Τρίτη, Ιουλίου 28, 2009

Προεδρολογία

Για παραβίαση του Συντάγματος κατηγόρησαν το ΠΑΣΟΚ δυο έγκριτοι συνταγματολόγοι, ο Δημήτρης Τσάτσος και ο Γεώργιος Κασιμάτης. Και αφενός δεν έπεισαν, αφετέρου έγιναν αιτία να δημιουργηθούν ένα σωρό ερωτηματικά, τόσο για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους, όσο και για τη σκοπιμότητα της «γνωμοδότησής» τους. Τι υποστήριξαν με δυο λόγια οι κορυφαίοι συνταγματολόγοι; Ότι, λέει, το ΠΑΣΟΚ με τη στάση του, με το να μη συναινεί, δηλαδή, στην επανεκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, αλλά να ζητά επιτακτικά εκλογές, παραβιάζει το Σύνταγμα. Λες και υπάρχει κάποιος τρόπος, κάποιος μηχανισμός έστω, που να μπορεί να εξαναγκάσει ένα κόμμα να λάβει μέρος στην Προεδροεκλογή ή να το πειθαναγκάσει να υποκύψει σε κάτι που δεν πιστεύει, δεν επιθυμεί, ή δεν το συμφέρει στο κάτω κάτω.

Αντί ωστόσο η γνωμοδότηση αυτή να τεθεί στη βάσανο της λογικής πρώτα και της επιστήμης έπειτα, η κυβέρνηση και σύμπασα, πλην ΠΑΣΟΚ, η αντιπολίτευση έσπευσαν να την υιοθετήσουν. Και το ερώτημα που γεννάται είναι, γιατί; Μα επειδή συμφέρει την κυβέρνηση. Και οι άλλοι, τα λεγόμενα μικρά κόμματα, γιατί την αποδέχτηκαν; Μα και πάλι επειδή τα συμφέρει. Ο ΛΑΟΣ του κ.Καρατζαφέρη με την τακτική της κριτικής στήριξης της κυβέρνησης διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην Γαλάζια Πολυκατοικία. Το ΚΚΕ που, έτσι κι αλλιώς, έχει επιλέξει να πετά πέτρες κατά πάντων και εκ του ασφαλούς, έκρινε πως σ’ αυτή τη φάση δεν το συμφέρουν οι εκλογές και στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα των εκλογών, γίνεται της κακομοίρας, για να μη χρησιμοποιήσω άλλο όρο και παρεξηγηθώ. Έσπευσαν μάλιστα σύμπαντες να τονίσουν την πολιτική συγγένεια των συνταγματολόγων με το ΠΑΣΟΚ και στο στόμα τους γιγαντώθηκε το επιχείρημα «αφού τα λένε αυτά οι δικοί σας, εμείς τι άλλο να πούμε;» Κάτι σαν το «Τι χρειαζόμαστε τους μάρτυρες», που φώναζε ο όχλος τότε που απαιτούσε τη Σταύρωση του Ιησού. Μόνο που, νομίζω, πως τους ξέφυγε κάτι.

Είναι ΠΑΣΟΚ οι συνταγματολόγοι;

Απ’ όσο γνωρίζω, όχι. Ο μεν Δημήτρης Τσάτσος, γιος του «αποστάτη» βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Θεμ. Τσάτσου και γαμπρός του «κατεψυγμένου» Πρωθυπουργού Ηλία Τσιριμώκου, ουδεμία σχέση είχε με το ΠΑΣΟΚ. Η αναφορά βέβαια στον πατέρα και τον πεθερό του κ.Τσάτσου μόνο ιστορική σημασία έχει. Ο ίδιος πάντως μετά την πτώση της δικτατορίας, πολιτεύτηκε αρχικά με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάλυσή της, μαζί με τη «δική» μας Βιργινία Τσουδερού. Στη συνέχεια είχε συμμετάσχει σε διάφορα σχήματα που δεν είχαν ευτυχή κατάληξη ώσπου αποφάσισε να ιδιωτεύσει. Κάπου εκεί, στα 1994, ήρθε απρόσμενη η πρόσκληση από τον Ανδρέα Παπανδρέου που του ζητούσε να τεθεί επικεφαλής του Ευρωψηφοδελτίου. «Πρόεδρε, δεν ασχολούμαι με την πολιτική», φέρεται πως ήταν η πρώτη του αντίδραση, για να εισπράξει την απάντηση Παπανδρέου «δεν σε θέλω για πολιτική. Για να βοηθήσεις στην κατάρτιση του Ευρωσυντάγματος σε θέλω».

Τελικά ο κ. Τσάτσος δέχτηκε και έμεινε ευρωβουλευτής μέχρι το 2004, οπότε δεν συμπεριλήφθηκε στη λίστα. Αυτό θεωρώ πως είναι το κρίσιμο ζήτημα. Κράτησε μούτρα ο κ. καθηγητής στο ΠΑΣΟΚ και στην πρώτη ευκαιρία του την άναψε. Γιατί αν ήθελε πραγματικά να παρέμβει σαν συνταγματολόγος και μόνο, η τωρινή κυβέρνηση έδωσε άφθονες αφορμές, με τις αποχωρήσεις από τη Βουλή, τις αλχημείες στις ψηφοφορίες και το πρόωρο κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τα σκάνδαλα.

Ο κ. Κασιμάτης, πάλι, ήταν νομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι το 1987, οπότε και αποχώρησε για «προσωπικούς λόγους». Αυτό που δεν επισημάνθηκε ωστόσο από κανέναν είναι πως τον συναντούμε μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, όπου και κατέθεσε στις 26 Αυγούστου του 1991. Αυτά για τους δύο κορυφαίους συνταγματολόγους και τη σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ.

Στην πορεία βέβαια, αρκετοί καθηγητές με τοποθετήσεις τους κατέρριψαν τα επιχειρήματα των κ.κ.Τσάτσου και Κασιμάτη κι έμεινε ο θόρυβος και μόνη η κυβέρνηση που επιμένει.

Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη

Όλοι θυμόμαστε αυτό το άκρως επιτυχημένο σύνθημα. Θυμόμαστε επίσης πως ο λαός τότε δεν «τσίμπησε», κατά το κοινώς λεγόμενο, και μετέτρεψε τον κ. Μητσοτάκη από Πρωθυπουργό σε Επίτιμο. Να όμως που η ιστορία επαναλαμβάνεται, έστω και σαν φάρσα. Φαίνεται πως η φορομπηχτική φαρέτρα της κυβέρνησης έχει πολλά βέλη ακόμη. Πρώτα έδωσε κίνητρα για την αγορά πολυτελών αυτοκινήτων κι ύστερα τα χαράτσωσε χωρίς έλεος. Τώρα πάλι εξαγγέλλει απόσυρση των παλαιών αυτοκινήτων και, δίκην τιμωρίας, εκτοξεύει στα ύψη τα τέλη κυκλοφορίας όσων αυτοκινήτων δεν αποσυρθούν. Και βέβαια με τα τόσα χάλια, με τόση λαϊκή κατακραυγή και πρόσφατη την ήττα, δεν θέλει εκλογές. Γι’ αυτό κάνει κόλπα. Γι’ αυτό αποδέχεται «ασμένως» τοποθετήσεις που την συμφέρουν. Γιατί τρέμει την ώρα της κρίσεως και θέλει να τη μεταθέσει. Σκέφτεται πως αφού θα το πιει που θα το πιει το πικρό ποτήρι, ας είναι όσο πιο αργά γίνεται.

Αλλά οι κύριοι συνταγματολόγοι παρέλειψαν στις τοποθετήσεις τους να μας λύσουν μια απορία. Ο Σεπτέμβριος είναι κοντά. Πάρα πολύ κοντά μάλιστα. Όσο μια θερινή νύχτα με τα περιβόητα όνειρα, ή όσο μερικές βουτιές στη θάλασσα. Και τότε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θα ανοίξει η Βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκινήσει πάλι το νομοθετικό της έργο. Πώς θα το κάνει αυτό; Μπορεί; Που διαθέτει μόνο 151 βουλευτές και σ’ αυτούς αθροίζονται ο κ.Παυλίδης, οι λεγόμενοι βατοπεδινοί και δεν ξέρω κι εγώ πόσοι άλλοι; Έχει αυτή η κυβέρνηση την ηθική νομιμοποίηση και το ηθικό δικαίωμα να κυβερνά; Σίγουρα, όχι. Γι’ αυτό και τη μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στον τόπο είναι η προσφυγή στις κάλπες. Να βγει «στις αυλές και στα μπαλκόνια» να υποστηρίξει το έργο της και αν ο ελληνικός λαός την επιλέξει ξανά, ας κυβερνήσει. Αν πάλι όχι, ας αδειάζει τη γωνιά πριν μας βρει καμιά μεγαλύτερη συμφορά.

Πέμπτη, Ιουλίου 23, 2009

Όφου, κοπέλι μου!


Απαρηγόρητη ήταν η μικρομάνα. Το αρχικό τρέμουλο στο κάτω αχείλι και στη φωνή έγινε ανεξέλεγκτο, το βούρκωμα δάκρυα ποταμός, και οι λυγμοί κανονικό μοιρολόι, με μόνιμη κατάληξη το «όφου, κοπέλι μου, σκεπαρνοφονεμένο μου».

Τίποτα δεν προϊδέαζε γι’ αυτή την τραγική κατάληξη. Μια συνηθισμένη μέρα, όπως όλες τις άλλες ήταν η σημερινή. Από νωρίς, αξημέρωτα ακόμη, είχε σηκωθεί. Να σιάξει τον καφέ του άντρα της, του δουλευτή, και να τον ξεπροβοδίσει. Να κουβαλήσει νερό από το Πίσω Πηγάδι, δυο ώρες έφαγε για να φέρει τρεις λαήνες όλες κι όλες, να σκουπίσει και να συγυρίσει το σπίτι. Να τινάξει σεντόνια και πατανίες και να τα αερίσει. Να μαγειρέψει κι ύστερα να βάλει αλουσά στη μεγάλη λεκανίδα και ν’ αφήσει τα βρώμικα ασπρόρουχα μέσα, να μουλιάσουν καλά, για να φύγει πιο εύκολα η λέρα που ’χε κολλήσει πάνω τους και τα ’χε κάνει κατάμαυρα.

Ατέλειωτες ήταν οι δουλειές την κάθε ημέρα, σε σημείο που να αναρωτιέται «άραγες, πού βρίσκονται τόσες;» Ούτε να τις προγραμματίσει δεν προλάβαινε καλά καλά, αφού προτού τελειώσει τη μια, άλλες δέκα έπρεπε να γίνουν. Κι όλη την ώρα να τη διακόπτει και το κλάμα του μωρού που τη μια πεινούσε και την άλλη γκρίνιαζε γιατί ’τανε χεσμένο. Αλλά τότε η Μαριγώ τα παρατούσε όλα στη μέση κι έτρεχε να το παρηγορήσει σιγοτραγουδώντας. Τον καμάρωνε τον μοναχογιό της, τον κανακάρη της. Μόλις που είχε κλείσει τους πέντε μήνες κι έμπαινε στους έξι. Ζωηρό παιδί, γερό, ροδομάγουλο, με ολοστρόγγυλο πρόσωπο, προγούλια, αθιάρμηστά του, κι οι κοιλιές του και τα μπουτάκια του σχημάτιζαν δίπλες από το πάχος. Και να δεις που μόλις είχε αρχίσει, ο μπερμπάτης, να της κάνει χαρές και κόλπα με τα χεράκια του.

Λίγη ώρα να της έμενε λεύτερη μ’ αυτόν ασχολιόταν. Τον έπαιζε, τον παίνευε κι η καρδιά της άνοιγε διάπλατα ωσάν την παπαρούνα. Το ίδιο έκανε και τούτο τ’ απόγευμα. Τον άλλαξε, τον έπλυνε, του ’βαλε ανθόνερο στα μαλλάκια για να μοσχομυρίζει, τον πήρε αγκαλιά κι ολόχαρη τον απόθεσε στο ντιβάνι, στην παραστιά δίπλα. Όλη η κούραση της μέρας, εκείνη την ώρα τής βγήκε. Ευτυχώς που από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η μάνα της να της κρατήσει λίγη συντροφιά, να βράσουν έναν καφέ και να τα πούνε λιγάκι σαν άνθρωποι. Έβαλε σ’ ένα ποτήρι νερό, ήπιε λαίμαργα δυο τρεις γουλιές κι ένιωσε ανακουφιστική τη δροσιά του να την πλημμυρίζει. Και ξάφνου, η ματιά της έπεσε στον τοίχο πάνω από το μωρό κι απόμεινε. Εκεί, από μια μπρόκα, είχε κρεμασμένο ο άντρας της το σκεπάρνι. Η κακή ιδέα δεν άργησε να της μπει και μάργωσε το κορμί της στη στιγμή. «Κι ανέ πέσει το σκεπάρνι; Θαρρείς πως θέλει πολύ να γενεί το κακό; Πριν να προλάβεις να το καλοσκεφτείς, νάτο! Κατακούτελα θα το βρει, το χρυσό μου, και θα τ’ αφήσει στον τόπο».

Το τρέμουλο ξεκίνησε από τα κατάβαθα της ψυχής της και πολύ γρήγορα κατέληξε σε θρήνο. Η μάνα της, που μπήκε εκείνη την ώρα στο σπίτι, τη βρήκε να μαδιέται και να μοιρολογάται «Όοοοφου, Παναγία μου, το κοπέλι μου. Παιδιιί μου, σκεπαρνοφονεμένο μου!»

«Ίντα ’χεις, μωρή, και γκούζιεσαι;» έκανε ξετρουμισμένη η γριά κι επλησίασε το μωρό που κόντευε να σκάσει στο κλάμα από την τρομάρα του.

«Το σκεπάρνι», εξακολουθούσε να φωνάζει, εκτός εαυτού, η Μαριγώ.

«Ίντα ’χει, μωρή, το σκεπάρνι;»

«Να πέσει, θέλει, και θα μου το σκοτώσει. Όοοφου, το κοπέλι μου!»

Ψύχραιμη η γριά τής έδωσε μια μούτζα, της πέταξε κι ένα «άδικο να μη σου λάχει, τροζή» κι ύστερα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. «Μωρή παλαβή», συνέχισε, «και γιάντα δεν έβαλες πιο πέρα το μωρό γή δεν εξεκρέμας, μπάρε μου, το σκεπάρνι;»

«Έεεε;»

«Έξις και ξερή, κακομοίρα, κι έσπασές μου τη χολή».

Σίγουρα την ξέρετε την ιστορία. Εγώ πάντως θυμάμαι τις γιαγιάδες μου που την έλεγαν και την ξανάλεγαν με την πρώτη ευκαιρία, ερμηνεύοντάς την ανάλογα με την περίσταση. Όταν ήθελαν να στηλιτεύσουν την απρονοησία κατά πρώτο και κύριο, αλλά επέμεναν και στην άλλη ερμηνεία, αυτή που θέλει τον άνθρωπο να ενεργεί ψύχραιμα και, εν πάση περιπτώσει, να μην πανικοβάλλεται για πράγματα που μπορούν να προληφθούν ή τουλάχιστον δεν έχουν συμβεί ακόμη.

Αυτή η ιστορία μού έρχεται και μου ξανάρχεται στο μυαλό, μέρες τώρα, που κοντεύουν να μας τρελάνουν κανάλια κι εφημερίδες με την νέα γρίπη. Και να, τα πρωτοσέλιδα! Και να, οι εκφωνητές με πομπώδες και δραματικό ύφος! «Θα αρρωστήσει ο μισός πληθυσμός, δεν θα χωράνε τα νοσοκομεία, οι εντατικές δεν επαρκούν, θα υπάρξει πανικός, θα…, θα…, θα….» Από το Υπουργείο Υγείας και τον πολυπράγμονα κ. Αβραμόπουλο ξεκίνησε η όλη ιστορία κι από κει μεγεθύνθηκε. Γιατί τον βόλευε, τον κύριο, πολιτικά. Εκεί που ήταν στριμωγμένος στη γωνία με τα χάλια του ΕΣΥ, τις οφειλές των νοσοκομείων και την κατάντια των ασφαλιστικών ταμείων, τα κατάφερε και άλλαξε την ατζέντα. Η αλήθεια είναι πως το πάλεψε το πράγμα.

Ποιος δεν θυμάται την αγωνία του μέχρι να επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα στη χώρα μας; Και μόλις αυτό συνέβη, άρχισε το πανηγύρι. Κάθε μέρα ανακοινώσεις, δηλώσεις για το θεαθήναι κάθε μέρα, ενημερώσεις, επισκέψεις. Μέχρι σε Πρόεδρο Δημοκρατίας και Αρχιεπίσκοπο έφτασε η χάρη του, γιατί είδε να ανοίγεται μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρό. Κι ας κινδυνεύει να πάθει τεράστια ζημιά η χώρα και ιδιαίτερα η μαστιζόμενη οικονομία και ο χειμαζόμενος τουρισμός. Ήδη, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εισπράξαμε μέχρι στιγμής μια ταξιδιωτική οδηγία από τη Ρωσία, με αποτέλεσμα να τραβά τα μαλλιά του ο Υπουργός Τουρισμού. Κι ύστερα; Μήπως νοιάστηκε ο Υπουργός Υγείας κι άλλαξε ρότα; Μήπως συγκινήθηκε; Σιγά! Το πολύ πολύ να σκέφτηκε «ωχ, καημένε μου, κι εσύ! Τη δουλειά μας να κάνουμε και γαία πυρί μυχθήτω». Έτσι είναι;

Θα με ρωτήσεις τώρα κι εσύ, τι έπρεπε να γίνει δηλαδή; Να μη ληφθούν μέτρα; Να μην ενημερωθεί ο πληθυσμός; Να μας στείλουν αδιάβαστους ήθελες; Και, βέβαια, όχι. Έπρεπε να γίνει, ωστόσο, υπεύθυνα και σοβαρά. Και πρόληψη και ενημέρωση και επαγρύπνηση. Στο κάτω της γραφής εδώ δεν έχουμε, ευτυχώς, νεκρούς ακόμη, όπως σε άλλες χώρες, που πάντως αντιμετωπίζουν ψύχραιμα την κατάσταση. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Εδώ το κράτος της πλάκας ζει και βασιλεύει. Και βέβαια έφεραν την καταστροφή τρομοκρατώντας τον κόσμο χωρίς λόγο και αιτία.


Παρασκευή, Ιουλίου 17, 2009

Δημοσκοπήσεις

Πρόσφατα ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις δεκαπέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Αυτό βέβαια ίσχυε και παλιά, αλλά η κυβέρνηση, που πάντα έδινε μεγάλη σημασία σ’ αυτές, και όλες της οι αποφάσεις, στην ουσία, απ’ αυτές εξαρτιόντουσαν, αποφάσισε να αλλάξει τον σχετικό νόμο και να επιτρέπει τη διενέργειά τους μέχρι την παραμονή των εκλογών. Γιατί το έκανε; Για περισσότερη διαφάνεια όπως ισχυριζόταν; Σωπάτε, καλέ! Απλά ήλπιζε πως κάτι θα άλλαζε την τελευταία στιγμή -λέγε με Siemens- και με όπλο τις δημοσκοπήσεις που θα λειτουργούσαν πολλαπλασιαστικά, θα έπαιρνε κεφάλι ή τουλάχιστον θα μείωνε τη διαφορά της από το ΠΑΣΟΚ. Έλα όμως που τα πράγματα γύρισαν ανάποδα, το πουλάκι, ο Χριστοφοράκος, πέταξε και η πανικόβλητη κυβέρνηση άρχισε το παιδομάζωμα φυλακίζοντας τη σύζυγο και τα παιδιά ενός άλλου κατηγορουμένου που πρόλαβε και την κοπάνησε κι αυτός! Ε, τι να σου κάνουν κι οι δημοσκοπήσεις, πήραν την ανιούσα κι άντε να τις μαζεύεις μετά. Κι ύστερα ήρθαν τα exit polls που έδιναν διαφορά 6 και 7 μονάδες στο ΠΑΣΟΚ και γέλασε ο κάθε πικραμένος.

Ειπώθηκαν πολλά και γράφτηκαν άλλα τόσα για τον ρόλο των δημοσκοπήσεων και για το πώς επηρεάζουν την κοινή γνώμη. Από εργαλείο μέτρησης, δηλαδή, και αποτύπωσης της κοινής γνώμης τη συγκεκριμένη στιγμή, έφτασαν να θεωρούνται μέσον χειραγώγησης, λες και φταίνε οι δημοσκόποι για τ’ αποτελέσματα των ερευνών τους. Λες και δεν φταίνε αυτοί που απαντούν που, ειδικά στις Ευρωεκλογές, ακόμη και αν είχαν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία, δεν το δήλωναν από ντροπή και το αποτέλεσμα βγήκε άλλα αντ’ άλλων.

Η επόμενη μέρα των εκλογών βρήκε το πολιτικό σύστημα βαριά τραυματισμένο και την ανυπόληπτη κυβέρνηση ηττημένη, βυθισμένη στον βόρβορο των σκανδάλων της, των λαθών και των παραλείψεών της, να προσπαθεί να ερμηνεύσει το μήνυμα της κάλπης. Μόνο που για άλλη μια φορά το ερμήνευσε λάθος και την πλήρωσαν άσχετοι : οι μετανάστες και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Στα πλαίσια αυτά είδαμε συλλήψεις, διωγμούς και κατεδαφίσεις παραπηγμάτων οn camera. Όχι, δεν έκλεισαν τις εταιρείες δημοσκοπήσεων ούτε απέλασαν τους δημοσκόπους. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Απλά επανέφεραν το παλαιό καθεστώς. Πώς λέμε, φταίει ο γάιδαρος, βαράμε το σαμάρι; Έτσι ακριβώς. Μόνο που τα αίτια είναι αλλού.

Είναι στο 9,4% της (επίσημης) ανεργίας που στερεί τη δουλειά σε πάνω από 500.000 άτομα. Είναι στη θερινή φοροκαταιγίδα με την έκτακτη εισφορά, το ΕΤΑΚ και τους ημιυπαίθριους. Είναι στην ανασφάλεια που αισθάνεται ο έμπορος, ο βιοτέχνης, ο επαγγελματίας και ο μισθωτός ακόμη, γιατί βλέπει το μέλλον του αβέβαιο και θολό. Είναι στη διαφθορά που έχει διαβρώσει όλα τα επίπεδα και έχει φτάσει μέχρι τα υπουργικά γραφεία. Όχι πως είναι η πρώτη φορά, αλλά όπως και να το κάνουμε, είναι θλιβερό ν’ ακούς τα μέλη του συνδικάτου του εγκλήματος (Βλαστούς και τέτοια) ανάμεσα σε Βρωμού, Γιγαντάκες και Τζιτζικούλες να αναφέρονται στις μεταξύ τους συνομιλίες σε ονόματα σωφρονιστικών υπαλλήλων, διευθυντών φυλακών και, άκουσον άκουσον, μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Κι ύστερα μας φταίνε οι δημοσκοπήσεις!

Κι ύστερα μας φταίει ο Διοικητής της ΕΥΠ που τον άλλαξαν άρον άρον. Καλά, κι αυτός ο χριστιανός δεν ήξερε, δεν ρώταγε; Έτσι αφήνουν τις κασέτες να κυκλοφορούν; Με τα ονόματα φάτσα φόρα; Κι ύστερα παραπονιέται γιατί τον απέπεμψε ο Υπουργός, ο κ.Παυλόπουλος. Μα, κύριε Διοικητά, κ. Κοραντή μου, είναι δυνατόν να βγαίνετε και να δηλώνετε πως «εγώ δεν κάνω κοπτοραπτική» στις συνομιλίες και μετά ν’ αναρωτιέστε γιατί σας έδιωξαν; Γιατί απλά βρήκαν άλλον που μπορεί να κάνει και κοπτοραπτική και αποσιώπηση, άμα χρειαστεί, και παραπλάνηση και ό,τι άλλο απαιτηθεί, τέλος πάντων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η αξιοπρέπεια και το κύρος των κυβερνώντων. Πάντως, καλού κακού, μη μιλάς, μη γελάς, μην κινείσαι, γιατί σε βλέπουν και σ’ ακούνε. Τώρα και με νόμο πια αφού η Βουλή ψήφισε το νομοσχέδιο για τις κάμερες.

Και μέσα στον γενικό χαμό βγαίνει το Υπουργείο Υγείας και ανακοινώνει μέρα-μέρα την ύπαρξη νέων κρουσμάτων της γρίπης των χοίρων. Προβολή χρειάζεται ο Υπουργός γιατί ’ναι οι μέρες πονηρές και παίζονται πολλά αυτή την περίοδο. Από τον αγώνα για επιβίωση -λέγε με επανεκλογή- μέχρι την επικείμενη μάχη των επιγόνων στην μετά Καραμανλή εποχή. Μόνο που πες πες καταφέραμε να γίνουμε μέρος του προβλήματος. Σαν χώρα όπου η νέα γρίπη παρουσιάζει έξαρση καταγραφήκαμε και εισπράξαμε μια ταξιδιωτική οδηγία από τη Ρωσία, τη μόνη χώρα στην οποία προσβλέπει η μαστιζόμενη τουριστική βιομηχανία. Μάλιστα, κύριοι. Το καταφέραμε κι αυτό. Και τρέχει τώρα ο Υπουργός Τουρισμού να δει πώς θα τα μπαλώσει.