τον Τσοβόλα, αγαπητέ μου φίλε, δεν τόλμησε ποτέ να τον κατηγορήσει κανείς ούτε για ατασθαλίες, ούτε για οικονομικά σκάνδαλα. Δεν πλούτισε από την πολιτική, δεν απόκτησε κότερα και βίλες με πισίνες και δεν έκανε κόλλυβα την Ελλάδα να τη μοιράσει στους παπάδες.
Ακόμη και το «Τσοβόλα δώστα όλα», που κάνατε σημαία, γνωρίζεις πολύ καλά πως ήταν εντολή του Ανδρέα στον τότε υπουργό του να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες και να δώσει ψωμί στον λαό. Γιατί ο Ανδρέας, εκτός των άλλων, είχε και κοινωνική ευαισθησία.
«Για την υπόθεση Βατοπεδίου έχουμε πολιτικές ευθύνες», δήλωσε ο Μεϊμαράκης. «Ας ξυπνήσουν, αλλιώς ας φύγουν όσοι τυχόν βλέπουν ακόμη την κοινωνία πίσω από τα φιμέ τζάμια των λιμουζίνων τους», κραυγάζει ο Πουπάκης, ο αρχισυνδικαλιστής της ΔΑΚΕ. Και συνεχίζει, «με προκλητικούς μαμμωνάδες, Αθανασόπουλους, Αράπογλου και λοιπούς τραπεζίτες, γκόλντεν μπόις, πλατινένιους μάνατζερ και γιάπηδες των κολάρων, δεν αντιμετωπίζεται η κρίση». Οι δικοί σας τα λένε αυτά, αγαπητέ μου φίλε, και σίγουρα αυτοί κάτι παραπάνω θα γνωρίζουν. Στον Τατούλη, τον Πολύζο και τον Δαϊλάκη, που τη μια μέρα τον διαγράφατε και την επομένη τον εκλιπαρούσατε να επιστρέψει γιατί δεν έβγαιναν τα κουκιά, σε παραπέμπω. Στον Ρεγκούζα των τελωνείων, στον Τσιτουρίδη των ομολόγων, στον Μαγγίνα των αναψυκτηρίων, στον Βουλγαράκη και τον Ρουσόπουλο του Βατοπεδίου. Μόνο που ο τελευταίος αποτελούσε την ομιλούσα πηγή του βασιλιά και τώρα πάει…, στέρεψε.
Στο θέμα μας τώρα. Το παραμύθι τέλειωσε για χίλιους δυο λόγους λένε τα σημάδια. Κι αν θα παραλείψω σήμερα τους χίλιους, είναι για λόγους οικονομίας και μόνο. Τους άλλους δύο θα τους επαναλάβω όμως.
Του Έλληνα, φίλε μου, κάνε του ό,τι θέλεις. Υποσχέσου του, φούσκωσέ του τα μυαλά, φανάτισέ τον, δεν πρόκειται να σου κρατήσει κακία. Άλλωστε το παραμύθι το τραβάει η ψυχούλα του. Από αρχαιοτάτων χρόνων το τραβούσε. Τούτη η φυλή, το έθνος τούτο, πάνω στο παραμύθι στηρίχτηκε. Μ’ αυτό πέρασε τη σκλαβιά και μ’ αυτό μεγαλούργησε. Στο συμφέρον μην τον ρίξεις μόνο τον Έλληνα και μην του θίξεις το φιλότιμο, γιατί αγριεύει. Γίνεται κακός τότε, εκδικητικός, και αντιδρά σπασμωδικά. Κι αυτά ο ράθυμος βασιλιάς δεν τα σεβάστηκε. Κλεισμένος στο Κυβερνητικό Μέγαρο ή απομονωμένος στη γαλήνη της Ραφήνας, άφησε το καράβι ακυβέρνητο και τους υπουργούς και τους υποτακτικούς τους ασύδοτους ν’ αλωνίζουν. Αλλά αυτοί αποδείχτηκαν άπληστοι. Έφαγαν, έφαγαν, έφαγαν και μέσα στης κραιπάλης τους την παραζάλη είπαν να τα ’χουν καλά και με τον Θεό. Και σαν καταλληλότερο αντιπρόσωπό του βρήκαν έναν διαβολοκαλόγερο, τον Εφραίμ, που κόντεψε να πάρει και τα σώβρακα του ήδη ξεζουμισμένου λαουτζίκου.
Δώσε, του λέει ο Αλογοσκούφης, δώσε οι Οργανισμοί, κι οι δήμαρχοι ακόμη του λένε δώσε. Μόνο που δεν έχει πια να δώσει άλλα. Άφησε που ξύπνησε και το φιλότιμο μέσα του. «Ρε συ, αυτοί θα μας φάνε ζωντανούς», άρχισε να μουρμουρίζει δειλά ο ένας στον άλλο. Στο πρώτο σκάνδαλο ξαφνιάστηκαν, στο δεύτερο μούδιασαν, στο τρίτο πια είχαν συνηθίσει. Μόνο που η ιστορία με το Βατοπέδι ήταν διαφορετική. Πολλά τα λεφτά κι η πρόκληση ακόμη πιο μεγάλη. Με κεντρικό σχεδιασμό και άψογη εκτέλεση. Με υπουργούς, τέως και εν ενεργεία, μπλεγμένους. Με Νομικά Συμβούλια, Δημόσιους Εκτιμητές, δικηγόρους, συμβολαιογράφους και την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου σε ρόλο κατακτημένου Οργανισμού που τα παραδίδει όλα αμαχητί.
Μαθεύτηκε η ιστορία. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Την πήραν τα κανάλια και την έκαναν σήριαλ. Από το πρωί μέχρι το βράδυ άκουγαν έκπληκτοι οι υποτελείς αυτού του τόπου για λίμνες, παραλίμνιες εκτάσεις, οικόπεδα, μεζονέτες. Χώρια τα Ολυμπιακά Ακίνητα, τα δάση κι οι αρχαιολογικοί χώροι. Όλα με φιρμάνια και χρυσόβουλα αποκτημένα. Απ’ όλα είχε ο μπαχτσές. Από χορεύτριες οριεντάλ μέχρι απειλές, εκβιασμούς και χρήμα, μπόλικο χρήμα σε υπόγειες διαδρομές. Συθέμελα σείστηκε το σαθρό σύστημα που είχαν εγκαταστήσει με τις αποκαλύψεις αυτές. Το «σεμνά και ταπεινά» δεν περνούσε πια κι οι Ηρακλειδείς του στέμματος αποδείχτηκαν τζάμπα μάγκες που πάνω στην ανάγκη το έπαιζαν αγνές παρθένες.
Άργησε να το πάρει είδηση ο αλαζόνας βασιλιάς. Για την ακρίβεια κάτι πήγε να καταλάβει όταν είδε την αυλή του να κινδυνεύει. Καθυστερημένα αντέδρασε και προσπάθησε να τα μαζέψει. Έδιωξε για τα μάτια του κόσμου κάνα δυο υπουργούς, έστησε και μια Εξεταστική όχι για να ερευνήσει αλλά για να κουκουλώσει. Μόνο που στην Εξεταστική μετείχαν και κάτι κακά παιδιά που έκαναν φύλλο και φτερό όποιο δυστυχή μάρτυρα έπεφτε στα χέρια τους. Εκεί να έβλεπες ρεζιλίκι. Νομικοί Σύμβουλοι κατά Υπουργών. Υπουργοί κατά Συμβούλων. Τωρινοί κόντρα στους πρώην και πρώην κατά πάντων. Τι να σου κάνει κι ο Αρχιεισαγγελέας! Άνθρωπος είναι κι αυτός και πού να τα προλάβει όλα. Εντάξει. Μίλησε για παραπλανημένους υπουργούς, με το ζόρι έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή, μπλόκαρε και την όποια δικαστική συνδρομή, το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν φτωχό, απογοητευτικό.
119 μάρτυρες πέρασαν. Άλλοι εμφανίστηκαν σεμνοί, άλλοι έβγαλαν τα σώψυχά τους κι άλλοι, όπως ο Ρουσόπουλος κι ο Ψωμιάδης, το έριξαν στην τρελή. Πέρασε η προθεσμία που είχαν τάξει και κατέβασε άρον –άρον τα ρολά η Εξεταστική. Τα δύσκολα όμως αρχίζουν τώρα. Θα τολμήσουν να επιρρίψουν ευθύνες; Που η αναγνώριση ευθυνών σημαίνει Προανακριτική κι ο Πρωθυπουργός έχει μόνο 151 βουλευτές και δεν αντέχει να πάθει κανένα χουνέρι. Θα τα κουκουλώσουν; Και πώς; Που τους κράζουν κι οι δικοί τους ακόμη. Θα τα ρίξουν όλα στο ΠΑΣΟΚ; Στον Δρυ, ας πούμε, και τον Φωτιάδη; Κι οι άλλοι; Αυτοί που υπόγραφαν και παραχωρούσαν, υπόγραφαν και χάριζαν, υπόγραφαν κι αντάλλασσαν; Θα τη βγάλουν καθαρή; Θα ρισκάρουν να πουν άντε να τη βγάλουμε κουτσά στραβά μέχρι τον Ιούνιο που παραγράφονται τα αδικήματα κι ύστερα ποιος μας πιάνει;
Αυτά βλέπει ο λαός κι έχει σαλτάρει. Βλέπει και την ακρίβεια, χρονιάρες μέρες, νιώθει και την τσέπη του πανί με πανί κι όπου ανταμώσει δημοσκόπο του δίνει και καταλαβαίνει. Κι ο βαριεστημένος Πρωθυπουργός, σαν τη στρουθοκάμηλο, χώνει το κεφάλι του στην άμμο για να μην βλέπει και να μην ακούει. Εδώ το ερώτημα που προβάλλει είναι αμείλικτο. Πραγματικά αγνοεί τον κίνδυνο ή μας δουλεύει χοντρά και κάνει και τον χουβαρντά από πάνω με το επίδομα θέρμανσης; Με 100 ευρώ στους οικονομικά αδύνατους κι ένα ψευτοεπίδομα στους άνεργους θεωρεί πως θα κατασιγάσει τις αντιδράσεις και πάλι; Είναι ποτέ δυνατόν; Εδώ καίγεται η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, 300-400 κουκουλοφόροι τα ’καναν ρημαδιό στην Αθήνα και την κρίσιμη ώρα ο ισχυρός Πρωθυπουργός αποδείχτηκε στρουθοκάμηλος φοβισμένη.
Πάνω από 5 μονάδες βρίσκεται μπροστά το ΠΑΣΟΚ, λένε οι μετρήσεις. Μόνο που πρέπει να σοβαρευτούν κι αυτοί. Ν’ αφήσουν τα τρελά και ν’ αφουγκραστούν τον πόνο του κοσμάκη. Και προπάντων να μην ξεχνούν πως τα καμώματα του Σημίτη ήταν αυτά που μας φόρτωσαν τον Καραμανλή.
Είπα παραπάνω για χρονιάρες μέρες και θυμήθηκα πως πάει, πέρασαν και τα Νικολοβάρβαρα σεμνά και ταπεινά. Στην κυριολεξία αυτό. Πού τα παλιά γλέντια στα χωριά, οι παρέες από σπίτι σε σπίτι, τα χωρατά και τα φτωχά κεράσματα. Από την παραμονή του Άι Νικόλα άρχιζε τις ετοιμασίες η μάνα μου. Να κοσκινίσει τ’ αλεύρι, να καβουρντίσει το σησάμι κι ύστερα να στέσει στο τζάκι το τηγάνι για τους λουκουμάδες και τα ξεροτήγανα. Κι ύστερα να τα σοροπιάσει και να βάλει από πάνω το σησάμι και μπόλικη κανέλα. Μοσχομύριζε το σπίτι, ξερογλειφόμασταν εμείς, μα τη βολεύαμε με ένα δυο κομματάκια γιατί έπρεπε να μείνουν γεμάτες οι πιατέλες για τα κεράσματα της επόμενης μέρας.
Πέρασαν τα Νικολοβάρβαρα και πήραμε ν’ ανηφορίζουμε σιγά-σιγά για τα Χριστούγεννα. Ήδη έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους κάτι δεντράκια φωτεινά, διάκοσμοι και γιρλάντες. Στολίζουν τις βιτρίνες τους τα μαγαζιά και φορτώνουν τους πάγκους με κάθε λογίς καλούδια. Μόνο που για πολλούς απαγορεύονται κι αυτά. Φάτε μάτια ψάρια, δηλαδή, γιατί ό,τι εύγευστο, ό,τι όμορφο και καλό μάς το απαγορεύουν οι γιατροί κι οι παπάδες. Μη φάμε, μην πιούμε, μην γλεντήσουμε, γιατί μας περιμένουν εμφράγματα κι εγκεφαλικά και μας αναμένουν ορθάνοικτες οι πύλες της κόλασης. Πρέπει να χαρούμε όμως. Να φροντίσουμε να περάσουμε καλά με υγεία και ευτυχία. Κι επιτέλους, λίγη λογική δεν βλάπτει. Μακριά από φασαρίες, παιδιά, καταστροφές και προπάντων από άδικους και παράλογους σκοτωμούς.
Έγραψα προ ημερών ένα άρθρο με τίτλο «Είπατε τω βασιλεί». Ανέλυα εκεί πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο αρχαίος χρησμός και πώς οι δημοσκοπήσεις στέλνουν στον βασιλιά μήνυμα πως το παραμύθι τέλειωσε για χίλιους και δύο λόγους. Ενόχλησε το άρθρο μου αυτό. Πράγμα που σημαίνει πως ήταν καίριο και εύστοχο. Ίσως και να πόνεσε κάποιους. Έτσι κάποιος πολιτικός επιστήμονας, κατά δήλωσή του, που θεώρησε τον εαυτό του αυτόκλητο (;) υπερασπιστή του κυβερνητικού έργου, βγήκε λάβρος εναντίον μου καταλογίζοντάς μου τα μύρια όσα.
Καταρχήν θα σ’ ευχαριστήσω, φίλε μου, για τη σημασία που έδωσες στο άρθρο μου και για τον κόπο που μπήκες να μου απαντήσεις. Δεν θα σχολιάσω βέβαια τις προσωπικές κατηγορίες εναντίον μου γιατί θεωρώ πως δεν αξίζει τον κόπο. Μπορώ να σε καθησυχάσω ωστόσο διαβεβαιώνοντάς σε πως δεν με ενδιαφέρουν ούτε υποψηφιότητες, ούτε άλλου είδους καρέκλες. Ποτέ στη ζωή μου δεν μ’ ενδιέφεραν. Άλλωστε ο βίος μου το αποδεικνύει. Αυτοδημιούργητος είμαι, φίλε μου, άρα και Αυτεξούσιος με το άλφα κεφαλαίο. Το Ρέθυμνο είναι μικρό και γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Κι όταν το ΠΑΣΟΚ αλώθηκε εκ των έσω από τους εκσυγχρονιστές και τον Σημίτη, που οδήγησε τη χώρα στις αγκάλες της Δεξιάς, είχα το θάρρος να διαχωρίσω τη θέση μου και να ενταχθώ στο ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα. Του «γιου του αγωγιάτη», όπως αναφέρεις, ίσως για να συμψηφίσεις τον «γιο του ταχυδρόμου». Μόνο που τον Τσοβόλα, αγαπητέ μου φίλε, δεν τόλμησε ποτέ να τον κατηγορήσει κανείς ούτε για ατασθαλίες, ούτε για οικονομικά σκάνδαλα. Δεν πλούτισε από την πολιτική, δεν απόκτησε κότερα και βίλες με πισίνες και δεν έκανε κόλλυβα την Ελλάδα να τη μοιράσει στους παπάδες.
Ακόμη και το «Τσοβόλα δώστα όλα», που κάνατε σημαία, γνωρίζεις πολύ καλά πως ήταν εντολή του Ανδρέα στον τότε υπουργό του να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες και να δώσει ψωμί στον λαό. Γιατί ο Ανδρέας, εκτός των άλλων, είχε και κοινωνική ευαισθησία.
«Για την υπόθεση Βατοπεδίου έχουμε πολιτικές ευθύνες», δήλωσε ο Μεϊμαράκης. «Ας ξυπνήσουν, αλλιώς ας φύγουν όσοι τυχόν βλέπουν ακόμη την κοινωνία πίσω από τα φιμέ τζάμια των λιμουζίνων τους», κραυγάζει ο Πουπάκης, ο αρχισυνδικαλιστής της ΔΑΚΕ. Και συνεχίζει, «με προκλητικούς μαμμωνάδες, Αθανασόπουλους, Αράπογλου και λοιπούς τραπεζίτες, γκόλντεν μπόις, πλατινένιους μάνατζερ και γιάπηδες των κολάρων, δεν αντιμετωπίζεται η κρίση». Οι δικοί σας τα λένε αυτά, αγαπητέ μου φίλε, και σίγουρα αυτοί κάτι παραπάνω θα γνωρίζουν. Στον Τατούλη, τον Πολύζο και τον Δαϊλάκη, που τη μια μέρα τον διαγράφατε και την επομένη τον εκλιπαρούσατε να επιστρέψει γιατί δεν έβγαιναν τα κουκιά, σε παραπέμπω. Στον Ρεγκούζα των τελωνείων, στον Τσιτουρίδη των ομολόγων, στον Μαγγίνα των αναψυκτηρίων, στον Βουλγαράκη και τον Ρουσόπουλο του Βατοπεδίου. Μόνο που ο τελευταίος αποτελούσε την ομιλούσα πηγή του βασιλιά και τώρα πάει…, στέρεψε.
Στο θέμα μας τώρα. Το παραμύθι τέλειωσε για χίλιους δυο λόγους λένε τα σημάδια. Κι αν θα παραλείψω σήμερα τους χίλιους, είναι για λόγους οικονομίας και μόνο. Τους άλλους δύο θα τους επαναλάβω όμως.
Του Έλληνα, φίλε μου, κάνε του ό,τι θέλεις. Υποσχέσου του, φούσκωσέ του τα μυαλά, φανάτισέ τον, δεν πρόκειται να σου κρατήσει κακία. Άλλωστε το παραμύθι το τραβάει η ψυχούλα του. Από αρχαιοτάτων χρόνων το τραβούσε. Τούτη η φυλή, το έθνος τούτο, πάνω στο παραμύθι στηρίχτηκε. Μ’ αυτό πέρασε τη σκλαβιά και μ’ αυτό μεγαλούργησε. Στο συμφέρον μην τον ρίξεις μόνο τον Έλληνα και μην του θίξεις το φιλότιμο, γιατί αγριεύει. Γίνεται κακός τότε, εκδικητικός, και αντιδρά σπασμωδικά. Κι αυτά ο ράθυμος βασιλιάς δεν τα σεβάστηκε. Κλεισμένος στο Κυβερνητικό Μέγαρο ή απομονωμένος στη γαλήνη της Ραφήνας, άφησε το καράβι ακυβέρνητο και τους υπουργούς και τους υποτακτικούς τους ασύδοτους ν’ αλωνίζουν. Αλλά αυτοί αποδείχτηκαν άπληστοι. Έφαγαν, έφαγαν, έφαγαν και μέσα στης κραιπάλης τους την παραζάλη είπαν να τα ’χουν καλά και με τον Θεό. Και σαν καταλληλότερο αντιπρόσωπό του βρήκαν έναν διαβολοκαλόγερο, τον Εφραίμ, που κόντεψε να πάρει και τα σώβρακα του ήδη ξεζουμισμένου λαουτζίκου.
Δώσε, του λέει ο Αλογοσκούφης, δώσε οι Οργανισμοί, κι οι δήμαρχοι ακόμη του λένε δώσε. Μόνο που δεν έχει πια να δώσει άλλα. Άφησε που ξύπνησε και το φιλότιμο μέσα του. «Ρε συ, αυτοί θα μας φάνε ζωντανούς», άρχισε να μουρμουρίζει δειλά ο ένας στον άλλο. Στο πρώτο σκάνδαλο ξαφνιάστηκαν, στο δεύτερο μούδιασαν, στο τρίτο πια είχαν συνηθίσει. Μόνο που η ιστορία με το Βατοπέδι ήταν διαφορετική. Πολλά τα λεφτά κι η πρόκληση ακόμη πιο μεγάλη. Με κεντρικό σχεδιασμό και άψογη εκτέλεση. Με υπουργούς, τέως και εν ενεργεία, μπλεγμένους. Με Νομικά Συμβούλια, Δημόσιους Εκτιμητές, δικηγόρους, συμβολαιογράφους και την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου σε ρόλο κατακτημένου Οργανισμού που τα παραδίδει όλα αμαχητί.
Μαθεύτηκε η ιστορία. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Την πήραν τα κανάλια και την έκαναν σήριαλ. Από το πρωί μέχρι το βράδυ άκουγαν έκπληκτοι οι υποτελείς αυτού του τόπου για λίμνες, παραλίμνιες εκτάσεις, οικόπεδα, μεζονέτες. Χώρια τα Ολυμπιακά Ακίνητα, τα δάση κι οι αρχαιολογικοί χώροι. Όλα με φιρμάνια και χρυσόβουλα αποκτημένα. Απ’ όλα είχε ο μπαχτσές. Από χορεύτριες οριεντάλ μέχρι απειλές, εκβιασμούς και χρήμα, μπόλικο χρήμα σε υπόγειες διαδρομές. Συθέμελα σείστηκε το σαθρό σύστημα που είχαν εγκαταστήσει με τις αποκαλύψεις αυτές. Το «σεμνά και ταπεινά» δεν περνούσε πια κι οι Ηρακλειδείς του στέμματος αποδείχτηκαν τζάμπα μάγκες που πάνω στην ανάγκη το έπαιζαν αγνές παρθένες.
Άργησε να το πάρει είδηση ο αλαζόνας βασιλιάς. Για την ακρίβεια κάτι πήγε να καταλάβει όταν είδε την αυλή του να κινδυνεύει. Καθυστερημένα αντέδρασε και προσπάθησε να τα μαζέψει. Έδιωξε για τα μάτια του κόσμου κάνα δυο υπουργούς, έστησε και μια Εξεταστική όχι για να ερευνήσει αλλά για να κουκουλώσει. Μόνο που στην Εξεταστική μετείχαν και κάτι κακά παιδιά που έκαναν φύλλο και φτερό όποιο δυστυχή μάρτυρα έπεφτε στα χέρια τους. Εκεί να έβλεπες ρεζιλίκι. Νομικοί Σύμβουλοι κατά Υπουργών. Υπουργοί κατά Συμβούλων. Τωρινοί κόντρα στους πρώην και πρώην κατά πάντων. Τι να σου κάνει κι ο Αρχιεισαγγελέας! Άνθρωπος είναι κι αυτός και πού να τα προλάβει όλα. Εντάξει. Μίλησε για παραπλανημένους υπουργούς, με το ζόρι έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή, μπλόκαρε και την όποια δικαστική συνδρομή, το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν φτωχό, απογοητευτικό.
119 μάρτυρες πέρασαν. Άλλοι εμφανίστηκαν σεμνοί, άλλοι έβγαλαν τα σώψυχά τους κι άλλοι, όπως ο Ρουσόπουλος κι ο Ψωμιάδης, το έριξαν στην τρελή. Πέρασε η προθεσμία που είχαν τάξει και κατέβασε άρον –άρον τα ρολά η Εξεταστική. Τα δύσκολα όμως αρχίζουν τώρα. Θα τολμήσουν να επιρρίψουν ευθύνες; Που η αναγνώριση ευθυνών σημαίνει Προανακριτική κι ο Πρωθυπουργός έχει μόνο 151 βουλευτές και δεν αντέχει να πάθει κανένα χουνέρι. Θα τα κουκουλώσουν; Και πώς; Που τους κράζουν κι οι δικοί τους ακόμη. Θα τα ρίξουν όλα στο ΠΑΣΟΚ; Στον Δρυ, ας πούμε, και τον Φωτιάδη; Κι οι άλλοι; Αυτοί που υπόγραφαν και παραχωρούσαν, υπόγραφαν και χάριζαν, υπόγραφαν κι αντάλλασσαν; Θα τη βγάλουν καθαρή; Θα ρισκάρουν να πουν άντε να τη βγάλουμε κουτσά στραβά μέχρι τον Ιούνιο που παραγράφονται τα αδικήματα κι ύστερα ποιος μας πιάνει;
Αυτά βλέπει ο λαός κι έχει σαλτάρει. Βλέπει και την ακρίβεια, χρονιάρες μέρες, νιώθει και την τσέπη του πανί με πανί κι όπου ανταμώσει δημοσκόπο του δίνει και καταλαβαίνει. Κι ο βαριεστημένος Πρωθυπουργός, σαν τη στρουθοκάμηλο, χώνει το κεφάλι του στην άμμο για να μην βλέπει και να μην ακούει. Εδώ το ερώτημα που προβάλλει είναι αμείλικτο. Πραγματικά αγνοεί τον κίνδυνο ή μας δουλεύει χοντρά και κάνει και τον χουβαρντά από πάνω με το επίδομα θέρμανσης; Με 100 ευρώ στους οικονομικά αδύνατους κι ένα ψευτοεπίδομα στους άνεργους θεωρεί πως θα κατασιγάσει τις αντιδράσεις και πάλι; Είναι ποτέ δυνατόν; Εδώ καίγεται η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, 300-400 κουκουλοφόροι τα ’καναν ρημαδιό στην Αθήνα και την κρίσιμη ώρα ο ισχυρός Πρωθυπουργός αποδείχτηκε στρουθοκάμηλος φοβισμένη.
Πάνω από 5 μονάδες βρίσκεται μπροστά το ΠΑΣΟΚ, λένε οι μετρήσεις. Μόνο που πρέπει να σοβαρευτούν κι αυτοί. Ν’ αφήσουν τα τρελά και ν’ αφουγκραστούν τον πόνο του κοσμάκη. Και προπάντων να μην ξεχνούν πως τα καμώματα του Σημίτη ήταν αυτά που μας φόρτωσαν τον Καραμανλή.
Είπα παραπάνω για χρονιάρες μέρες και θυμήθηκα πως πάει, πέρασαν και τα Νικολοβάρβαρα σεμνά και ταπεινά. Στην κυριολεξία αυτό. Πού τα παλιά γλέντια στα χωριά, οι παρέες από σπίτι σε σπίτι, τα χωρατά και τα φτωχά κεράσματα. Από την παραμονή του Άι Νικόλα άρχιζε τις ετοιμασίες η μάνα μου. Να κοσκινίσει τ’ αλεύρι, να καβουρντίσει το σησάμι κι ύστερα να στέσει στο τζάκι το τηγάνι για τους λουκουμάδες και τα ξεροτήγανα. Κι ύστερα να τα σοροπιάσει και να βάλει από πάνω το σησάμι και μπόλικη κανέλα. Μοσχομύριζε το σπίτι, ξερογλειφόμασταν εμείς, μα τη βολεύαμε με ένα δυο κομματάκια γιατί έπρεπε να μείνουν γεμάτες οι πιατέλες για τα κεράσματα της επόμενης μέρας.
Πέρασαν τα Νικολοβάρβαρα και πήραμε ν’ ανηφορίζουμε σιγά-σιγά για τα Χριστούγεννα. Ήδη έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους κάτι δεντράκια φωτεινά, διάκοσμοι και γιρλάντες. Στολίζουν τις βιτρίνες τους τα μαγαζιά και φορτώνουν τους πάγκους με κάθε λογίς καλούδια. Μόνο που για πολλούς απαγορεύονται κι αυτά. Φάτε μάτια ψάρια, δηλαδή, γιατί ό,τι εύγευστο, ό,τι όμορφο και καλό μάς το απαγορεύουν οι γιατροί κι οι παπάδες. Μη φάμε, μην πιούμε, μην γλεντήσουμε, γιατί μας περιμένουν εμφράγματα κι εγκεφαλικά και μας αναμένουν ορθάνοικτες οι πύλες της κόλασης. Πρέπει να χαρούμε όμως. Να φροντίσουμε να περάσουμε καλά με υγεία και ευτυχία. Κι επιτέλους, λίγη λογική δεν βλάπτει. Μακριά από φασαρίες, παιδιά, καταστροφές και προπάντων από άδικους και παράλογους σκοτωμούς.
Ετικέτες
ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008
Δολοφόνοι
Αυτή τη φορά σκότωσαν ένα παιδί. Αμούστακο. Που είχε την ατυχία να πέσει πάνω στον τσαμπουκά, τον ράμπο, τον «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;», τον «θα δεις τι θα σου κάνω».
Σκότωσαν ένα παιδί 15-16 χρονών. Κι εγώ τώρα αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω κάτι. Να ουρλιάξω, να καταδικάσω, να γράψω. Δεν μπορώ όμως γιατί με πνίγει η οργή. Αγανάκτηση με διακατέχει για τους ανίκανους που ψηφίσαμε και τους βάλαμε να μας κυβερνούν. Αυτούς που είπαν στον αστυνομικό «το κράτος είσαι εσύ». Κι αυτός το πήρε τοις μετρητοίς, τραβάει το κουμπούρι και ρίχνει στο ψαχνό.
Αυτό το κράτος της πλάκας κατάντησε επικίνδυνο. Δεν σκέφτεται πια, δεν σχεδιάζει, γνωρίζει μόνο να εκτελεί εν ψυχρώ. Ακόμη και παιδιά. Πρόοδος σου λέει ο άλλος. Το κράτος της «ζαρντινιέρας» μετεξελίχθηκε σε κράτος δολοφόνος. Ιδεών, ελευθεριών, απροστάτευτων νεαρών. Επειδή έτσι του γουστάρει. Επειδή έτσι του έμαθαν να κάνει.
Καίγονται δυο μέρες τώρα αρκετές πόλεις, μαζί και η Αθήνα. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Γιατί κάποιους ίσως τους βολεύει αυτό. Αποσπάται η προσοχή του κοινού και βγαίνουν από το κάδρο το Βατοπέδι, η οικονομική κρίση και η ακρίβεια. Διαφορετικά πώς να εξηγήσει κανείς την άνεση με την οποία 150-200 κουκουλοφόροι τρομοκρατούν, βάζουν φωτιές, καταστρέφουν αυτοκίνητα, τράπεζες και μαγαζιά, λεηλατούν. Οι γνωστοί-άγνωστοι επί το έργον με ορμητήρια το Πολυτεχνείο, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, το Πάντειο. Η αστυνομία παρατηρητής εκ του μακρόθεν και η κυβέρνηση στα κανάλια σε ρόλο συγγενούς τεθλιμμένου.
«Βρε, δεν πάτε στον αγύριστο», λέω εγώ! Που εκτός από ανίκανοι και κλέφτες, μού προκύψατε και δολοφόνοι. Ηθικοί αυτουργοί, έστω.
Σκότωσαν ένα παιδί 15-16 χρονών. Κι εγώ τώρα αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω κάτι. Να ουρλιάξω, να καταδικάσω, να γράψω. Δεν μπορώ όμως γιατί με πνίγει η οργή. Αγανάκτηση με διακατέχει για τους ανίκανους που ψηφίσαμε και τους βάλαμε να μας κυβερνούν. Αυτούς που είπαν στον αστυνομικό «το κράτος είσαι εσύ». Κι αυτός το πήρε τοις μετρητοίς, τραβάει το κουμπούρι και ρίχνει στο ψαχνό.
Αυτό το κράτος της πλάκας κατάντησε επικίνδυνο. Δεν σκέφτεται πια, δεν σχεδιάζει, γνωρίζει μόνο να εκτελεί εν ψυχρώ. Ακόμη και παιδιά. Πρόοδος σου λέει ο άλλος. Το κράτος της «ζαρντινιέρας» μετεξελίχθηκε σε κράτος δολοφόνος. Ιδεών, ελευθεριών, απροστάτευτων νεαρών. Επειδή έτσι του γουστάρει. Επειδή έτσι του έμαθαν να κάνει.
Καίγονται δυο μέρες τώρα αρκετές πόλεις, μαζί και η Αθήνα. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Γιατί κάποιους ίσως τους βολεύει αυτό. Αποσπάται η προσοχή του κοινού και βγαίνουν από το κάδρο το Βατοπέδι, η οικονομική κρίση και η ακρίβεια. Διαφορετικά πώς να εξηγήσει κανείς την άνεση με την οποία 150-200 κουκουλοφόροι τρομοκρατούν, βάζουν φωτιές, καταστρέφουν αυτοκίνητα, τράπεζες και μαγαζιά, λεηλατούν. Οι γνωστοί-άγνωστοι επί το έργον με ορμητήρια το Πολυτεχνείο, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, το Πάντειο. Η αστυνομία παρατηρητής εκ του μακρόθεν και η κυβέρνηση στα κανάλια σε ρόλο συγγενούς τεθλιμμένου.
«Βρε, δεν πάτε στον αγύριστο», λέω εγώ! Που εκτός από ανίκανοι και κλέφτες, μού προκύψατε και δολοφόνοι. Ηθικοί αυτουργοί, έστω.
Ετικέτες
ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)