Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008

To ναυάγιο

Έβρεχε όλη τη νύχτα κι έκανε τσουχτερό κρύο εκείνο το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1966. Τρία παιδιά όλα κι όλα, δυο κορίτσια κι ένα αγόρι, εγώ ήμουν αυτός, πρόβαλαν στο μισοσκόταδο σαν φαντάσματα και τρέχοντας χώθηκαν στο παλιό αστικό που είχε μόλις φτάσει. Ήταν κιόλας μούσκεμα αφού οι γαλότσες και τα φτηνά αδιάβροχα με την κουκούλα, ελάχιστα τα είχαν προστατέψει από το κατακαίρι.
Όρθιος στη μέση του διαδρόμου ο εισπράχτορας, τυλιγμένος σ’ ένα βαρύ παλτό, με μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και κασκόλ στον λαιμό, γκρίνιαζε.
«Από δω, από δω», έλεγε, τα καθοδηγούσε και τα έβαλε να στριμωχτούν στο πρώτο κάθισμα, πίσω ακριβώς από τον οδηγό. «Μόνο εδώ είναι στεγνά», συνέχισε να μουρμουρίζει μόνος του. «Όλο το υπόλοιπο στάζει, αν κι απ’ ότι βλέπω δεν έχετε ανάγκη εσείς».
Τι ανάγκη είχαν αλήθεια; Καμιά. Αφού για να μάθουν πέντε κολλυβογράμματα ήταν υποχρεωμένα να σηκώνονται από το μαύρο χάραμα για να προλάβουν το λεωφορείο που θα τα μετέφερε από το μικρό τους χωριό, στο Ρέθυμνο που είχε γυμνάσιο. Έξι και μισή το πρωί έφτανε το ρημάδι. Μισή ώρα η διαδρομή, γύρω στις επτά ήταν στη Χώρα κι ας άρχιζαν τα μαθήματα από τις οκτώ κι ύστερα. Κι έμενε μια ολάκερη ώρα για σουλάτσο και χαζολόγημα στη Λεωφόρο. Θα μου πεις ποιος είχε όρεξη για βόλτα πρωινιάτικα; Ας ήταν καλός ο καιρός και σου ’λεγα εγώ! Αλλά με κρύο και βροχή, αναγκαστικά κάπου έπρεπε να τη βγάλουν μέχρι ν’ αποφασίσει ο επιστάτης να ξεκλειδώσει το λουκέτο και ν’ ανοίξει τη μεγάλη καγκελόπορτα του πέριαυλου. Βέβαια κι αυτοί στο ΚΤΕΛ είχαν τα δίκια τους. Τα πιο βολικά δρομολόγια και τα πιο καινούρια αυτοκίνητα τα κρατούσαν για τα μεγαλύτερα χωριά που είχαν πιο πολλά παιδιά και περισσότερους επιβάτες.
«Επλημμύρισενε, μωρέ κοπέλια, ο Πλατανιανός ποταμός και να δούμε πώς θα περάσομε», σχολίασε ο οδηγός, ένας μεσοκαιρίτης, μαυριδερός με φουσκωμένο στομάχι και στριφτές μουστάκες, μόλις έλυσε το χειρόφρενο κι έπιασε την κατηφόρα.
Μπροστά στους Τέσσερις Μάρτυρες τ’ άφησε κι εκεί χωρίστηκαν. Τα κορίτσια βρήκαν απάγκιο στην είσοδο της εκκλησίας κι εγώ κούρνιασα τουρτουρίζοντας στην είσοδο του πρώτου μαγαζιού που βρήκα μπροστά μου. Κρύωνα. Όμως μια παγωμάρα πιο δυνατή έβγαινε από μέσα μου. Ένα κακό προαίσθημα, σαν να περίμενα πως κάτι πολύ άσχημο θα συμβεί, με βασάνιζε. Τα δόντια μου χτυπούσαν κι ένας ανεξήγητος πανικός που με κατέλαβε ξαφνικά, μ’ έκανε να τρέχω σαν παλαβός μέσα στη βροχή και το κρύο.
Ευτυχώς που βρήκα ανοιχτό το σχολείο και χώθηκα μέσα. Άφησα βιαστικός τη σάκα και το αδιάβροχο στην Γ2, χτύπησα δυνατά τα πόδια μου στο πάτωμα για να διώξω από πάνω μου τα πολλά νερά και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο του κυρ Χαράλαμπου, του επιστάτη του Α΄ Αρρένων.
«Έκειε ξάνοιξε ’ναν καιρό», τον άκουσα να μονολογεί.
«Τι έπαθες, κυρ Χαράλαμπε;»
«Έσπασε ο αέρας το τζαμάκι και γέμισε ο τόπος νερά».
«Σου ’κανε ζημιά;»
«Λίγα πράματα αλλά τώρα πρέπει να σφουγγαρίσω. Και κάνει και μια κρυγιότη!»
Ο θεολόγος που έφτασε κατηφής εκείνη την ώρα έδωσε μια άλλη διάσταση στην κουβέντα.
«Τα μάθατε τα νέα;» ρώτησε με πένθιμο ύφος μόλις έβγαλε το παλτό και το καπέλο του.
«Ίντα γίνηκε;» πρόλαβε και τον ρώτησε ο επιστάτης.
«Το “Ηράκλειο”, λέει, δεν έφτασε στον Πειραιά. Ανήσυχοι με πήραν τηλέφωνο κάποιοι συγγενείς μου πριν λίγο. Αν δεν έδεσε από νωρίς σε κάποιο άλλο λιμάνι, δεν θα ’ναι για καλό του».
Ούτε οι άλλοι καθηγητές που έφταναν ένας-ένας γνώριζαν τίποτα περισσότερο. Χτύπησε το κουδούνι, άρχισαν τα μαθήματα, αλλά το μούδιασμα και το σφίξιμο που ένιωθα από το πρωί δεν έλεγε να μ’ αφήσει και πού μυαλό για Ιστορίες και Αρχαία! Ταξίδευε ένας ξάδελφός μου με το “Ηράκλειο”. Φτωχόπαιδο κι αυτός σαν κι όλους μας. Ηλεκτρολόγος ήταν. Είχε απολυθεί κάποιους μήνες πριν από τον στρατό κι ανέβαινε για δουλειά στην Αθήνα. Αν είχε βουλιάξει το καράβι; Τη μάνα του, τη θεια μου την κακομοίρα, σκεφτόμουν.
Μεσημέριασε όταν έφτασαν τα μαντάτα. Το είπε το ράδιο, λέει. Ναυάγησε το “Ηράκλειο” στη Φαλκονέρα και πάει! Πένθος στα Χανιά, σπαραγμός στο Ρέθυμνο. Νεκρίκιες χτυπούσαν οι καμπάνες στην πόλη κι οι καρδιές κόντευαν να σπάσουν από αγωνία και πόνο. Υπάρχουν διασωθέντες; Πόσοι είναι και προπάντων ποιοι;
Πέρασαν μέρες μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Ο επίσημος απολογισμός; 217 νεκροί και μόλις 46 οι διασωθέντες. Ανάμεσά τους κι ο ξάδελφός μου που τη γλίτωσε από θαύμα. Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Μαυροφορέθηκε στα καλά καθούμενα η μισή Κρήτη με τόσες ψυχές χαμένες άδικα. Κι όταν σταμάτησαν τα πολλά δάκρυα, η οργή που ξεχείλιζε και η αγανάκτηση ήταν τέτοια, που ταρακούνησε κάποιους.
«Δεν είμαστε οζά», φώναζαν, «να μας λαλούνε οι Τυπάλδοι κι οι Ευθυμιάδηδες. Από πάππου προς πάππου κάποιοι την Κρήτη την έχουν για να την αρμέγουν μόνο. Και στο τέλος μας πνίγουν κι από πάνω. Κάτι πρέπει να κάνουμε διαφορετικά είμαστε άξιοι της τύχης μας».
Το είπαν, το φώναξαν, το πίστεψαν. Μπήκε μπροστάρης ο Ειρηναίος, ο Δεσπότης της Κισσάμου, φτιάχτηκαν επιτροπές, άρχισε ο αγώνας. Να κάνουμε εταιρεία δική μας. Να ορίζουμε τις τύχες μας, επιτέλους. Ανοίχτηκαν κατάλογοι, άρχισαν οι εγγραφές. Όλοι έδιναν. Κι οι πλούσιοι κι οι φτωχοί. Μέχρι κανίστρες με λάδι πουλήθηκαν για ν’ αγοραστούν μετοχές. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που σε χρόνο ρεκόρ, στις 10 Απριλίου 1967, η Ναυτιλιακή Εταιρεία Κρήτης, η γνωστή μας ΑΝΕΚ, είχε γίνει πραγματικότητα. Τα πάντα πήραν τον δρόμο τους. Αγοράστηκε πλοίο, βγήκαν οι άδειες και το 1970 το μεγαλόπρεπο οχηματαγωγό ΚΥΔΩΝ δρομολογήθηκε στη γραμμή Χανιά-Πειραιάς. Τίποτα πια δεν έμοιαζε με το χτες. Οι Κρητικοί πραγματικά είχαν πάρει την τύχη στα χέρια τους και την κατεύθυναν όπως ήθελαν αυτοί. Η επιτυχία της εταιρείας έκανε τους Ηρακλειώτες να ζηλέψουν κι έστησαν κι αυτοί τη δικιά τους εταιρεία, τις Μινωικές Γραμμές.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Μέσα στη γενική ευμάρεια ξεχάστηκε κι η Φαλκονέρα κι οι πνιγμένοι κι οι ταλαιπωρίες. Ξέφτισαν τα οράματα κι η λήθη κατάπιε τους λόγους που οδήγησαν τους Κρητικούς να στραφούν στις θάλασσες. Άλλωστε τώρα πια τα κρητικά καράβια δεν όργωναν μόνο το δικό τους πέλαγος, αλλά ήταν κυρίαρχα και στα δρομολόγια της Αδριατικής. Τώρα αυτοσκοπός είχε γίνει το κέρδος. Γέρασε κι ο Ειρηναίος και τα παράτησε. Η μικρούλα «Ρεθυμνιακή» που εντωμεταξύ είχε μπει σφήνα ανάμεσά τους, απορροφήθηκε από την ΑΝΕΚ και μεγάλα αφεντικά είχαν βάλει στο μάτι και τις δύο εταιρείες που είχαν απομείνει. Το Ρέθυμνο την πλήρωσε πρώτο που απόμεινε χωρίς καράβι αποκομμένο από θάλασσα. Έτσι κι αλλιώς από αέρα πάντα του ήταν. Γιατί η απόσταση, λέει, είναι μικρή και μια χαρά το εξυπηρετούν τα δυο αεροδρόμια του νησιού.
Τώρα που είδαμε τα σκούρα φωνάζουμε πάλι. Θέλουμε να στήσουμε καινούρια εταιρεία που θα μας βγάλει από την απομόνωση. Όμορφα λόγια που χαϊδεύουν τ’ αυτιά και τονώνουν τον θιγμένο εγωισμό μας. Είναι εύκολο όμως να γίνει πραγματικότητα και πολύ περισσότερο μπορεί να πετύχει; Εδώ σε θέλω! Που οι εποχές άλλαξαν. Που η παγκοσμιοποίηση και ο άκρατος φιλελευθερισμός έχουν επιβάλει τους δικούς τους κανόνες. Που οι εταιρείες λαϊκής βάσης ήταν όνειρο που χάθηκε. Διάλυσε η ΔΑΝΕ, πλέει τα λοίσθια η ΝΕΛ, έδεσε και τα δυο καράβια της η ΛΑΝΕ. Η ΑΝΕΚ μόνο σαν λαϊκής βάσης δεν λειτουργεί κι οι Μινωικές πέρασαν σε ιταλικά χέρια.
Το Ρεθυμνάκι από μόνο του είναι σε θέση να κάνει το θαύμα; Με μεγάλη δυσκολία θα πω, ναι. Κι αυτό μόνο αν πεισμώσουμε. Αν θυμηθούμε τα παλιά και βάλουμε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Και πάλι, υπό την προϋπόθεση, πως ποτέ και για τίποτα δεν θα μπορούν να συγκεντρωθούν μεγάλα πακέτα μετοχών σε λίγα χέρια. Μόνο τότε. Αν είμαστε αποφασισμένοι να στηρίξουμε την εταιρεία, ακόμη κι αν αντί για κέρδη, γράφει ζημιές. Διαφορετικά

2 σχόλια:

  1. Γεια σου Νικο σε διαβαζω και με την τωρινη σου αναρτηση με εφερες πολλα χρονια πισω,το θυμαμαι και γω εντονα και ηξερα μια οικογενεια γιατι βλεπεις εμεις ζουσαμε αθηνα που μαυροφορεθηκε , καταληξη ομως ? απο χιλιες αλλαγες και παλι ο παρανομαστης ο ιδιος ,χωρις καραβι, θελω να κατεβω ρεθυμνο αυτες τις μερες και πολυ το σκεπτομαι με αιτια την αποσταση απο χανια.Ο φτωχος συγγενης παντα το ρεθυμνο.Φιλικα ελευθερια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα, αγαπητή Ελευθερία.
    Αντιδρούμε μόνο όταν ζοριστούμε. Και τώρα τα βρήκαμε σκούρα πάλι.
    Να δούμε τι θα γίνει στο τέλος.
    Με το καλό να έλθεις στο Ρέθυμνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή