Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Μεσάνυχτα και κάτι

Ο ψηλός πενηνταπεντάρης άντρας με την καλοχτισμένη κορμοστασιά και το όμορφο παρουσιαστικό προχώρησε με βήμα βιαστικό κι ανυπόμονο στη μεγάλη αίθουσα του αεροδρομίου «Μακεδονία». Μόλις πάτησε το πόδι του στο εσωτερικό της σήκωσε το χέρι του και χωρίς να πει λέξη ή να κοιτάξει πίσω του έκανε ένα νεύμα στο τσούρμο που τον ακολουθούσε δίνοντάς του μ’ αυτό τον τρόπο εντολή ν’ απομακρυνθεί. Πειθήνια αυτό υπάκουσε, έκανε μεταβολή, διασκορπίστηκε και χάθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο ίδιος συνέχισε να περπατά με το ίδιο βιαστικό, μάλλον ασταθές, βήμα, μάτι γυάλινο και βλέμμα απλανές.
Η κίνηση στο αεροδρόμιο ήταν αραιή κι ακανόνιστη, όπως κι οι χτύποι της καρδιάς του, εκείνο το ζεστό μεσημέρι της Κυριακής 16 του Σεπτέμβρη. Οι λίγοι ταξιδιώτες που έτυχε να βρίσκονται εκεί, μόλις τον αντιλήφθηκαν, έτρεξαν προς το μέρος του με απλωμένο το δεξί τους χέρι, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι από ενθουσιασμό για τη σπάνια κι απρόσμενη ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν, να έρθουν δηλαδή πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγάλο αφεντικό της Τhasok International.
Ο Μικρογιώργος σταμάτησε απότομα κι άρχισε ν’ ανταποκρίνεται ασυναίσθητα, μοιράζοντας χειραψίες στο άγνωστο πλήθος με την ίδια αφηρημάδα κι ένα παγωμένο χαμόγελο καρφιτσωμένο στο καλοσυνάτο, κατά τα άλλα, πρόσωπό του κι η ματιά του, ανήσυχη, διαπερνούσε τις ανθρώπινες φιγούρες που τον περιτριγύριζαν σαν κάτι να έψαχνε απεγνωσμένα.
Η σημερινή, ήταν η μεγάλη του μέρα, αυτή που χρόνια ονειρευόταν. Η εταιρεία του, η Thasok International, έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, πίστευε πως είχε μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει την αναμέτρηση και ν’ αναδειχτεί στη μεγαλύτερη, την ισχυρότερη, την κυρίαρχη της χώρας, κόντρα στη Νova Republica, του χοντρομπαλά Μικροκώστα. Ήταν τόσο βέβαιος πως θα νικήσει όσο κι αν τον έβαζες να στοιχηματίσει πως θα έκανε τη συνηθισμένη του διαδρομή, αυτή των δέκα χιλιομέτρων με ποδήλατο, χωρίς να κουραστεί. Επιπλέον το επιθυμούσε τόσο πολύ, είχε επενδύσει τα πάντα σ’ αυτή τη μάχη, που οτιδήποτε άλλο εκτός από τη νίκη δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί. Όμως…, όμως ένα παράξενο συναίσθημα που του προκαλούσε υπερδιέγερση, τον έκανε ν’ ανησυχεί και να φοβάται. Δεν μπορούσε να το συγκεκριμενοποιήσει ούτε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήταν αυτό, όμως αυτός ο φόβος ήταν που τον έκανε να συμπεριφέρεται έτσι περίεργα.
Οι θολές φιγούρες ερχόντουσαν κατά πάνω του από παντού. Από μπροστά, από πίσω του, από δεξιά κι αριστερά του. Μόλις τον έφταναν τον χαιρετούσαν, τον άγγιζαν, άλλοι του φώναζαν κιόλας κάτι σαν «Μικρογιώργο, προχώρα, άλλαξέ τα όλα», αντιλαμβανόντουσαν όμως αμέσως τη σαστιμάρα, το τυπικό φέρσιμο και το αφηρημένο του χαμόγελο κι απομακρυνόντουσαν από κοντά του στη στιγμή. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε τελειώσει η όλη διαδικασία, είχαν φύγει όλοι τους κι απόμεινε μόνος στην απέραντη αίθουσα. Και τότε, από το βάθος, ξεχώρισε ολοκάθαρα τον ακατέργαστο όγκο του Μπένι, του υπαρχηγού του, που ερχόταν φουριόζος με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος του. Ένα σύγκρυο τον διαπέρασε. Αισθάνθηκε να παγώνει ολόκληρος ξαφνικά, λες και τα μηχανήματα της καλά κλιματιζόμενης αίθουσας είχαν τρελαθεί κι έστελναν τη Σιβηρία μέσα, κι ύστερα, το ίδιο ξαφνικά πάλι, ένιωσε να ιδρώνει και να καίγεται, λες κι ένας λίβας καυτός και ξερός, όπως αυτός της ερήμου, τον είχε περιλούσει. Ανατρίχιασε. Οι τρίχες σηκώθηκαν ολόρθες στα μπράτσα, τον σβέρκο και τη ραχοκοκαλιά του, ο ιδρώτας στέγνωσε πάνω του στη στιγμή κι η παγωνιά που επανήλθε δριμύτερη τον έκανε να τρέμει, μένοντας καρφωμένος στο ίδιο σημείο και με το μηχανικό χαμόγελο να έχει παγώσει κυριολεκτικά και να έχει μείνει σαν απολιθωμένο στο πρόσωπό του. Με μούμια έμοιαζε, ίσως, εκείνη τη στιγμή ή μάλλον σαν ένα από τα κέρινα ομοιώματα της Madame Tussauds, αν ο κατασκευαστής του είχε φαντασία την ώρα που το έφτιαχνε.
Κατά βάθος την ήθελε αυτή τη συνάντηση με το μοιραίο. Την επεδίωκε με την ίδια ακριβώς ένταση που και μόνο η ιδέα τον απωθούσε και τον φόβιζε. Δεν γινόταν όμως διαφορετικά κι ούτε μπορούσε να την αναβάλει επ’ αόριστον. «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει να τελειώνουμε», σκέφτηκε. Άλλωστε σήμερα ήταν η μεγάλη μέρα, αυτή που θα καθόριζε την παραπέρα πορεία, τόσο τη δική του όσο και της εταιρείας που ήταν επικεφαλής.
Το μυαλό του είχε σταματήσει να λειτουργεί κι η ματιά του είχε αιχμαλωτιστεί από τη θηριώδη φιγούρα του άντρα που όλο και τον πλησίαζε. Με ολοστρόγγυλο πρόσωπο και μάτια γουρλωμένα που γυάλιζαν, ύστερα από μια αιωνιότητα, τόσο μεγάλο του φάνηκε το διάστημα της αναμονής που στην πραγματικότητα ήταν κάποια δευτερόλεπτα, ο Μπένι ήρθε και στάθηκε μπροστά του τείνοντάς του το χέρι. Ο Μικρογιώργος ανταποκρίθηκε ενστικτώδικα στο κάλεσμα κι άπλωσε ένα αφύσικα ασθενικό χέρι σ’ ένα χαιρετισμό άτονο και άψυχο. Ο Μπένι το βούτηξε και το εξαφάνισε στο τεράστιο δικό του, σφίγγοντάς το με δύναμη την ώρα που του έλεγε «Γεια σου, Μικρογιώργο, τι νέα;»
«Καλά, πολύ καλά», κατάφερε κι απάντησε και, λες και πήρε δύναμη από τα ίδια του τα λόγια, συνέχισε: «Άκουσε, Μπένι, θέλω να γνωρίζεις πως μετά από τη σημερινή μας νίκη σε θέλω κοντά μου. Πρόθεση μου είναι, από σήμερα κιόλας, να έχεις μια διακριτή θέση στην εταιρεία. Εσένα ποια είναι η άποψή σου επ’ αυτού;»
Κάτι στον τόνο της φωνής του έδινε στον συνομιλητή του να καταλάβει πως δεν ήταν και πολύ σίγουρος για τα λεγόμενά του, γι’ αυτό κι η ερώτηση του Μπένι που ήρθε ξερά κι απότομα δεν ξάφνιασε.
«Κι αν χάσεις;»
«Κι αυτό το σενάριο, παρότι απίθανο, πρέπει να εξεταστεί. Αν, παρ’ ελπίδα, χάσω, τι σκέφτεσαι στ’ αλήθεια να κάνεις; Θα εξακολουθήσεις να με στηρίζεις ή…;»
«Θα είμαι παρών», έφτασε στ’ αυτιά του η απάντηση κι αυτόματα, με την ευλυγισία πάνθηρα, αδικαιολόγητη για άνθρωπο με τον σωματότυπό του, ο Μπένι πήρε τον όγκο του κι εξαφανίστηκε.
«Τι ήθελε να πει με αυτό το θα είμαι παρών;» αναρωτήθηκε σιγανά ο Μικρογιώργος μόλις ξανάμεινε μόνος. Ήταν μια δήλωση αμφίσημη που μπορεί να σήμαινε πως ο Μπένι θα ήταν δίπλα του, αρωγός στις δύσκολες ώρες που σίγουρα θ’ ακολουθούσαν, μπορεί όμως και να εννοούσε πως θα ήταν αυτός που θα του έμπηγε, όσο πιο βαθιά γινόταν, το μαχαίρι. Θύμωσε σ’ αυτή τη σκέψη και, «δεν θα προλάβεις, χοντρέ», του ξέφυγε πιο δυνατά τώρα, «αφού εγώ θα είμαι ο νικητής και το βράδυ, το υπερφίαλο της συμπεριφοράς σου θα κατασταλεί κι ο πάνθηρας που παρουσίαζες τώρα τελευταία θα μεταμορφωθεί ξανά σε σκυλάκι άκακο που θα μου γλείφει τα παπούτσια».
Ένα χαμόγελο, χαιρέκακο αυτή τη φορά, σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, ανέκτησε το μειλίχιο, μελιστάλαχτο, ύφος του και με τη σιγουριά και τον αέρα στιβαρού ηγέτη προχώρησε προς την αίθουσα VIP. Έδωσε το χέρι του στην όμορφη αεροσυνοδό που τον περίμενε και την άφησε να τον οδηγήσει στο εσωτερικό.
***
Από νωρίς είχαν φανεί τα σημάδια πως η μέρα που ξημέρωνε δεν θα είχε την ευτυχή κατάληξη που τόσο επιθυμούσε. Η ανατολή του ηλίου στις 6.07 ακριβώς τον είχε βρει καθισμένο στην ανατολική βεράντα του σπιτιού του, στο Καστρί, ντυμένο με τ’ αθλητικά του κι έτοιμο για το πρωινό του τζόκινγκ. Τελικά δεν τα είχε καταφέρει να κοιμηθεί για άλλη μια νύχτα. Μόλις αποσύρθηκαν οι άλλοι στα δωμάτια τους, αντί να πάει κι αυτός στο δικό του και να χωθεί στην αγκαλιά της γυναικούλας του, είχε προτιμήσει τον ξενώνα. Εκεί άνοιξε από συνήθεια τον προσωπικό του υπολογιστή κι άρχισε να σερφάρει στο internet. Πρώτα ενημερώθηκε για τη διεθνή κατάσταση, ο Σαρκοζί είχε επιλέξει τη σύγκρουση με όλους και με όλα προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά του ενώ παράλληλα συνέχιζε ν’ απογυμνώνει τους ανταγωνιστές αποσπώντας τα ικανότερα στελέχη τους, στο Ιράκ η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια – βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, νεκροί και τραυματίες αμέτρητοι – η Χίλαρι όλο και διεύρυνε την απόσταση που τη χώριζε από τον Ομπάμα, ο Αχμαντινετζάντ, κάτω στο Ιράν, απειλούσε θεούς και δαίμονες κι η εύθραυστη εκεχειρία στη Μέση Ανατολή δοκιμαζόταν για μια ακόμη φορά.
Έριξε μια βιαστική ματιά στις οικονομικές ειδήσεις κι αμέσως μετά άρχισε να μελετά γκάλοπ και κυλιόμενες δημοσκοπήσεις. Η Νova Republica εξακολουθούσε να προηγείται σταθερά, γύρω στις 3,5 μονάδες, της δικής του εταιρείας. Αυτό κι αν δεν μπορούσε να το χωνέψει! Εντελώς αδιανόητο του φαινόταν. Τόσο αυτό καθαυτό το προϊόν που λανσάριζε η εταιρεία του, όσο και το αμπαλάζ και το σέρβις, ήταν σαφώς καλύτερα της αντίπαλης εταιρείας, άφησε που κάποιοι από το άλλο μαγαζί είχαν μπερδευτεί σε ενέργειες δόλιες, σκάνδαλα και ρεμούλες, κι είχε βγει και τους είχε καταγγείλει δημόσια. Βέβαια κι η εταιρεία του είχε τα προβλήματά της, διαγκωνισμούς, πολυφωνίες και τέτοια, και το τελευταίο διάστημα κάποιες από τις ενέργειες των υψηλόβαθμων στελεχών του δεν του καλάρεσαν και τον είχαν προβληματίσει. Παρόλα αυτά είχε εμπιστοσύνη στους καταναλωτές και πίστευε βαθιά μέσα του πως, έστω την τελευταία στιγμή, θα γινόταν κάτι που θα τους έκανε να δείξουν ξεκάθαρα την προτίμησή τους στην εταιρεία του. Ήταν τόση η δύναμη της επιθυμίας του που τελικά πίστεψε πως θα γινόταν πραγματικότητα γι’ αυτό και παράτησε ανοιχτό τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο και προχώρησε θαρρετά προς την ευρύχωρη βεράντα.
Την ώρα που άνοιγε την μπαλκονόπορτα ένα νυχτοπούλι ακούστηκε να σκούζει κάτω στον κήπο κι αυτό το απαίσιο κρώξιμο τον αναστάτωσε. Σε θάνατο παρέπεμπε. Ναι, αλλά αυτός αγωνιζόταν για την επικράτηση της εταιρείας του, δεν έδινε δα και μάχη ζωής ή θανάτου! Κάπως τον παρηγόρησε αυτή η ιδέα, παρόλα αυτά όμως η ανησυχία ήρθε και φώλιασε βαθιά μέσα του. Αυτή η αβεβαιότητα που τον κατάτρωγε κι ο φόβος πως κάτι κακό θα συμβεί, χωρίς να ξέρει μάλιστα το πότε ακριβώς και τι συνέπειες θα είχε, τον έκανε να κοιτάξει ανήσυχος το ρολόι του. Η ώρα ήταν 5.59 και 29 δευτερόλεπτα, και 30, και 31… Τι σημασία είχε ο χρόνος που έφευγε; Ίσα ίσα που θεωρούσε πως τον έφερνε όλο και πιο κοντά, βασανιστικά κοντά, στο αναπόφευκτο.
Με μια αποφασιστική κίνηση, στην προσπάθειά του ν’ αλλάξει παραστάσεις και διάθεση, άφησε τη βεράντα, μπήκε μέσα και σε χρόνο μηδέν έφτασε στο γυμναστήριο του σπιτιού του. Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε φόρμα, αθλητικά παπούτσια και πήρε την αντίθετη διαδρομή. Έφτασε ξανά στην ανατολική βεράντα την ώρα που το ρολόι έδειχνε 6.06 ακριβώς. Ξημέρωνε Κυριακή 16 του Σεπτέμβρη κι η Εκκλησία μας, λέει, γιόρταζε ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ. Δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό, όμως ο σταυρός που είχε μπροστά και τα κεφαλαία γράμματα παρέπεμπαν σε μεγάλη γιορτή. «Μετά την ύψωση τι;» αναρωτήθηκε. Προφανώς η Εκκλησία αναφερόταν στον Τίμιο Σταυρό χωρίς όμως να μπαίνει στον κόπο να επεξηγεί ή να δίνει με κάποιον τρόπο την ερμηνεία. Μετά την ύψωση του Σταυρού, ακολουθούσε πόνος και μαρτύριο, ας πούμε, ή λύτρωση;
Με τις σκέψεις ανάκατες η ματιά του έπεσε στην ανατολή. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να προβάλλει και σκόρπιζε πλήθος χρωμάτων και ματωμένες αχτίνες παντού που, παράδοξο, αισθάνθηκε να τον διαπερνούν. Αναστατώθηκε σε σημείο πανικού, σχεδόν. Τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια; Θα έμενε εκεί άπρακτος να κλαίει τη μοίρα του ή θα το αποφάσιζε επιτέλους ν’ ασχοληθεί με κάτι πιο ευχάριστο; Προτίμησε το δεύτερο κι έτσι βρέθηκε στον κήπο για την πρωινή του γυμναστική. Γρήγορα διαπίστωσε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Η επαφή με τη φύση τον αναζωογόνησε σε σημείο τέτοιο που ανέκτησε δυνάμεις και τονώθηκε η αυτοπεποίθησή του. Όλα του φαινόντουσαν πιο εύκολα τώρα. Γύρισε στο σπίτι, ετοιμάστηκε, πέταξε για Θεσσαλονίκη, έκανε επαφές, είδε ανθρώπους, εισέπραξε χειροκροτήματα και το μεσημέρι πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
«Θα είμαι παρών», του είχε δηλώσει ο Μπένι κατά τη διάρκεια εκείνης της δραματικής συνάντησης στο αεροδρόμιο, με ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Επέστρεψε στο σπίτι του προβληματισμένος και, παρά τις προσπάθειες που είχε καταβάλει, κακόκεφος. Αρνήθηκε την ενημέρωση που σκόπευαν να του κάνουν οι συνεργάτες του από την εταιρεία κι έμεινε να χαλαρώνει κλεισμένος στο γραφείο του μέχρι τις επτά παρά ένα το απόγευμα. Τότε και μόνο τότε άνοιξε την τηλεόραση. Ήδη τα κανάλια μετέδιδαν τα πρώτα exit polls από τη μεγάλη ψηφοφορία που διεξαγόταν από το πρωί σ’ ολόκληρη τη χώρα και που από τα αποτελέσματά της θα κρινόντουσαν όλα. Πανωλεθρία! Συντριβή! Η Νova Republica νικούσε κατά κράτος τη δική του εταιρεία. Άλλαξε κανάλι κι έπεσε πάνω σε ίδια περίπου προγνωστικά. Άκουσε σχολιασμούς, αλλά, δυστυχώς γι’ αυτόν, οι αναλυτές συμφωνούσαν όλοι πως η εταιρεία του βρισκόταν στη δεύτερη θέση και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτήν του χοντρομπαλά Μικροκώστα.
Το απευκταίο είχε επέλθει. Κάτι έπρεπε να κάνει. Με κάποιον τρόπο έπρεπε ν’ αντιδράσει. Πετάχτηκε όρθιος, ίσιωσε τη γραβάτα του και βγήκε αγέρωχος στο μεγάλο καθιστικό, εκεί που οι επιτελείς του καθόντουσαν σαν τις θλιμμένες χήρες. «Πάμε γρήγορα στα κεντρικά. Τίποτα δεν χάθηκε ακόμη», τους πέταξε για να τους ενθαρρύνει και προχώρησε αποφασιστικά. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αμίλητοι.
Τα κεντρικά της Τhasok International στη Χαριλάου Τρικούπη ήταν έρημα και σκοτεινά. Πού τα μεγαλεία παλιότερων καιρών! Ούτε δάσος από σημαίες ούτε πλήθος αμέτρητο ούτε κλακαδόροι και συνθήματα ατέλειωτα. Τώρα ο δρόμος μπροστά από τα γραφεία ήταν άδειος, στελέχη κι υπάλληλοι κατηφείς, βουβαμάρα στους χώρους. Κάποια μεσαία στελέχη σκυμμένα πάνω από υπολογιστές σχολίαζαν χαμηλόφωνα.
«Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει, αφεντικό», έσπευσε να τον πληροφορήσει ένας κλητήρας κι όπως τον έβλεπε να κατευθύνεται προς το γραφείο του αμίλητος, «σε περιμένουν», συνέχισε.
«Θα είμαι στο γραφείο μου. Θα σας ενημερώσω εγώ για το τι πρέπει να γίνει όταν έλθει η ώρα. Μέχρι τότε όμως δεν θέλω να με ενοχλήσει κανείς. Κατάλαβες;» κατάφερε και του απάντησε κοφτά κι απότομα.
Ο κλητήρας τον κοίταξε παραξενεμένος μιας και δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιμετώπιση κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του γνέφοντας καταφατικά. «Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες», σχολίασε μόλις χάθηκε από το οπτικό του πεδίο.
Ο Μικρογιώργος όρμησε στην κυριολεξία στο γραφείο του, βροντώντας πίσω του την πόρτα, κι έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα του. Σήκωσε τ’ ακουστικό του προσωπικού του τηλεφώνου, σχημάτισε έναν αριθμό, κάτι ρώτησε, πήρε την απάντηση, διέκοψε απότομα τη σύνδεση κι επανέλαβε αρκετές φορές την ίδια διαδικασία. Καταστροφή! Οι αντιπρόσωποι των επαρχιών ήταν ανήσυχοι. Του επιβεβαίωναν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το αποτέλεσμα και τον ενημέρωναν για το κλίμα που είχε ήδη διαμορφωθεί. Παντού επικρατούσε θλίψη και κατήφεια μαζί με αγωνία για τα επακόλουθα της ήττας, του έλεγαν. Κάποιοι μάλιστα του ανέφεραν εμπιστευτικά πως ο Μπένι, ο υπαρχηγός του, τον κατηγορούσε ανοικτά για ανεπάρκεια κι ανικανότητα, έριχνε πάνω του όλο το φταίξιμο και ζητούσε εδώ και τώρα την καθαίρεσή του από τη θέση του μεγάλου αφεντικού. «Πότε πρόλαβε;» αναρωτήθηκε, αλλά τη σκέψη του διέκοψαν οι φωνές κι οι διαπληκτισμοί έξω από το γραφείο του. Ήταν σίγουρο πως κάποιοι καβγάδιζαν εκεί απέξω. Την ώρα που προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, όρμησε στο γραφείο του ο υπεύθυνος της προσωπικής του ασφάλειας. «Ο Μπένι, αφεντικό, ο Μπένι», ψέλλιζε πανικόβλητος.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ψυχρός κι ανέκφραστος σαν Άγγλος Λόρδος.
«Ο Μπένι απειλεί να μπει στο γραφείο σου και να σε πετάξει έξω αμέσως τώρα».
«Συγκρατήστε τον. Δώστε μου δέκα λεπτά μονάχα να συγκεντρωθώ και θα σας ανακοινώσω εγώ ο ίδιος τις αποφάσεις μου».
«Μην τον αφήσεις, αφεντικό, μην του κάνεις το χατίρι. Έχει εξαγριωθεί. Κάνει σαν να τον έχουν αμολήσει μόλις», τον άκουσε να λέει την ώρα που έβγαινε από το γραφείο.
Ο Μικρογιώργος κάθισε στην πολυθρόνα του ψύχραιμος, με όση ψυχραιμία μπορεί να διαθέτει ο άνθρωπος που, πριν αυτοκτονήσει, γράφει σημείωμα κι επεξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτή του την πράξη και σημειώνει μάλιστα και τις τελευταίες του επιθυμίες. Ξεχώρισε μια κόλλα χαρτί, πήρε τον στυλογράφο του κι άρχισε να γράφει: «Συνάδελφοι και φίλοι, σύντροφοι στον αγώνα για την επέκταση της εταιρείας μας. Μετά το σημερινό αρνητικό αποτέλεσμα δεν μου απομένει τίποτα άλλο από το να αναλάβω εξ’ ολοκλήρου την ευθύνη της ήττας και να παραιτηθώ από τη θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου».
Η σκέψη του έτρεχε πιο γρήγορα από το χέρι του και δεν προλάβαινε ν’ αποτυπώνει στο χαρτί το σύνολο των δεδομένων που πλημμύριζαν με ταχύτητα αστραπής τον εγκέφαλό του. Δεν είχε ανάγκη αυτή την ώρα ούτε τους εξειδικευμένους γραμματικούς ούτε τους συμβούλους που ήταν επιφορτισμένοι με τη συγγραφή των λόγων και των ανακοινώσεων που κατά καιρούς ήταν υποχρεωμένος να εκφωνεί ή να δίνει στη δημοσιότητα. Μόλις όμως σχηματίστηκαν στο χαρτί οι λέξεις « να παραιτηθώ», το χέρι του κοκάλωσε κι η ματιά του έπεσε στο πορτρέτο του πατέρα του, του ιδρυτή και ισόβιου Προέδρου της εταιρείας. «Αχ, βρε πατέρα», μονολόγησε, «ποιος το περίμενε πως θα έφτανε τόσο γρήγορα αυτή η στιγμή!»
«Ποιος σου ζήτησε να το κάνεις; Μόνο οι δειλοί τα παρατούν στην πρώτη δυσκολία. Ξέχασες τι πέρασα εγώ; Αλλά ποιος γιος καταλαβαίνει τον γονιό του, μου λες; Άκου να παραιτηθεί!»
Αν είναι ποτέ δυνατόν! Το πορτρέτο του πατέρα του, του Γενάρχη, ήταν αυτό που του μιλούσε με τη γνωστή χαρακτηριστική φωνή που ξεσήκωνε τα πλήθη και τα έκανε να παραληρούν. Κι όχι απλά του μιλούσε αλλά τον έκρινε για την απόφαση που μόλις είχε πάρει. Τον καλούσε μάλιστα να θυμηθεί τα δικά του. Ο Μικρογιώργος ακούμπησε τον στυλογράφο στο χαρτί, έτριψε πρώτα τα μάτια του και με τα δυο του χέρια και μετά τα επικέντρωσε στο πορτρέτο. Ένωσε τον αντίχειρα με τον δείκτη του αριστερού του χεριού και τσίμπησε το δεξί. Σίγουρα ήταν ξυπνητός αφού αισθάνθηκε το τσίμπημα. Όμως αυτό που έβλεπε μπροστά του, αν δεν ήταν όνειρο, που δεν ήταν, σίγουρα ήταν κάτι το υπερφυσικό κι ανεξήγητο και θα έπρεπε να το αναφέρει το συντομότερο στον Χαρδαβέλλα. Ο Γενάρχης, ολοζώντανος, με ύφος επιτιμητικό, κρατούσε στο ένα του χέρι το τσιμπούκι και με το άλλο χειρονομούσε επικρίνοντάς τον και θυμίζοντάς του την καταγωγή, τη θέση και το χρέος του.
***
Δεκαπέντε χρονών ήταν ο Μικρογιώργος την εποχή που μια συμμορία βαριά οπλισμένων ληστών είχαν εισβάλει στη μεγάλη εταιρεία που διατηρούσε ο παππούς του, ο πατέρας του Γενάρχη. Δεν έφτανε που τα είχαν κάνει ρημαδιό, δεν αρκούσε που είχαν οικειοποιηθεί παράνομα το βιος και τους κόπους μιας ζωής, είχαν επιτεθεί και στο σπίτι κι είχαν πιάσει ομήρους τόσο το γέρο παππού όσο και τον Γενάρχη. Πέρασαν μέρες βασανιστικές και μήνες εφιαλτικοί αφού κανείς από την υπόλοιπη οικογένεια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν οι δικοί τους ζούσαν φυλακισμένοι έστω ή αν είχαν θανατωθεί βίαια. Και βέβαια για την εταιρεία ούτε λόγος. Αυτή, μαζί με τις ανταγωνιστικές, είχε περάσει οριστικά και αμετάκλητα στον έλεγχο των αδίσταχτων ληστών που τις είχαν συνενώσει κι είχαν φτιάξει μία που είχε το μονοπώλιο και εκμεταλλευόταν ολόκληρη τη χώρα. Τι κι αν φώναζαν οι ξένοι προμηθευτές, τι κι αν διαμαρτυρόντουσαν, τι κι αν απειλούσαν! Οι αγράμματοι ληστές δεν χαμπάριζαν από τέτοια. Το μόνο, ας πούμε, παρήγορο στην ιστορία ήταν πως, ύστερα από μήνες πολλούς, άφησαν ελεύθερο τον Γενάρχη, με τον όρο να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα. Έτσι βρέθηκε η οικογένεια στα ξένα αφήνοντας πίσω της μόνο κι αβοήθητο τον γέρο παππού.
Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν με την οικογένεια να περιπλανιέται σε διάφορες χώρες του εξωτερικού μέχρι που οι ανίδεοι ληστές, στην προσπάθειά τους να πουλήσουν δια της βίας το εμπόρευμα στους νέους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο που αντιστάθηκαν πεισματικά. Οι νέοι ζητούσαν ποιοτικότερο εμπόρευμα κι ελεύθερο ανταγωνισμό κι οι παρανοϊκοί ληστές αντί να έλθουν σε κάποιου είδους συνδιαλλαγή μαζί τους, έκαναν χρήση των όπλων τους με τραγικά αποτελέσματα. Σκότωσαν και σακάτεψαν νέα παιδιά, φυλάκισαν πολύ περισσότερα κι αλυσόδεσαν ακόμη πιο σφιχτά τη χώρα. Η συμπεριφορά τους αυτή εξαγρίωσε τον κόσμο κι ατσάλωσε το ηθικό του. Στην ουσία αυτή ήταν η αρχή του τέλους τους. Σε λίγους μήνες βάρεσαν κανόνι και τα κατάφεραν να βρεθούν κλεισμένοι πίσω από τα κάγκελα. Τώρα πια ο δρόμος ήταν ανοικτός κι η απόφαση για επιστροφή, παρά τις δυσκολίες, άμεση.
Στην πατρίδα ο Γενάρχης δεν είχε τίποτα. Ούτε εταιρεία ούτε περιουσία. Ακόμη κι ο γέρο παππούς είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια. Ο Γενάρχης όμως είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, πίστη στην εταιρεία κι αγάπη για τον τόπο και τους καταναλωτές, όπως ακριβώς νοιάζεται ο καλός επιχειρηματίας για τους πελάτες του. Γι’ αυτό πήρε θάρρος και μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα κι αντίκρισε όλο αυτό το πλήθος με το μέγα πάθος που είχε κατακλύσει το αεροδρόμιο για να τον υποδεχτεί και να τον επευφημήσει, η επιθυμία του να τους υπηρετήσει γιγαντώθηκε.
«Γενάρχη, κουνήσου, οι νέοι είναι μαζί σου», ήταν μόνο ένα από τα συνθήματα που δονούσαν τον χώρο κι έκαναν τον Γενάρχη να χαίρεται σαν μικρό παιδί.
Έτσι κι αλλιώς αυτός το είχε αποφασίσει. Απλά πήρε περισσότερη δύναμη και κουράγιο από όλον αυτό τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, του συμπαραστεκόταν και τον αποθέωνε. Την άλλη μέρα το πρωί δεν πήγε στα γραφεία της, διαλυμένης πια, εταιρείας που κάποιοι είχαν προσπαθήσει να ξαναστήσουν και τον περίμεναν πως και πως για ν’ αναλάβει την προεδρία και να την οδηγήσει ξανά στη θέση που της άξιζε. Το πάθημα, του είχε γίνει μάθημα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να τους ειδοποιήσει πως δεν θα πάει. Αντίθετα έμεινε στο σπίτι του, κατέστρωνε σχέδια κι επικοινωνούσε με ανθρώπους της αγοράς και στελέχη της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Το νέο του εγχείρημα χρειαζόταν μελέτη, οργάνωση άψογη κι αμέτρητο ψυχικό σθένος. Σε λίγες μέρες το σχέδιο ήταν έτοιμο. Θα έφτιαχνε μόνος του μια καινούρια εταιρεία στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, στην αγάπη των καταναλωτών και στους λίγους έμπιστους που τον είχαν πλαισιώσει. Η νέα προσπάθεια έμοιαζε τρομαχτικά δύσκολο να επιτύχει κι αυτό γιατί ήδη είχαν ανοίξει τέσσερα πέντε ομοειδή μαγαζιά και τη μεγάλη, τη μονοπωλιακή εταιρεία, αυτήν που κυριαρχούσε στην αγορά, την είχε αρπάξει στο τσακ ο Καρακώστας, ο πανούργος παλιός αντίπαλος του γέρο παππού.
Το γεγονός ότι όλες οι εταιρείες απευθυνόντουσαν στο ίδιο περίπου καταναλωτικό κοινό με τα ίδια προϊόντα, μάλλον δυσκόλευε την κατάσταση. Ιδέες φανταχτερές εμπορευόντουσαν όλοι, οράματα παχιά, φούσκες, φούμαρα, φύκια πολύχρωμα και κορδέλες γυαλιστερές που ήθελαν να τις λανσάρουν για μεταξωτές. Το περιτύλιγμα διέφερε μόνο και το πλασάρισμα. Κι όταν ο Γενάρχης σκέφτηκε να βγει να τα βάλει με τους μεγάλους ξένους προμηθευτές έγινε ο μεγάλος χαμός. Για συνδικάτα που εκμεταλλεύονται τον κόσμο μίλησε, κατάγγειλε τα μονοπώλια και τις εξαρτήσεις κι ευαγγελιζόταν ένα αύριο διαφορετικό που θα στηριζόταν στις δυνάμεις των καταναλωτών και μόνο αυτών. Η Thasok Νational ήταν ήδη γεγονός.
Ελάχιστους μήνες μετά την ίδρυσή της η εταιρεία του Γενάρχη σκαρφάλωσε στην τρίτη θέση κι ο ίδιος μπήκε δυναμικά στην αγορά αφήνοντας πίσω του παλιά τζάκια κι εταιρείες με ιστορία δεκαετιών. Έπιασε τον παλμό του καταναλωτή, κέντρισε το ενδιαφέρον του κι απέσπασε την εμπιστοσύνη του. Φυσικό επακόλουθο ήταν ν’ αποχτήσει τέτοια δυναμική που τρόμαξε ακόμη και τον πανούργο Καρακώστα. Η δεύτερη θέση ήταν πια γεγονός κι ο Καρακώστας διαβλέποντας τον κίνδυνο που τον απειλούσε, εγκατέλειψε άρον άρον την προεδρία της εταιρείας του και προτίμησε την ασφάλεια που του προσέφερε η θέση του Προέδρου της Ένωσης των Εταιρειών.
Όλον αυτό τον καιρό ο Γενάρχης δεν είχε καθίσει με σταυρωμένα χέρια ν’ απολαμβάνει τις δάφνες του. Αντίθετα είχε επεκτείνει την εταιρεία, που τώρα πια είχε γίνει International, όργωνε τη χώρα απ’ άκρου εις άκρον, πλησίαζε εμπόρους και παραγωγούς κι έμπαινε στους χώρους δουλειάς και ξεσήκωνε εργαζόμενους και νέους. Κανένας και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει κι ούτε ήταν σε θέση ν’ ανακόψει την ξέφρενη πορεία της εταιρείας του. Η πρώτη θέση ήταν φυσικό επακόλουθο κι η ψηφοφορία που ακολούθησε επιβεβαίωσε απλά αυτό που όλοι από καιρό γνώριζαν. Ο άνεμος της αλλαγής που φυσούσε ούριος παράσερνε στο πέρασμά του ξεπερασμένες ιδέες και παλιομοδίτικες συνήθειες. Ο πράσινος ήλιος που είχε ξεπροβάλλει έμενε κολλημένος στην ανατολή, σημάδι πως η μέρα που μόλις είχε ξημερώσει θα είχε ποιότητα και διάρκεια τέτοια που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει ποτέ και κανείς.
Ο Γενάρχης ήταν πια ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η αγορά τον εμπιστευόταν κι οι καταναλωτές τον λάτρευαν. Δυο ολόκληρες περιόδους κράτησε αυτή η μεγαλειώδης κυριαρχία. Ο Γενάρχης αντιμετώπιζε τις όποιες δυσκολίες με μαεστρία, προσπερνούσε εύκολα τις κακοτοπιές κι απόφευγε έξυπνα τις τρικλοποδιές και τα εμπόδια που φρόντιζαν ν’ απλώνουν στο διάβα του οι ανταγωνιστές. Αλλά κι ο Γενάρχης ήταν άνθρωπος και μάλιστα από τη φύση του ευάλωτος στις ασθένειες. Κάτι το άγχος του να κρατηθεί στην κορυφή που τον κατέβαλε, κάτι οι παλιότερες ταλαιπωρίες που τον είχαν εξασθενήσει, κάτι η ηλικία του, οδήγησαν τον Γενάρχη αδύναμο σ’ ένα νοσοκομείο με σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και όχι μόνο. Αυτή την ευκαιρία περίμεναν οι ανταγωνιστές του, τόσο στις αντίπαλες όσο και μέσα στην ίδια του την εταιρεία, για να τον πολεμήσουν αποτελεσματικά.
Πράματα και θάματα έγιναν. Ανίερες συμμαχίες, κατασκευασμένες κατηγορίες, υπόγειες συνεννοήσεις και σχέδια δόλια για να ξεκάνουν τον Γενάρχη μια ώρα αρχίτερα. Μέχρι δικαστήρια έστησαν και δικαστές με τηβέννους και γουνάκια για να τον δικάσουν. Κι ο Γενάρχης εκεί. Να κρατά με πείσμα μετερίζια, να υπερασπίζεται την τιμή και την υπόληψή του και ν’ ανθίσταται μέχρι θανάτου. Λίγο, μια τόση δα σταλίτσα, καλυτέρεψε η υγεία του κι ο Γενάρχης τους ξανανίκησε όλους μαζί πανηγυρικά. Αποκατέστησε μια κι έξω το κύρος του και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των πιστών του καταναλωτών που είχε τρωθεί επικίνδυνα. Το ίδιο επικίνδυνα όμως είχε κλωνιστεί η ήδη βεβαρημένη υγεία του. Ετοιμοθάνατος μεταφέρθηκε ξανά στο νοσοκομείο κι οι αντίπαλοί του, με πρώτο τον Κοντοκώστα, έναν μικροκαμωμένο ανθρωπάκο, έστησαν χορό.
Στο κρεβάτι του πόνου, μεταξύ ζωής και θανάτου, του μετέφεραν οι πιστοί του συνεργάτες πως για το καλό της εταιρείας θα πρέπει να παραιτηθεί και να περάσει το μαγαζί σ’ άλλα χέρια πιο νέα και περισσότερο δυνατά. Συμφώνησε με κρύα καρδιά γιατί, σαν έξυπνος, συναισθανόταν πως το τέλος ήταν κοντά. Μια προϋπόθεση έβαζε μόνο. Με κανένα τρόπο και με τίποτα δεν ήθελε να περάσει η εταιρεία που με τόσους κόπους έστησε, στα χέρια του Κοντοκώστα. Ο ίδιος δεν εξέφραζε ιδιαίτερες προτιμήσεις αρκεί η εταιρεία που ίδρυσε να εξακολουθούσε να είναι μεγάλη, πρωταγωνίστρια στην αγορά και τα στελέχη της αδελφωμένα κι ενωμένα. Στις εξελίξεις και τις διαβουλεύσεις που θ’ ακολουθούσαν κανονικά θα έπρεπε να έχει λόγο, και μάλιστα αποφασιστικό, ο φυσικός διάδοχός του, ο Μικρογιώργος. Ηλικία είχε, τα σαράντα τα είχε περάσει προ πολλού, μεθοδικά τον προωθούσε ο ίδιος όλα τα προηγούμενα χρόνια και τον είχε ανεβάσει σκαλί σκαλί στα υψηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας. Αυτός όμως για τους δικούς του λόγους δεν τον άκουσε, δεν έπιασε τον σφυγμό και την αγωνία του και πήγε και συμμάχησε με τον βασικότερο αντίπαλο του. Έτσι πέρασε η προεδρία της εταιρείας στα χέρια του Κοντοκώστα, του επονομαζόμενου και Κινέζου επειδή ήταν κιτρινιάρης κι είχε μάτια μικρά και σχιστά. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα κι ο Γενάρχης πικραμένος παραιτήθηκε ένα βράδυ από τη ζωή κι έγινε κάδρο στο γραφείο του καινούριου προέδρου.
***
«Εγώ σου τα ’λεγα από τότε αλλά εσύ, πού!» συνέχιζε το κήρυγμα ο Γενάρχης από το πορτρέτο του. «Φρόντισε τουλάχιστον τώρα να αρθείς στο ύψος των περιστάσεων και να κρατήσεις την εταιρεία, διαφορετικά σε βλέπω πολύ σύντομα περίγελο των ανταγωνιστών σου.
Ο Μικρογιώργος χαμήλωσε το κεφάλι. «Έχεις δίκιο, δεν σ’ άκουσα τότε», είπε σιγανά. «Τώρα τι γίνεται, μου λες;»
«Αγωνίσου. Δείξε επιτέλους πως είσαι άντρας και γιος μου».
«Θα προσπαθήσω να μη σ’ απογοητεύσω», αποκρίθηκε ο Μικρογιώργος και κάρφωσε ξανά τα μάτια του στο πορτρέτο του Γενάρχη.
Το διάλειμμα τέλος. Η μορφή του πατέρα του είχε εξαφανιστεί και στη θέση της υπήρχε ένα κάδρο με τη ζωγραφιά του Γενάρχη σε όρθια στάση με χαμογελαστό πρόσωπο και το τσιμπούκι στο ένα του χέρι.
Σαν αστραπή πέρασε από μπροστά του ολόκληρη η προηγούμενη ζωή του. Πάντα του, σ’ όποια κατάσταση και να βρισκόταν, ένιωθε προστατευτική την παρουσία του πατέρα του. Μεγάλωσε, σπούδασε, μπήκε στην εταιρεία, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Διαμόρφωσε έναν ήπιο χαρακτήρα και κοσμοπολίτικο προφίλ. Απόχτησε γνωριμίες, ταξίδεψε τον κόσμο ολόκληρο, άκουσε, είδε, έμαθε, έγινε σ’ όλους αγαπητός. Το καλό παιδί που πολλοί θα ζήλευαν. Όμως αυτό σε τίποτα δεν άλλαζε την πραγματικότητα. Όλα τα έβρισκε έτοιμα στη ζωή του. Στρωμένο το τραπέζι πάντα που περίμενε το πριγκιπόπουλο, τον εκλεκτό.
Τα έβλεπε αυτά ο Γενάρχης και μαράζωνε. «Δεν έχει νεύρο», σκεφτόταν, «δεν έχει την απαραίτητη πονηριά και στην πρώτη ευκαιρία θα πέσει θύμα των επιτηδείων». Και να που αποδεικνυόταν περίτρανα πως είχε δίκιο. Ο Μικρογιώργος είχε εμπιστευτεί τον Κοντοκώστα και τον είχε βοηθήσει ν’ αναλάβει το μαγαζί. Πίστεψε πως είχε την εμπειρία και τις δυνατότητες να το κρατήσει μεγάλο και να του παραδώσει ακμαία την εταιρεία όταν θα ερχόταν εκείνη η ευλογημένη ώρα. Όμως ο Κοντοκώστας για το μόνο που νοιαζόταν ήταν η Προεδρία. Ούτε το εμπόρευμα φρόντισε ν’ ανανεώσει ούτε όλα τα στελέχη της εταιρείας αγκάλιασε. Ξεχώρισε και πήρε δίπλα του κάποιους που τον υπηρετούσαν χωρίς αντίλογο και παραμέρισε τους άλλους. Η εξουσία και το εύκολο κέρδος έγινε αυτοσκοπός. Λογιστική διαχείριση των πραγμάτων κι όπου βγει. Άλλωστε αυτός το κέφι του το είχε κάνει. Είχε, παρ’ ελπίδα, αναρριχηθεί στον θώκο του προέδρου της μεγαλύτερης εταιρείας της χώρας κι έβλεπε αφ’ υψηλού τους πάντες και τα πάντα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως θάμπωσαν τα οράματα, πάλιωσε το εμπόρευμα κι οι καταναλωτές άρχισαν να γυρίζουν την πλάτη στην εταιρεία. Μόνο κάποιοι λίγοι, από υποχρέωση, εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στο πάλαι ποτέ κραταιό συγκρότημα του Γενάρχη. Οι σφυγμομετρήσεις, η μια χειρότερη από την άλλη, κατέγραφαν τη δυσαρέσκεια του καταναλωτικού κοινού. Εκεί, λίγο πριν από την καινούρια αναμέτρηση, η Thasok International έφτασε να υπολείπεται της Nova Republica πάνω από δέκα μονάδες. Ο Κοντοκώστας, προκειμένου ν’ αποφύγει την προσωπική του συντριβή και για να ’χει να καυχιέται πως δεν νικήθηκε ποτέ, κάλεσε εσπευσμένα τον Μικρογιώργο και του ζήτησε ν’ αναλάβει την εταιρεία.
«Μα είναι διαλυμένο το μαγαζί, δεν είχαμε συμφωνήσει έτσι», τόλμησε ν’ αντιτάξει δειλά.
Τι ήταν να το πει αυτό; Ο Κοντοκώστας κόντεψε να τον φάει ζωντανό.
«Βγες κι υπερασπίσου το έργο μου», του φώναζε. «Η εταιρεία είναι υγιής και βαδίζει στον σωστό δρόμο. Αυτόν να συνεχίσεις και μην ξεχνάς πως θα παρακολουθώ από κοντά την πορεία σου κι αν ξεστρατίσεις κάπου, δεν θα διστάσω να επέμβω».
Ευκολόπιστος κι απονήρευτος ο Μικρογιώργος τον πίστεψε, ανάλαβε το μαγαζί μαζί με τις ευθύνες κι άρχισε τις προσπάθειες της ανασυγκρότησης. Η πορεία όμως ήταν προδιαγεγραμμένη. Η εταιρεία, όπως ήταν αναμενόμενο, έχασε την πρωτοκαθεδρία κι ο Μικρογιώργος βρέθηκε εν μέσω αντικρουόμενων εισηγήσεων κι αντιμαχόμενων ομάδων. Προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες για να μη διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη η εταιρεία, να μη δυσαρεστήσει τον ένα, να συγκρατήσει τον άλλο, να προσελκύσει ξανά τους καταναλωτές. Χάθηκε μέσα στον κυκεώνα θολών καταστάσεων και γκρίζων ζωνών κάνοντας λάθη και παίρνοντας πρωτοβουλίες που ελάχιστα άγγιζαν τον πολύ κόσμο. Παρά τις δυσκολίες η εταιρεία έδειχνε έτοιμη ν’ ανακάμψει χάρις στα απανωτά λάθη, τις παραλείψεις και τις αδυναμίες της Νova Republica. Σε κάποιους, και πρώτα στον Κοντοκώστα, δεν άρεσε αυτό. «Δεν βαδίζεις στον δρόμο που χάραξα, δεν υπερασπίζεσαι το έργο μου», γκρίνιαζε κάθε τρεις και λίγο.
Και δεν έφτανε που φώναζε ο ίδιος, έβαζε κι άλλους να το κάνουν για πάρτη του επιτείνοντας την αβεβαιότητα και τη σύγχυση. Ο Μπένι, όλο αυτό το διάστημα, έτριβε τα χέρια του. Πανέξυπνος όπως ήταν, καταλάβαινε πως η όλη κατάσταση τον ευνοούσε. Δούλευε, έκανε θόρυβο, τραβούσε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του. Πληθωρικός, εύστροφος κι ετοιμόλογος τα κατάφερε και χρίστηκε μόνος του υπαρχηγός προτού προλάβουν ν’ αντιδράσουν οι άλλοι. Όταν συνειδητοποίησε ο Μικρογιώργος σε ποια κατάσταση βρισκόταν ήταν ήδη αργά. Μόνη του ελπίδα η νίκη. Πάλεψε με νύχια και με δόντια και να που πίστεψε πως θα τα καταφέρει στο τέλος. Όμως κι αυτό το όνειρο αποδείχτηκε απατηλό. Η ήττα ήταν συντριπτική. Ο Μικροκώστας τον είχε νικήσει κι ο Αννίβας, συγνώμη ο Μπένι, ήταν προ των πυλών. Προς στιγμήν είχε δειλιάσει. «Δεν μου απομένει τίποτα άλλο από το να αναλάβω εξ ολοκλήρου την ευθύνη και να παραιτηθώ», είχε γράψει πριν από λίγη μόνο ώρα. Έτοιμος ήταν να το κάνει μέχρι που φανερώθηκε ο Γενάρχης και τον συντάραξε.
Θύμωσε, τσαλάκωσε το χαρτί, πήρε άλλο κι άρχισε να γράφει. Η εισαγωγή ήταν η ίδια. Αναλάμβανε την ευθύνη αλλά αντί του «να παραιτηθώ» που είχε γράψει αρχικά, τώρα ζητούσε επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Η απόφαση είχε παρθεί. Θα πάλευε για τη θέση του, για την εταιρεία, για τους καταναλωτές. Σηκώθηκε από το γραφείο του και με αυτοπεποίθηση άνοιξε την πόρτα. Στον από κάτω όροφο κάποιοι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον Μπένι. Δεν τους έδωσε σημασία. Αυτοί όμως σταμάτησαν κάθε συζήτηση με το που τον είδαν. Ακολούθησε νεκρική σιγή κι όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Ψύχραιμος κι αγέρωχος ξεδίπλωσε το χαρτί και με σταθερή φωνή τους διάβασε το περιεχόμενό του. Αντιλήφθηκε τη σαστιμάρα που προκάλεσαν τα λόγια του στους εμβρόντητους επιτελείς του και την εκμεταλλεύτηκε. Χωρίς να περιμένει να συνέλθουν και να μπορέσουν ν’ αντιδράσουν, «πάω στο Ζάππειο να το ανακοινώσω στους δημοσιογράφους», είπε και προχώρησε. Πίσω του άκουσε φωνές και τον Μπένι να ωρύεται. «Τι πράγματα είναι αυτά;» φώναζε. «Πρέπει να παραιτηθεί αμέσως, να φύγει τώρα».
Την ώρα που έβγαινε από το Ζάππειο, όπου είχε κάνει δηλώσεις, πήρε το μάτι του τη θηριώδη φιγούρα του Μπένι που έφτανε. Τι ζητούσε εκεί; Τι είχε στο μυαλό του; Πρόλαβε και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο παρακολουθώντας τον προσεκτικά. Με γρήγορες δρασκελιές, βλέμμα εξαγριωμένο και λόγο ασυγκράτητο ο Μπένι τον κατακεραύνωνε. «Αυτός είναι ο υπεύθυνος», έλεγε, «και πρέπει να φύγει αμέσως. Στην εταιρεία μας ταιριάζει ένα καλύτερο μέλλον κι εγώ δηλώνω παρών».
«Να την η εξήγηση», σκέφτηκε. «Τελικά αυτό εννοούσε το μεσημέρι».
Εκείνη την ώρα ένα ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές κι ένα νυχτοπούλι έσκουξε με τον ίδιο ανατριχιαστικό τρόπο που το είχε ακούσει να κρώζει και το ξημέρωμα. Μεσάνυχτα. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Ο Μικρογιώργος ξεπέρασε γρήγορα τον αρχικό φόβο που πήγε να τον καταλάβει και βγήκε στο μισοσκότεινο χωμάτινο δρομάκι. Ο Μπένι εντωμεταξύ είχε τελειώσει με τους δημοσιογράφους κι έφευγε με την ίδια φόρα. Ανάθεμα κι αν ήξερε πού πήγαινε. Η υπερβολική σιγουριά για τις δυνατότητές του τον είχε τυφλώσει. Γι’ αυτό δεν είχε επεξεργαστεί κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο. Θεωρούσε αυτονόητο να συστρατευτούν μαζί του όλοι για να επιτύχουν αυτό που ο ίδιος έκρινε σωστό και καλό. Η αλαζονεία που τον είχε καταλάβει δεν του επέτρεπε να βλέπει τα πράγματα καθαρά και να υπολογίζει πιθανές δυσκολίες. Ο Μικρογιώργος που πετάχτηκε μπροστά του ξαφνικά και του ’κοψε τον δρόμο, τον αιφνιδιάσε.
«Δεν θα σ’ αφήσω», τον άκουσε να του δηλώνει αποφασιστικά, «είμαι κι εγώ παρών».
Ο Μπένι τον κοίταξε απαξιωτικά.
«Και τι μπορείς να κάνεις;» τ’ αντέτεινε. «Δεν το κατάλαβες ακόμη πως είσαι τελειωμένος; Κάνε στην άκρη να περάσω».
Ο Μικρογιώργος θόλωσε. Η προσβολή ήταν μεγάλη κι η αντίδρασή του άμεση.
«Σε καλώ σε μονομαχία», είπε αγριεμένος.
«Δέχομαι», απάντησε ο Μπένι χωρίς να σκεφτεί.
«Με πιστόλι».
«Με πιστόλι. Κάνε πίσω».
Ο Μικρογιώργος άρχισε να πισωπατεί το ίδιο κι ο Μπένι. Την ίδια στιγμή δυο φιγούρες γλίστρησαν πίσω από τα δέντρα κι ήρθαν και πήραν θέση δίπλα τους. Δίπλα στον Μικρογιώργο ο Μπάρμπα Αποστόλης, πλάι στον Μπένι ο Κοντοκώστας. Φαίνεται πως τους παρακολουθούσαν από ώρα κι εμφανίστηκαν την κρίσιμη στιγμή.
«Ψυχραιμία! Τι πάτε να κάνετε εκεί;» φώναξε με όση δύναμη είχε ο Μπάρμπα Αποστόλης κι η βραχνή του φωνή διαπέρασε τη σιγαλιά της νύχτας κι ακούστηκε σαν διαταγή.
Πάγωσαν κι οι δυο. Τα χέρια τους λύγισαν μπροστά στην προσταγή κι οι κάνες των πιστολιών στράφηκαν στο χώμα. Όλα έδειχναν πως η κρίση ήταν έτοιμη να εκτονωθεί.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε αμήχανος ο Μπένι τον Κοντοκώστα.
«Χτύπα τον».
«Πρόσεχε!» φώναξε την ίδια στιγμή στον Μικρογιώργο ο Μπάρμπα Αποστόλης που τ’ αντανακλαστικά του λειτουργούσαν στην εντέλεια.
Ο Μπένι με χέρι σταθερό σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε. Το ίδιο κι ο Μικρογιώργος. Ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί ταυτόχρονα κι οι δυο άντρες έπεσαν ανάσκελα στο έδαφος χτυπημένοι, στο στήθος ο Μικρογιώργος, στην κοιλιά ο Μπένι.
«Αναπνέει!» ψιθύρισε ανακουφισμένος ο Μπάρμπα Αποστόλης πεσμένος όπως ήταν πάνω στο πληγωμένο στήθος του Μικρογιώργο.
«Αναπνέει!» μουρμούρισε φανερά απογοητευμένος ο Κοντοκώστας σκυμμένος πάνω από τον Μπένι.
«Κι η εταιρεία;» αναρωτήθηκε ο Μπάρμπα Αποστόλης την ώρα που οι νοσοκόμοι ταχτοποιούσαν στα φορεία τους δυο τραυματίες.
«Μην νοιάζεσαι. Είμαστε κι εμείς εδώ», απάντησε ο Κοντοκώστας που θεώρησε πως του είχε δοθεί η ευκαιρία που έψαχνε απεγνωσμένα για την παλινόρθωσή του στην εταιρεία.

Α΄ βραβείο πεζογραφίας 24ου λογοτεχνικού διαγωνισμού τού Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου