Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2009

Όφου, κοπέλι μου!


Απαρηγόρητη ήταν η μικρομάνα. Το αρχικό τρέμουλο στο κάτω αχείλι και στη φωνή έγινε ανεξέλεγκτο, το βούρκωμα δάκρυα ποταμός, και οι λυγμοί κανονικό μοιρολόι, με μόνιμη κατάληξη το «όφου, κοπέλι μου, σκεπαρνοφονεμένο μου».

Τίποτα δεν προϊδέαζε γι’ αυτή την τραγική κατάληξη. Μια συνηθισμένη μέρα, όπως όλες τις άλλες ήταν η σημερινή. Από νωρίς, αξημέρωτα ακόμη, είχε σηκωθεί. Να σιάξει τον καφέ του άντρα της, του δουλευτή, και να τον ξεπροβοδίσει. Να κουβαλήσει νερό από το Πίσω Πηγάδι, δυο ώρες έφαγε για να φέρει τρεις λαήνες όλες κι όλες, να σκουπίσει και να συγυρίσει το σπίτι. Να τινάξει σεντόνια και πατανίες και να τα αερίσει. Να μαγειρέψει κι ύστερα να βάλει αλουσά στη μεγάλη λεκανίδα και ν’ αφήσει τα βρώμικα ασπρόρουχα μέσα, να μουλιάσουν καλά, για να φύγει πιο εύκολα η λέρα που ’χε κολλήσει πάνω τους και τα ’χε κάνει κατάμαυρα.

Ατέλειωτες ήταν οι δουλειές την κάθε ημέρα, σε σημείο που να αναρωτιέται «άραγες, πού βρίσκονται τόσες;» Ούτε να τις προγραμματίσει δεν προλάβαινε καλά καλά, αφού προτού τελειώσει τη μια, άλλες δέκα έπρεπε να γίνουν. Κι όλη την ώρα να τη διακόπτει και το κλάμα του μωρού που τη μια πεινούσε και την άλλη γκρίνιαζε γιατί ’τανε χεσμένο. Αλλά τότε η Μαριγώ τα παρατούσε όλα στη μέση κι έτρεχε να το παρηγορήσει σιγοτραγουδώντας. Τον καμάρωνε τον μοναχογιό της, τον κανακάρη της. Μόλις που είχε κλείσει τους πέντε μήνες κι έμπαινε στους έξι. Ζωηρό παιδί, γερό, ροδομάγουλο, με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, προγούλια, αθιάρμηστά του, κι οι κοιλιές του και τα μπουτάκια του σχημάτιζαν δίπλες από το πάχος. Και να δεις που μόλις είχε αρχίσει, ο μπερμπάτης, να της κάνει χαρές και κόλπα με τα χεράκια του.

Λίγη ώρα να της έμενε λεύτερη μ’ αυτόν ασχολιόταν. Τον έπαιζε, τον παίνευε κι η καρδιά της άνοιγε διάπλατα ωσάν την παπαρούνα. Το ίδιο έκανε και τούτο τ’ απόγευμα. Τον άλλαξε, τον έπλυνε, του ’βαλε ανθόνερο στα μαλλάκια για να μοσχομυρίζει, τον πήρε αγκαλιά κι ολόχαρη τον απόθεσε στο ντιβάνι, στην παραστιά δίπλα. Όλη η κούραση της μέρας, εκείνη την ώρα τής βγήκε. Ευτυχώς που από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η μάνα της να της κρατήσει λίγη συντροφιά, να βράσουν έναν καφέ και να τα πούνε λιγάκι σαν άνθρωποι. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι νερό, ήπιε λαίμαργα δυο τρεις γουλιές κι ένιωσε ανακουφιστική τη δροσιά του να την πλημμυρίζει. Και ξάφνου, η ματιά της έπεσε στον τοίχο πάνω από το μωρό κι απόμεινε. Εκεί, από μια μπρόκα, είχε κρεμασμένο ο άντρας της το σκεπάρνι. Η κακή ιδέα δεν άργησε να της μπει και μάργωσε το κορμί της στη στιγμή. «Κι ανέ πέσει το σκεπάρνι; Θαρρείς πως θέλει πολύ να γενεί το κακό; Πριν να προλάβεις να το καλοσκεφτείς, νάτο! Κατακούτελα θα το βρει, το χρυσό μου, και θα τ’ αφήσει στον τόπο».

Το τρέμουλο ξεκίνησε από τα κατάβαθα της ψυχής της και πολύ γρήγορα κατέληξε σε θρήνο. Η μάνα της, που μπήκε εκείνη την ώρα στο σπίτι, τη βρήκε να μαδιέται και να μοιρολογάται «Όοοοφου, Παναγία μου, το κοπέλι μου. Παιδιιί μου, σκεπαρνοφονεμένο μου!»

«Ίντα ’χεις, μωρή, και γκούζιεσαι;» έκανε ξετρουμισμένη η γριά κι επλησίασε το μωρό που κόντευε να σκάσει στο κλάμα από την τρομάρα του.

«Το σκεπάρνι», εξακολουθούσε να φωνάζει, εκτός εαυτού, η Μαριγώ.

«Ίντα ’χει, μωρή, το σκεπάρνι;»

«Να πέσει, θέλει, και θα μου το σκοτώσει. Όοοφου, το κοπέλι μου!»

Ψύχραιμη η γριά τής έδωσε μια μούτζα, της πέταξε κι ένα «άδικο να μη σου λάχει, τροζή» κι ύστερα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. «Μωρή παλαβή», συνέχισε, «και γιάντα δεν έβαλες πιο πέρα το μωρό γή δεν εξεκρέμας, μπάρε μου, το σκεπάρνι;»

«Έεεε;»

«Έξις και ξερή, κακομοίρα, κι έσπασές μου τη χολή».

Σίγουρα την ξέρετε την ιστορία. Εγώ πάντως θυμάμαι τις γιαγιάδες μου που την έλεγαν και την ξανάλεγαν με την πρώτη ευκαιρία, ερμηνεύοντάς την ανάλογα με την περίσταση. Όταν ήθελαν να στηλιτεύσουν την απρονοησία κατά πρώτο και κύριο, αλλά επέμεναν και στην άλλη ερμηνεία, αυτή που θέλει τον άνθρωπο να ενεργεί ψύχραιμα και, εν πάση περιπτώσει, να μην πανικοβάλλεται για πράγματα που μπορούν να προληφθούν ή τουλάχιστον δεν έχουν συμβεί ακόμη.

Αυτή η ιστορία μού έρχεται και μου ξανάρχεται στο μυαλό, μέρες τώρα, που κοντεύουν να μας τρελάνουν κανάλια κι εφημερίδες με την νέα γρίπη. Και να, τα πρωτοσέλιδα! Και να, οι εκφωνητές με πομπώδες και δραματικό ύφος! «Θα αρρωστήσει ο μισός πληθυσμός, δεν θα χωράνε τα νοσοκομεία, οι εντατικές δεν επαρκούν, θα υπάρξει πανικός, θα…, θα…, θα….» Από το Υπουργείο Υγείας και τον πολυπράγμονα κ. Αβραμόπουλο ξεκίνησε η όλη ιστορία κι από κει μεγεθύνθηκε. Γιατί τον βόλευε, τον κύριο, πολιτικά. Εκεί που ήταν στριμωγμένος στη γωνία με τα χάλια του ΕΣΥ, τις οφειλές των νοσοκομείων και την κατάντια των ασφαλιστικών ταμείων, τα κατάφερε και άλλαξε την ατζέντα. Η αλήθεια είναι πως το πάλεψε το πράγμα.

Ποιος δεν θυμάται την αγωνία του μέχρι να επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας; Και μόλις αυτό συνέβη, άρχισε το πανηγύρι. Κάθε μέρα ανακοινώσεις, δηλώσεις για το θεαθήναι κάθε μέρα, ενημερώσεις, επισκέψεις. Μέχρι σε Πρόεδρο Δημοκρατίας και Αρχιεπίσκοπο έφτασε η χάρη του, γιατί είδε να ανοίγεται μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρό. Κι ας κινδυνεύει να πάθει τεράστια ζημιά η χώρα και ιδιαίτερα η μαστιζόμενη οικονομία και ο χειμαζόμενος τουρισμός. Ήδη, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εισπράξαμε μέχρι στιγμής μια ταξιδιωτική οδηγία από τη Ρωσία, με αποτέλεσμα να τραβά τα μαλλιά του ο Υπουργός Τουρισμού. Κι ύστερα; Μήπως νοιάστηκε ο Υπουργός Υγείας κι άλλαξε ρότα; Μήπως συγκινήθηκε; Σιγά! Το πολύ πολύ να σκέφτηκε «ωχ, καημένε μου, κι εσύ! Τη δουλειά μας να κάνουμε και γαία πυρί μυχθήτω». Έτσι είναι;

Θα με ρωτήσεις τώρα κι εσύ, τι έπρεπε να γίνει δηλαδή; Να μη ληφθούν μέτρα; Να μην ενημερωθεί ο πληθυσμός; Να μας στείλουν αδιάβαστους ήθελες; Και, βέβαια, όχι. Έπρεπε να γίνει, ωστόσο, υπεύθυνα και σοβαρά. Και πρόληψη και ενημέρωση και επαγρύπνηση. Στο κάτω της γραφής εδώ δεν έχουμε, ευτυχώς, νεκρούς ακόμη, όπως σε άλλες χώρες, που πάντως αντιμετωπίζουν ψύχραιμα την κατάσταση. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Εδώ το κράτος της πλάκας ζει και βασιλεύει. Και βέβαια έφεραν την καταστροφή τρομοκρατώντας τον κόσμο χωρίς λόγο και αιτία.


1 σχόλιο:

  1. Γειά σου, ρε Νίκο, παραμυθά μου, εσύ!
    Εγώ δεν το ήξερα αυτό το παραμύθι!
    Μ' άρεσε που πήρα γεύση απ' την πένα σου, την γλώσσα σου και γενικώς την Κρήτη!
    Τώρα, όσο για την γρίππη και την πολιτική που μου ανακατεύεις μαζί με την αλοπαρμένη γριούλα, προτιμώ την γριούλα!
    Όχι, βέβαια ότι δεν συμφωνώ με όσα λες!
    Φιλιά πολλά, Καλά να περνάς και να γράφεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή