Για παραβίαση του Συντάγματος κατηγόρησαν το ΠΑΣΟΚ δυο έγκριτοι συνταγματολόγοι, ο Δημήτρης Τσάτσος και ο Γεώργιος Κασιμάτης. Και αφενός δεν έπεισαν, αφετέρου έγιναν αιτία να δημιουργηθούν ένα σωρό ερωτηματικά, τόσο για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους, όσο και για τη σκοπιμότητα της «γνωμοδότησής» τους. Τι υποστήριξαν με δυο λόγια οι κορυφαίοι συνταγματολόγοι; Ότι, λέει, το ΠΑΣΟΚ με τη στάση του, με το να μη συναινεί, δηλαδή, στην επανεκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, αλλά να ζητά επιτακτικά εκλογές, παραβιάζει το Σύνταγμα. Λες και υπάρχει κάποιος τρόπος, κάποιος μηχανισμός έστω, που να μπορεί να εξαναγκάσει ένα κόμμα να λάβει μέρος στην Προεδροεκλογή ή να το πειθαναγκάσει να υποκύψει σε κάτι που δεν πιστεύει, δεν επιθυμεί, ή δεν το συμφέρει στο κάτω κάτω.
Αντί ωστόσο η γνωμοδότηση αυτή να τεθεί στη βάσανο της λογικής πρώτα και της επιστήμης έπειτα, η κυβέρνηση και σύμπασα, πλην ΠΑΣΟΚ, η αντιπολίτευση έσπευσαν να την υιοθετήσουν. Και το ερώτημα που γεννάται είναι, γιατί; Μα επειδή συμφέρει την κυβέρνηση. Και οι άλλοι, τα λεγόμενα μικρά κόμματα, γιατί την αποδέχτηκαν; Μα και πάλι επειδή τα συμφέρει. Ο ΛΑΟΣ του κ.Καρατζαφέρη με την τακτική της κριτικής στήριξης της κυβέρνησης διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην Γαλάζια Πολυκατοικία. Το ΚΚΕ που, έτσι κι αλλιώς, έχει επιλέξει να πετά πέτρες κατά πάντων και εκ του ασφαλούς, έκρινε πως σ’ αυτή τη φάση δεν το συμφέρουν οι εκλογές και στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα των εκλογών, γίνεται της κακομοίρας, για να μη χρησιμοποιήσω άλλο όρο και παρεξηγηθώ. Έσπευσαν μάλιστα σύμπαντες να τονίσουν την πολιτική συγγένεια των συνταγματολόγων με το ΠΑΣΟΚ και στο στόμα τους γιγαντώθηκε το επιχείρημα «αφού τα λένε αυτά οι δικοί σας, εμείς τι άλλο να πούμε;» Κάτι σαν το «Τι χρειαζόμαστε τους μάρτυρες», που φώναζε ο όχλος τότε που απαιτούσε τη Σταύρωση του Ιησού. Μόνο που, νομίζω, πως τους ξέφυγε κάτι.
Είναι ΠΑΣΟΚ οι συνταγματολόγοι;
Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Ο μεν Δημήτρης Τσάτσος, γιος του «αποστάτη» βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Θεμ. Τσάτσου και γαμπρός του «κατεψυγμένου» Πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, ουδεμία σχέση είχε με το ΠΑΣΟΚ. Η αναφορά βέβαια στον πατέρα και τον πεθερό του κ.Τσάτσου μόνο ιστορική σημασία έχει. Ο ίδιος πάντως μετά την πτώση της δικτατορίας, πολιτεύτηκε αρχικά με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάλυσή της, μαζί με τη «δική» μας Βιργινία Τσουδερού. Στη συνέχεια είχε συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα που δεν είχαν ευτυχή κατάληξη ώσπου αποφάσισε να ιδιωτεύσει. Κάπου εκεί, στα 1994, ήρθε απρόσμενη η πρόσκληση από τον Ανδρέα Παπανδρέου που του ζητούσε να τεθεί επικεφαλής του Ευρωψηφοδελτίου. «Πρόεδρε, δεν ασχολούμαι με την πολιτική», φέρεται πως ήταν η πρώτη του αντίδραση, για να εισπράξει την απάντηση Παπανδρέου «δεν σε θέλω για πολιτική. Για να βοηθήσεις στην κατάρτιση του Ευρωσυντάγματος σε θέλω».
Τελικά ο κ. Τσάτσος δέχτηκε και έμεινε ευρωβουλευτής μέχρι το 2004, οπότε δεν συμπεριλήφθηκε στη λίστα. Αυτό θεωρώ πως είναι το κρίσιμο ζήτημα. Κράτησε μούτρα ο κ. καθηγητής στο ΠΑΣΟΚ και στην πρώτη ευκαιρία του την άναψε. Γιατί αν ήθελε πραγματικά να παρέμβει σαν συνταγματολόγος και μόνο, η τωρινή κυβέρνηση έδωσε άφθονες αφορμές, με τις αποχωρήσεις από τη Βουλή, τις αλχημείες στις ψηφοφορίες και το πρόωρο κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τα σκάνδαλα.
Ο κ. Κασιμάτης, πάλι, ήταν νομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι το 1987, οπότε και αποχώρησε για «προσωπικούς λόγους». Αυτό που δεν επισημάνθηκε ωστόσο από κανέναν είναι πως τον συναντούμε μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, όπου και κατέθεσε στις 26 Αυγούστου του 1991. Αυτά για τους δύο κορυφαίους συνταγματολόγους και τη σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ.
Στην πορεία βέβαια, αρκετοί καθηγητές με τοποθετήσεις τους κατέρριψαν τα επιχειρήματα των κ.κ.Τσάτσου και Κασιμάτη κι έμεινε ο θόρυβος και μόνη η κυβέρνηση που επιμένει.
Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη
Όλοι θυμόμαστε αυτό το άκρως επιτυχημένο σύνθημα. Θυμόμαστε επίσης πως ο λαός τότε δεν «τσίμπησε», κατά το κοινώς λεγόμενο, και μετέτρεψε τον κ. Μητσοτάκη από Πρωθυπουργό σε Επίτιμο. Να όμως που η ιστορία επαναλαμβάνεται, έστω και σαν φάρσα. Φαίνεται πως η φορομπηχτική φαρέτρα της κυβέρνησης έχει πολλά βέλη ακόμη. Πρώτα έδωσε κίνητρα για την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων κι ύστερα τα χαράτσωσε χωρίς έλεος. Τώρα πάλι εξαγγέλλει απόσυρση των παλαιών αυτοκινήτων και, δίκην τιμωρίας, εκτοξεύει στα ύψη τα τέλη κυκλοφορίας όσων αυτοκινήτων δεν αποσυρθούν. Και βέβαια με τα τόσα χάλια, με τόση λαϊκή κατακραυγή και πρόσφατη την ήττα, δεν θέλει εκλογές. Γι’ αυτό κάνει κόλπα. Γι’ αυτό αποδέχεται «ασμένως» τοποθετήσεις που την συμφέρουν. Γιατί τρέμει την ώρα της κρίσεως και θέλει να τη μεταθέσει. Σκέφτεται πως αφού θα το πιει που θα το πιει το πικρό ποτήρι, ας είναι όσο πιο αργά γίνεται.
Αλλά οι κύριοι συνταγματολόγοι παρέλειψαν στις τοποθετήσεις τους να μας λύσουν μια απορία. Ο Σεπτέμβριος είναι κοντά. Πάρα πολύ κοντά μάλιστα. Όσο μια θερινή νύχτα με τα περιβόητα όνειρα, ή όσο μερικές βουτιές στη θάλασσα. Και τότε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα ανοίξει η Βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινήσει πάλι το νομοθετικό της έργο. Πώς θα το κάνει αυτό; Μπορεί; Που διαθέτει μόνο 151 βουλευτές και σ’ αυτούς αθροίζονται ο κ.Παυλίδης, οι λεγόμενοι βατοπεδινοί και δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άλλοι; Έχει αυτή η κυβέρνηση την ηθική νομιμοποίηση και το ηθικό δικαίωμα να κυβερνά; Σίγουρα, όχι. Γι’ αυτό και τη μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στον τόπο είναι η προσφυγή στις κάλπες. Να βγει «στις αυλές και στα μπαλκόνια» να υποστηρίξει το έργο της και αν ο ελληνικός λαός την επιλέξει ξανά, ας κυβερνήσει. Αν πάλι όχι, ας αδειάζει τη γωνιά πριν μας βρει καμιά μεγαλύτερη συμφορά.