Τρίτη, Απριλίου 15, 2008

Η ΛΑHΝΑ

(Διήγημα)

Ξέσκολα και δεν εμπορούσαν’ ακόμη να το χωνέψουνε πως αποκάμαν’ οι φαοπιοτούρες και τα γλεντοκόπια. Επεράσανε τα Χριστούγεννα και τ’ Αγιού Βασιλιού, εφύγανε και τα Φώτα. Κανονικά εδά, ήτανε ώρα μπλιο να γιαγύρει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Εύκολο ήταν’ όμως απού ’χανε κακομάθει στο καθισό και στα φαγοπότια; Και δεν είχανε κι άδικο εδώ που τα λέμεν’ ούλα. Εκόντεψενε να τσι ξεβγάλει το σαραντάημερο με την πείνα και τσι νήστειες. Όϊ λέω κι είχανε φαωμένα κουκορόβυθα, κολοκύθες γιαχνιστές, ψαροκόλυβα και λαχαντούρες! Και μη μπα να θαρρείτε ’δα πως ήτονε και πολλά θρήσκοι; Απ’ ανάγκη τα κάναν’ ούλα. Ολάδειανο το σπίτι, το σταυρό των εκάναν’ απού τα βρίχνανε και τούτανά. Κι ίντα άλλο των απόμενε; Αν επίνανε κιανένα κρασί κι ο κόσμος ούλος κι απανούλος. Μα και το κρασάκι, κι αυτό το παντέρμο με το ζόρε εκατέβαινενε κάτω σαν είχενε για μεζέ μόνο βρεχτοκούκια κι ελές κολυμπάδες. Κι ο χειμώνας, ο λυσάρης, να μην απαλεύγεται στον Κάμπο. Κρυγιώτη και τω γονέω απού λένε. Ένας τζιγκροβορές να παγώνει τα σύμπαντα κι ένας γιαλός να μανίζει και να βρουχάται και να καταχτυπά στα χαράκια από κάτω από το χωράφι.
Πότες πότες τ’ αποφάσιζεν’ ο Πολιός κι εκουκλώνουντονε τη μαντύα τη στρατιωτική κι απόσων’ ίσαμε το γυρογιάλι. Μιαν αματέ ήθελενε να ρίξει, να ελέγξει δηλαδή αν έβγαλενε πράμα η θάλασσα, κιαμιά τάβλα, κιανένα μπουκάλι, ξύλα για το τζάκι, πράμα να ’τονε κι ό,τι θέλει ας ήτονε. Χρειαζούμενο θα ’τανε στα σίγουρα για το μαγαζί ή για το σπίτι. Μα εδά και μέρες δεν τον άφηνεν’ ο γιαλός να κατεβεί από το χωράφι του και κάτω. Παρμένη είχεν’ ούλη την άμμο κι εκαταχτύπανε στο γύρο κι ήτονε, ανάθεμά με, ένα μπόι στο βάθος το νερό κι ακόμη πλια πολύ. Βοριάς στεγνός να παίρνει τσι πέτρες και να κρατά σφαλισμένους στα σπίτια κι οζά κι αθρώπους. Κι όσοι είχανε καωμένη την κουμεδιά τους κι είχαν’ αναμαζωμένα ξύλα κι αποθηκιασμένα φαγώσιμα κατιτίς εγίνουντονε, τσ’ άλλους κλάψε τσι κι απόκλαψέ τσι.
-Ανάθεμά με κι α’ δέ με πάρει κι εμένα , εμουρμούρισεν’ ο Πολιός μόλις τον εκούκλωσ’ η αρμύρα κι ένοιωσενε την αψάδα τού γιαλού από το κύμα που έσκασεν’ από κάτω του, στο γύρο. Ανασήκωσεν’ ίσαμ’ απάνω τσι γιακάδες τση χλαίνης για να του σκεπάζουνε τ’ αυτιά και με ζάλο γοργό εχώθηκενε στο καφενείο. Δεν ήτανε ’δά και κιανείς θεωρητικός ο Πολιός. Κοντούλης κι αδύναμος, ζήτημα να ’τανε πενήντα με πενήντα πέντε οκάδες με τα ρούχα μαζί. Εξηντάριζενε κιόλας, έ, ήτονε να μη φοβάται; Σαν εμπήκενε στο καφενείο, έβγαλενε τη μαντύα και την ετίναξε για να φύγουν οι σκόνες και τα ριπίδια τα ξερά από τ’ αρμυρίκια, απού ’τανε κολλημένα απάνω τζη κι ύστερα την εκρέμασενε σε μια μπρόκα στον τοίχο τού μαγαζού κοντά στο τζάκι. Σαν εξεμπέρδεψενε κι από τούτονά, επήρενε να σιάζει τα ξύλα στην παραστιά. Άθρωπος γεννημένος δεν είχενε φανεί από το πρωί. Και πού να φανεί δηλαδή μέσα στο καταχείμωνο και μ’ ετσά τσίκνα στον Κάμπο! Άλλα σπίτια δεν υπήρχανε τριγύρω όξω από το δικό του, οι χωριανοί δεν είχανε κατηφορίσει στον Κάμπο, αρέ και πού να περάσει κιανένα φορτηγό από το δρόμο κι αυτό πάλι εβιάζουντονε πρέπος και δεν έλεγενε να σταλάρει.
Μόνο το καλοκαίρι την είχενε καλά ο Πολιός. Άντε και την άνοιξη απού κατεβαίναν’ οι χωριανοί και φυτεύανε τα μποστάνια κι ύστερα εστένανε και τσι καλύβες κι εγέμιζεν’ ο Κάμπος. Ετότεσάς να θώριες χαρές και μεγαλεία! Δεν επρολάβαινενε να μπαινοβγαίνει από τ’ αυλιδάκι με τσι μεγάλες μουρνές στο καφενείο και ν’ αντιγιαέρνει οπίσω με τσι παραγγελίες.
-Εκοριζάσετε μωρέ σήμερο του νερού; τως είχενε πει μιαν ημέρα που τον είχανε τροζαμένο να κουβαλεί στο δίσκο τσι γαζόζες και στσι κανάτες το νερό.
-Κουκιά ματσιστά μού πέψανε, μωρέ Πολιό, από το χωριό, έψησα και μια φρίσα, κάνει και κάψα, έ, εδίψασα, του δικαιολογήθηκεν’ ο Φασουλομιχάλης απού θα ’χενε πιωμένες, άτιμος να ’μαι, ίσαμε τέσσερις με πέντε γαζόζες κι ένα γαζοντενεκέ νερό από πάνω. Ετούτανά κι άλλα πολλά αναστορούντονε και τσιμογέλαν’ αμοναχός του.
Μα σήμερο, δεν είχεν’ εμφανιστεί άθρωπος γεννημένος κι ο Πολιός άκουενε το Θεό του ν’ ανάβει. «Ένας άθρωπος μωρέ να φανεί», εσκέφτουντονε, «ετσά για δείγμα». Να τονε πειράξει, να ψευτομαλώσουνε, να του περάσει η φούρκα. Δεν την εμπόριεν’ αυτός τη μοναξά. Σαν εξεσκάλισενε καλά καλά το τζάκι, επέρασεν’, ως το ’χενε συνήθιο, στη μέση του μια μεγάλη φαντή πετσέτα, κόκκινη με άσπρα σπιτάκια που την εφόριενε για ποδιά, έθεκενε στον ώμον του άλλη μια, άνοιξενε την πόρτα κι εμπήκενε στην κουζίνα, στο παράσπιτο, απού μαγείρευεν’ η γυναίκα του.
-Ίντα ψήνεις μπρε; την ερώτηξεν’ ετσά για να πει πράμα.
-Ροβύθια βράζω, τ’ αποκρίθηκενε καλόχαρη η Πολυδώραινα.
-Κι έχεις μπάρε μου και κιαμιά ρέγγα;
-Κακό και κακοντόπαθα. Σαρακοστή και Παρασκεβιάτικο, μουδέ λάδι δεν τρώνε σήμερο κακονίζικο. Μα κάμε ’δά υπομονή ως ταχιά κι αύριο που ’ναι παραμονή θα σφάξομενε το χοίρο.
-’Ντα να ’χω θέλει αντοχή ως τα τοτεσάς απού κόλλησεν’ η κοιλιά μου στη πλάτη μου από την πείνα;
-Κι αντοχή κι απαντοχή! Δεν το θωρείς πως επεράσαν’ οι μέρες με τη βοήθεια τού Θεού, μεγάλη ’ν’ η Χάρη Του;
Εστραβομουτσούνιασεν’ ο Πολιός, μα σαν αντιλήφθηκενε τσι θυγατέρες του απού τον εξανοίγανε και κρυφογελούσανε, «ώρες είναι να με πάρουνε και στο ψιλό», εσυλλογίστηνε κι επήρενε τα μπρος οπίσω και ξαναγιάηρε στο μαγαζί. Πάλι καλά που του ’χενε κόψει και το ’χενε χτισμένο το καφενείο στον Κάμπο. Απάνω στο δρόμο ήτονε, καλό το πέρασμα, έκανενε δουλίτσα τον πλια καιρό. Κολλητά στο καφενεδάκι είχενε χτισμένο το κουζινάκι, ένα δωματιάκι, και πλια κάτω τον απόπατο. Υπολόγιζενε πως ανέ ντου πάει καλά η δουλειά το καλοκαίρι, ’θελα χτίσει άλλο ένα δωμάτιο να ξεχωρίσει τουλάιστο από τσι θυγατέρες του που δεν εμπόριενε τη νύχτα μουδέ να κλάσει χωρίς να τονε πάρουνε χαμπάρι.
Αξάφνου του φάνηκενε κι άκουσενε βρούχος παράξενο από το δρόμο και πριχού προλάβεις να το σκεφτείς, είχενε βρεθεί καταμεσής του δρόμου. Δεν τον είχανε γελασμένο τ’ αυτιά του. Το τρίκυκλο τού Τζαγκαρογιώργη, του πλανόδιου έμπορα, ήτονε που είχεν’ εμφανιστεί. Από τη μιαν άκρα του δρόμου επήγαινεν’ εις την άλλη, στην κάθε ριπή τ’ ανέμου. Και με τα δυο ντου χέρια αντισκάρωνενε το τιμόνι για να μην τονε πάρει και τον ίδιο και του διαόλου το εργαλείο π’ οδήγανε. Εζορίζουντονε κι ασκοφύσαν’ ωσάν τη φυσικτήρα, μα έκανεν’ υπομονή να προσπεράσει τον Κάμπο και να πιάσει του Σταυρωμένου απού ’κοβενε λιγάκι και ν’ αντιδείρει τον Καρνατζέ. Στο ζόρε του το μεγάλο, επήρενε τ’ αμάτι του τον Πολιό στη μέση τού δρόμου να χοροπηδά σαν τον τροζό και να του κάνει νοήματα με τα χέρια.
-Νιιιααά λαπόρδα, αγγελαμόκωλε, εσυνέχισενε να φωνιάζει ο Πολιός μόλις εκατάλαβενε ποιος είναι κι εκούνιενε πέρα δώθε την πετσέτα απού ’χεν’ ακουμπισμένη πρωτύτερα στον ώμο του, για να τον αναγκάσει να σταματήσει.
-Να μωρέ, τ’ αποκρίθηκεν’ αυτός και του ’δωκενε πέντε φάσκελα. Ως απόλαρεν’ όμως τη χέρα ντου για να σφακελώσει τον Πολιό, του ’φυγενε κι η μηχανή κι έβρηκεν’ ο μπροστινός τση τροχός αέρα κι έδωκεν’ εις τη βάγκα. Εκόντεψενε να ντουμπάρει το σαράβαλο και να τονε πλακώσει, μα ’ταν’ ανάβαθη η βάγκα και την εγλίτωσε. Με την ψυχή στο στόμα επόρισεν’ όξω ο Τζαγκαρογιώργης κι εκοπανιούντονε. «Στον Πρίνο ήθελα να πάω, μωρέ γαμαρισμένε, να φορτώσω μια ολιά καρπό, μα μου ’λαχες στο ζάλο κι ατσιπόδιασές με. Άσε τα γέλια κι έλα να βγάλομεν’ εδά τη μηχανή στο δρόμο, γιατί θα πιάσω τη μαναβέλα και θα σ’ ανοίξω την παντέρμη σου στη μέση».
-Δεν το κουνείς από ’παέ α’ δε πιούμενε τουλάιστο μια, εκατάφερενε κι είπεν’ του ο Πολιός απού κόντευενε να κατουρηθεί από τα γέλια.
-Άντε μπάρε μου και μην ξαργείς, εσυμφώνησεν’ ο Τζαγκαρογιώργης απού εγύρεβγεν’ αιτία.
Ομπρός ο Πολιός, οπίσω ο Τζαγκαρογιώργης, εμπήκανε στο μαγαζί. Άρπαξεν’ ο Πολιός το ρακομπούκαλο κι ετίγκαρενε τα ποτήρια. «Εβίβα» ο ένας, «εβίβα» ο άλλος, «εδά κερνώ εγώ», «έφταξεν’ η σειρά μου», εγενήκανε καζίκι στο μεθύσι. Εκειά, στον καναπέ τού μαγαζού εγύρανε κι εκειά τσι βρήκενε το ξημέρωμα παραμονή τω Χριστουγέννω.
-Σήκω να βάλεις μια ρακή να ξεμεθύσομενε κι έχομενε και δουλειές σήμερο, του φώναξενε στ’ αποδιαφώτισμα τση μέρας ο Τζαγκαρογιώργης.
Μέχρι να πιούνε τη ρακή, έβρασενε κι ο καφές απού ’χενε στεμένο στη χόβολη κι ωστόσο να σου και το Γιώργη, τον αδερφό τού Πολιού απού ’ρθενε με το μουλάρι κι είχενε κρεμασμένα στα σκαρβέλια τα τζεγκέλια και τα χασαπομάχαιρα για να σφάξουνε του Πολιού το χοίρο. Ηθέλανε δεν ηθέλανε, επαραιτήσανε τσι ρακές κι επιάσανε τη δουλειά. Εστέσανε στο μπουγαδοτσίκαλο το νερό να βράσει κι εθέκανε κάτω το χοίρο.
Πριχού το μεσημέρι τον είχανε κάμει κούπα. Μαδημένος και κάτασπρος μ’ ένα λεμόνι στο στόμα εκρέμουντον’ από τα μεσοδόκια ο χοίρος τού Πολιού, ζυγιασμένος και ταχτοποιημένος. Δεν ήτονε και πολλά μεγάλος. Μούδε και μικιό όμως δεν εμπόριες να τονε πεις. Εξήντα οκτώ οκάδες ήτονε, ξέχωρα οι κοιλιές και τα σκώτια.
-Ξεχώρισέ μου ’δά την κεφαλή και κόψε και δυο τρεις οκάδες από τσι ποδιές να κάμομ’ ένα μεζέ, είπεν’ ο Πολιός τ’ αδερφού ντου, σαν τον είδενε πως εσκούπιζενε τα χέρια ντου στην ποδιά.
-Μη μου πεις πως θα γαμαρίσετε σήμερο μέρα που ’ναι, εμπήκενε στη μέση τρομοκρατημένη ο Πολυδώραινα, «γιατί θ’ αδικοθανατίσω».
-Σώπα, μπρε γυναίκα και για τη σούπα την πρωινή σού τα ξεχωρίζω, τσ’ αποκρίθην’ ο Πολιός.
-Είπα κι εγώ!
-Αντέστε ’δά να πιούμενε μια κι εστράβωσεν’ η μπούκα μου, είπεν’ ο Τζαγκαρογιώργης, απού ’χενε ξεχασμένο και τον καρπό πού ’θελ’ αγοράσει και το τρίκυκλο απού ’τονε μισό στη βάγκα γερμένο και μισό στο δρόμο.
-Αφήστε τσι ρακές κατά μέρος κι ακλουθάτε μου στο χωριό να σφάξομε και τον εδικό μου χοίρο, το ξέκοψεν’ ο Γιώργης, απού δεν εσήκωνενε και πολλά πολλά.
Εξάνοιξεν’ ο γεις τον άλλο, με τα μάθια τα συφωνήσανε, εξεπλύνανε μια ολιά τα χέρια τως κι επήρανε το δρόμο. Καλά τα περάσαν’ από ’κεια κι ύστερα. Δεν τσι ξανάδεν’ η Πολυδώραινα παρά βραδιασμένα την άλλη το βράδυ, ανήμερα τω Χριστουγέννω. Μπορεί και να ’τανε δεκαπέντε νομάτοι. Τύφλα στο μεθύσι κι εβοήθαν’ ο ένας τον άλλο για να τα καταφέρουνε και ν’ αποσώσουνε στον Κάμπο, στου Πολιού το σπίτι.
-Βάλε μπρε να τηγανίσεις το σκώτι, να πιούμενε μιαν κρασέ, εφώναζεν’ ο Πολιός τση γυναίκας του από τα πρι να μπούνε στο καφενείο.
-Εδά σου το ’χω φυλαμένο, μονό περίμενε. Έβαλά το ’γώ και το φοβέρισα να το ’χω έτοιμο για τσ’ οματές. Μα ’χω βραστό, και σασε τηγανίζω κι άλλο ανέ θέτε, τ’ αποκρίθηκενε κι αμέσως, «καλώς και καλώς ορίσετε, κοπιάστε», έκαμενε καλόρεξη στην παρέα απού ’στεκενε και την επαρακολούθιε.
***
Κοντά δεκαπέντε μέρες έκαμενε να ξαναδεί κανονικά στο σπίτι η Πολυδώραινα τον άντρα τζη. Αυτοί είχανε σμίξει παρέα διαολοπαράξενη στο χωριό και πιάνανε τα σπίτια με τη σειρά. Όπου κι αν εβραδιάζουντονε εκειά εξημερώνουντονε κιόλας κι άντε πάλι από την άκρα. Είχανε πάει και πεντέξε φορές στο αναμεταξύ στον Κάμπο ορεξάτοι κι ολομέθυστοι, αλλά πού νους για δουλειά ή για τσ’ έγνοιες τού σπιτιού και τ’ αποδέλοιπα.
***
Επεράσαν’ οι εορτές, εφάγανε και τσι χοίρους. Μόνο κάτι κομμάτια απού ’χανε χωσμένα οι γυναίκες στα κουρούπια με μπόλικα μυρωδικά και ξύδι είχαν’ απομείνει και κάτι σίγλινα, μα αυτά δεν τα βγάνανε με την όρεξήν τονε, γιατί τα θέλανε να ’χουνε και κιαμιά μπουκιά κρέας πότε πότε τον αποδέλοιπο καιρό.
Αποκάμαν’ οι σκολάδες, αναγκαστικά αραιώσανε κι οι παρέες αφού δεν εβρίχνανε μπλιο εύκολη δικαιολογία. Ήτανε κι ο Πολιός απού ’τανε ανατζούμπαλος και ζημιάρης και μόλις εμέθιενε έσπαγεν’ ό,τι ’βρισκενε στο σπίτι ξένο ήτονε γή δικό του, διάκριση δεν έκανενε. Αρχίξαν’ οι γυναίκες και δεν τζι ’θωρούσανε με καλόν αμάτι. Με το ζόρε τσι βάναν’ εις το σπίτι και με μισό αχείλι τσ’ αποδέχουντονε. Ως κι α’ δεν ηθέλανε να το πάρουν’ απόφαση, εκαταλαβαίνανε πως έφταξενε το τέλος και δεν είχαν’ εδά ν’ ανημένουνε παρά τσ’ Αποκρές και τα Λαμπρόσκολα πάλι. Μόνο ο Πολιός δεν εμπόριενε να το χωνέψει κι ελόγιαζενε πώς θα τηνε περάσει πάλι αμοναχός στον Κάμπο ’σαμε να φτάξουν’ οι Αποκρές τουλάιστο. Κι εκειά απ’ άκουγενε να σκάσει, «απόκαμεν’ ο γιαλός», εσκέφτουντονε, έφταξενε στ’ αυτιά του το σούσουρο για το «Βάστα κι Έλα». Ούλο το χωριό το θώριεν’ ανάστατο. Στον πόδα που λένε ήτανε, για να ’ναι έτοιμοι το πρωί. Θα με ρωτήξετε ’δα κι εσείς και δικαιολογημένα, ίντα πράμα είναι πάλι τούτονά; Ένα εκκλησάκι, ξωκλήσι ήτανε λέει, απάνω από την Αγιά Τριγιάδα, τ’ Αγ’ Αντωνιού.
Ο Πολιός δεν ήτον’ αυτός θρήσκος. Εδώ δεν επήγαινενε καλά καλά στην εκκλησία τού χωριού, τα ξωκλήσα θα ’πιανενε; Κι όντεν του μουρμούριζενε κιαμιά φορά η Πολυδώραινα να πάνε κι αυτοί σαν και τσ’ άλλους τσ’ αθρώπους, «κι ίντα ’μαι ’γω, ο Πιατούλιος είμαι να κυνηγώ τσ’ εκκλησίες;» την απόπαιρνενε. Μ’ απόψε στο χωριό είδενε τσ’ ετοιμασίες τω γυναικώ κι εζήλεψενε, «σήκω μωρέ να πάμενε κι εμείς», του ’πενε κι ο αδερφός του και το ξανασκέφτηκενε το πράμα. «Πού να πάμε;» τον είχενε ξαναρωτήξει. «Στον Άι Αντώνη στο «Βάστα κι Έλα». Χαράματα θα σηκωθούμενε, φαγιά, μεζέδες και ρακόκρασα θα ’χομενε, μια χαρά θα τηνε περάσομε». «Καινούρια μόδα είναι τουτηνά;» εσυνέχιζενε το βιολί του ο Πολιός. «Ίντα λες μωρέ; Από ’ντεν’ εστάθηκεν’ ο ντουνιάς πάει ο κόσμος στον Άγι’ Αντώνη.
Σιγά απού ’θελενε παρακάλια περίσα ο Πολιός. Σου λέει τεμπελίκι θα ’χομενε, μιαν εγδρομούλα θα κάμομε, θα ’χομενε και φαοπιοτούρα, μια χαρά θα τηνε περάσομε. Έβαλενε το δρόμο μπροστά του φουριόζος κι εκατηφόρισενε στον Κάμπο.
-Μπρε συ, δεν ετοιμάζεσαι να πάμενε στο «Βάστα κι ΄Ελα» το πρωί; είπενε τση Πολυδώραινας μόλις εμπήκενε στο σπίτι.
Έκαμεν’ αυτή το σταυρό τζη, «τα ύστερα του κόσμου», εσκέφτηκενε, να τση γυρέψει ο Πολύδωρος να πάνε σ’ εκκλησία! μα δεν είπενε και πράμα. «Καπριτσάρης είναι, πολύ το ’χει να το μεταγνώσει;» εξανασκέφτηκενε και δεν έβγαλεν’ άχνα. Κι ο Θεός το κατέχει πόσο το ’θελεν’ η κακομοίρα να πάει κι αυτή. Από μική, κοριτσάκι ασχημάτιστο κι απονήρευτο, είχενε να πάει. Από τοτεσάς που ακλούθιενε τω γονέω τζη και των άλλω χωριανώ κι επήγανε στο πανηγύρι. Εβουρκώσανε τα μάθια τζη κι άρχιξενε χαρούμενη τσ’ ετοιμασίες. Έβγαλενε καμπόσες μπριτζόλες από το ξύδι, έδεσενε σε μια πετσέτα ολάκαιρο ένα ψωμί κι έβαλενε σ’ άλλες ελές και τυρί κι ετοίμασενε το βουργιάλι. Εγέμισεν’ ένα φλασκί κρασί κι άλλο ένα με ρακή κι επήγενε κι έθεκενε νωρίς εις το κρεβάτι.
Ούλη τη νύχτα ετριμυχούντον’ ο Πολιός κι εσηκώθηκενε δυο τρεις φορές δήθεν προς νερού του, μ’ αυτός εξάνοιγενε τον ουρανό για να υπολογίσει την ώρα. Είχενε μια ξαστεριά που του ’παιρνενε τα λογικά. Είχενε κόψει κι ο αέρας. Η θάλασσα μόνο εχτύπαν’ ακόμη αποκάτω στα χαράκια, μα μέχρι τ’ απόγεμα έδειχνενε πως θα ’χενε πέσει κι αυτή. Κι ύστερα από τόση ταραχή θα ’χενε βγαρμένα και του κόσμου τα πράματα. Την τελευταία φορά δεν άντεξεν’ άλλο. Θα ’θελεν’ ακόμη δυο ώρες να ξημερώσει οντέν’ εσηκώθηνε κι άρχιξενε να ντύνεται.
-Έναν καφέ θα ετοιμάσω να ξεξυπνήσω, είπενε τση γυναίκας του που τον εξάνοιγεν’ αμίλητη.
-Για τ’ όνομα τ’ Αγίου κάμε, μια τζη μιας απού θα πάμενε στη χάρην Του κάμε κράτει να πιεις μια σταλέ αγίασμα κι απόκειας κάμε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.
Άλλην έγνοια δεν είχεν’ ο Πολιός. Έχε χάρη όμως απού δεν είχεν’ όρεξη για πρωινή μουρμούρα κι ετσά, τση το ’καμενε το χατίρι. Εβγήκεν’ όξω κι έστρωσενε το γάιδαρο. Επήρενε και το μακάτι το κόκκινο που του ’δωκεν’ η Πολυδώραινα και τ’ ομορφόστρωσενε στο σωμάρι και στην καπούλα τού γαϊδάρου. Εκρέμασενε στο ’να σκαρβέλι το βουργιάλι με τα φαγώσιμα και στ’ άλλο τη βούργια με τα φλασκιά τού κρασού και τση ρακής. Εβάστηξενε τα χαλινάρια ν’ ανεβεί στο σωμάρι η Πολυδώραινα, έκατσενε κι αυτός στην καπούλα, έκαμεν’ από συνήθειο το σταυρό του κι εξεκινήσανε. Παρά πίσω ακλουθούσανε με τα πόδια κι οι δυο ντου θυγατέρες. Ετραβήξανε δυτικά ίσαμε τη διασταύρωση τση Πηγής κι ύστερα επήρανε ν’ ανεβαίνουνε το χωριό. Επεράσαν’ από μέσα από το χωριό κι όντεν’ εκοντοφτάνανε στ’ Άδελε, εκόψανε νοτικά κι επήρανε το δρόμο τσ’ Αγιάς Τριάδας. Οντέν’ αποδιαφώτανε μπλιο η μέρα εφτάξανε στο εκκλησάκι. Κόσμο και ντουνιά είδανε μαζωμένο. Οι άντρες είχαν’ ανάψει κιόλας φωτιές κι εψήνανε τα κρέατα. Μια τσίκνα έβγαινενε κι εμπερδεύουντονε με την πρωινή άχνη κι εμοσκομύριζεν’ ο τόπος. Ετρέξανε τα σάλια τού Πολιού, μα ’πήρενε χαμπάρι την Πολυδώραινα που τον αγριομάτιαζε και τον έσερνε κι επήγενε κι εστάθηκενε στην ορά για τ’ αγίασμα. Μάνι μάνι, μια γουλέ ήπιενε, ετσά για του κόσμου τ’ αμάθια και φουριόζος επήγενε κι έσμιξενε με τσ’ άλλους.
Ανάμεσα στσ’ εβίβες, έριξενε και μιαν αματέ στον τόπο. Του άρεσενε. Παραχωστό ήτονε. Γύρω γύρω λόφοι, στο σύνορο που αποκάναν’ οι ελές κι άρχιζεν’ η χαλέπα κι εκειά στην πλαγιά απάνω από τον ποταμό χαμηλοτάβανη, ίσα να φαίνεται, ήταν’ η εκκλησία. Χάλασμα. Χαλάσματα και γύρω τριγύρω κι ερείπια. Μοναστήρι ήτανε του είπανε, παλιά, τ’ Αγίου Αθανασίου, κι εκειά εβρίχνανε καταφύγιο οι πρώτοι χριστιανοί. Το ύστερο εγκαταλείφτηκενε, κιανείς δεν εκάτεχενε το πώς κι εχάλασενε. Στα 1750 λέει, το ξαναστήσανε. Επαρασάξανε ολίγο και το εκκλησάκι και το ’πανε τ’ Αγι’ Αντωνιού.
Δεν επολυσκοτίστην’ ο Πολιός μουδέ για τα ιστορικά, μουδέ για τσι θρησκείες. Αυτός εσίμωσενε των αθρώπω κι άρπαξενε με λαχτάρα την κούπα το κρασί απού του δίνανε.
-Εβίβα Πολιό και του χρόνου!
-Βοήθειά σας! Ξεμέθυστος ήτον’ ακόμη κι εκράθιενε και τσι τύπους βλέπεις.
***
Βραδάκι στο χωριό. Οι χωριανοί οι πλια πολλοί είχανε γιαγύρει από νωρίς από το «Βάστα κι Έλα». Οι γυναίκες εκάνανε τσι δουλιές τού σπιτιού κι εξανοίγανε να μαγερέψουνε πράμα για το βράδυ κι οι άντρες αχεροταΐζανε ακόμη τα οζά στσι στάβλους. Λίγοι μόνο ήτονε στο καφενείο τση μεσοχωριάς. Ο καφετζής οπίσω από το τεζιάκι ετοίμαζενε κι αυτός για να ’χει έτοιμα πιοτά και μεζέδες κι οι τρεις δασκάλοι επαίζανε πρέφα καθισμένοι στο τραπέζι, δίπλα στο παραθύρι τ’ ανατολικό. Άλλη κουβέντα δεν άκουγες πέρα από τ’ ατού, ατού, ατού τω δασκάλω. Α, εξέχασα να σασε πω, πως μιας κι ήτανε φτωχό το χωριό, όσοι τα παίρνανε τα γράμματα εξανοίγανε να σπουδάξουνε. Ετσά υπήρχανε καμπόσοι μορφωμένοι, υπαλλήλοι σε τράπεζες κι άλλες υπηρεσίες. Είχενε και τέσσερις πέντε δασκάλους το χωριό κι απόψε είχανε σμίξει ο Αντώνης τσ’ Ελένης, ο Μύρος τση Μάρθας κι ο Κωστής τού Γιωργάκη. Πειραχτήρια κι οι τρεις, ο Θεός να σε φυλάξει. Δεν είχανε βρει όμως κιανένα πρόσφορο απόψε και το ’χανε ρίξει κι αυτοί στην πρέφα. Ετότες ήτανε π’ άνοιξεν’ απότομα η πόρτα τού καφενείου. Επήγανε κι ήρθανε τα θυρόφυλλα τση πόρτας από τ’ άνοιγμα τ’ απότομο. Σαν εσταμάτησενε το πέρα δώθε, εφάνηκενε κι ο Πολιός στο έμπα τού μαγαζού που δεν τον εστένανε τα πόδια ντου από το μεθύσι. Με τη μια χέρα εκράθιενε τον παραστάτη τση πόρτας και με την άλλη εζύγιαζενε για να βρει ισορροπία.
-Καλώς το μπάρμπα, τον υποδέχτηκεν’ ο καφετζής.
-Χαιρετώ σας, έκαμενε κι ο Πολιός, εσήκωσενε τη χέρα την ελεύτερη, απόλαρενε και την άλλη από τον παραστάτη και μονόπαντα έφταξεν’ ίσαμε το τεζιάκι. Και με τα δυο του χέρια εγαντζώθηκεν’ απάνω του για να μην πέσει. Νέος ο καφετζής και σβέλτος, επρόλαβενε κι έπιασενε στον αέρα με τη μια του χέρα τον Πολιό και την άλλη την έβαλεν’ αντισκάρι στο τεζιάκι για να μην πέσει και τονε πλακώσει.
-Κέρασέ τονε, εφωνάξανε μ’ ένα στόμα οι δασκάλοι.
-Ίντα θα πιεις μπάρμπα; τον ερώτηξεν’ ο καφετζής.
-Βάλε μου, μωρέ ανίψο, μιαν κούπα κρασί να συνεφέρω, τ’ αποκρίθηκεν’ ο Πολιός, μόλις ήβρεν’ ισορροπία.
-Πολιό, εν κραιπάλη βλέπω, επετάχτηκεν’ ο Κωστής τού Γιωργάκη.
-Δουλειά σου, δάσκαλε.
-Άστονε γιατί ’ναι μεθυσμένος και θα μας τα λιχνίσει, τον έκοψεν’ ο Αντώνης τσ’ Ελένης.
Πού να τον ακούσει όμως ο Κωστής! Εδά που βρήκεν’ ευκαιρία θα την άφηνενε να πάει χαημένη; Εκάτεχενε το χούι τού Πολιού κι εκειά, στ’ αδύναμο σημείο, έβρηκενε να του χτυπήσει. Μόλις ’θελα βγει στο κέφι ο Πολιός ήθελενε να σπά. Επέτανε τα πιάτα, τα ποτήρια κι ό,τι άλλο τ’ απάντηχνεν’ εύκαιρο. Την αδυναμία όμως τη μεγάλη, την είχενε στα λαϊνόμπρικα. Όπως ήταν ογκώδικα εγέμιζενε τ’ αμάτι του, άσε που κάνανε και περισσότερη τραβάγια. Γι’ αυτό και μόλις έμπαινενε μεθυσμένος σ’ ένα σπίτι ο Πολιός, το πρώτο πράμα που φρόντιζεν’ η νοικοκερά, ήτανε να εξαφανίσει τη λαΐνα.
-Γιάε, Πολιό, λαΐνες! εσυνέχισεν’ ο Κωστής τού Γιωργάκη κι έδειχνενε του Πολιού το ταβάνι τού μαγαζού.
Εξάνοιξεν’ ο Πολιός το ταβάνι κι απόμεινεν’ ο νους του. Αγαλλίασεν’ η ψυχή του. Ούλα τα μεσοδόκια ήτονε γεμάτα. Από μεγάλα καρφιά εθώριενε κρεμασμένες λαΐνες, λαϊνάκια, μπρίκια, μπρικάκια, κουρουπάκια και λαδερά κι από το μεθύσι του τα θώριενε και διπλά. Εγυαλίσανε τα μάτια του, ετρέξανε τα σάλια του και με τρεμάμενη φωνή «πλέρωσε τα μωρέ», τ’ αποκρίθηκενε «να δεις, σπω τα γή δεν τα σπω».
-Όϊ, εσύ θα τα πλερώσεις.
-Κατέω σας εγώ μωρέ ούλους εσάς τσι δασκάλους, ίντα τσιφούτηδες είστε. Μόνο στο συφέρο να μη σας αγγίξει κιανείς, επήρενε φόρα η γλώσσα τού Πολιού κι άντε να την αναμαζώξεις.
-Κι ίντα εγίνηκεν’ εδά μπάρμπα, επήγες στο «Βάστα κι Έλα»; εμπήκενε στη μέση ο καφετζής για να τ’ αλλάξει την κουβέντα, να τ’ αποσπάσει την προσοχή από τα λαϊνόμπρικα και να γλιτώσει το κακό.
-Επήγα μωρέ, παιδί μου. Ίσαμ’ εδά ήμουν’ εκειά. Απόβγαλα από νωρίς την κερά με τσι κόρες κι εγώ έφυγα με τσι τελευταίους. Το ύστερο απόσωσα κι ίσαμ’ επαέ.
-Γιώργη, σπάσε μας δυο γαζόζες σε τρία ποτήρια, έδωκενε την παραγγελία απάνω στην ώρα ο Μύρος τση Μάρθας.
-Από μένα τα κεράσματα, επετάχτηκεν’ ο Πολιός.
-Έφτασεεε, αποκρίθηκεν’ ο καφετζής κι έβαλενε στο δίσκο τα ποτήρια.
«Εδά ’ν’ η γ’ ευκαιρία», εσκέφτηκενε κι ο Πολιός. «Εδά που δε με θωρεί», κι ως επήγαινεν’ ο καφετζής την παραγγελία, βουτά κι αυτός τη λαΐνα τού μαγαζού. Βαρέ του φάνηκενε μια ολιά, πρέπος πως είχενε και νερό μέσα. «Καλλιά!» εσκέφτηκενε χαιρέκακα. Μπροστά ο καφετζής οξ’ από πίσω ο Πολιός να τρεκλίζει και με τη λαΐνα στη χέρα. Ξέγνοιος ο καφετζής, αφοσιωμένοι στα χαρτιά οι δασκάλοι, δεν τον επήραν’ είδηση. Και δυο τρεις πελάτες απού τον είδανε δεν εβγάλαν’ άχνα για να κάμουνε χάζι. Σαν έφταξενε κοντά στο τραπέζι που παίζανε την πρέφα οι δασκάλοι, την ανακαμπανίζει ο αθεόφοβος και τηνε σκα στη μέση τού τραπεζού. Θρύψαλα εγίνηκεν’ η λαΐνα κι έκαμεν’ ολόβρεχτους τσι δασκάλους. Επεταχτήκαν’ απάνω αυτοί κι αναμαζώνανε τα νερά από τα κουστούμια τωνε που ’χανε γενεί σώχρηστα κι εκάμανε να τσατιστούνε κι από πάνω. Κι ο Πολιός, να ξεκαυκαλώνεται στα γέλια.
-Να μάθετε γιβεντισμένοι να τα βάνετε με τον Πολιό. Καλά δεν των το ’καμα ανίψο; κι έκλεινενε με νόημα τ’ αμάτι στον καφετζή.
Ετσιμογέλασεν’ αυτός κι ως τον είδεν’ ο Πολιός επήρεν’ αέρα.
-Λαποοόρδα, εσυνέχισεν, «αγγελαμοοόκωλε».
-Μουρμού εδά, έκαμενε των αλλονώ δασκάλω ο Αντώνης τσ’ Ελένης, μα μπούκαρενε εκεινηνά την ώρα παρέα στο μαγαζί. Αυτούς επαράλαβεν’ ο Πολιός κι εγλιτώσαν’ οι δασκάλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου