Τετάρτη, Απριλίου 02, 2008

Εφιάλτης

Καλά τα λένε οι γιατροί αλλά ποιος τους ακούει! Αν πέσεις για ύπνο με βαρυφορτωμένο στομάχι, ύπνο ανήσυχο και δύσκολο θα κάνεις. Κι εντάξει, εγώ προσέχω γενικά. Έτσι κι αλλιώς ούτε πολυφαγάς είμαι ούτε καταχρήσεις κάνω. Να, όμως, που την έπαθα. Να ’φταιγε η Νοτιά που μας είχε παραζαλίσει τις προηγούμενες μέρες, να ’φταιγε η αλλαγή της ώρας που απορύθμισε το βιολογικό μου ρολόι, σίγουρος δεν είμαι. Πάντως, μόλις ξάπλωσα στο κρεβάτι, σε λήθαργο έπεσα κι άρχισα να βλέπω εικόνες θολές κι ανακατωμένες. Σίδερο το κορμί, ακούνητο, σ’ αντίθεση με το πνεύμα που ανάλαφρο, ήρθε και ξεκόλλησε από τ’ αδύναμο σώμα κι άρχισε να περιδιαβαίνει σε μέρη άγνωστα μέχρι που έφτασε πάνω από μια πόλη ονειρεμένη.
«Δες», μου είπε επιτακτικά o αυτόκλητος ξεναγός μου κι ήθελα δεν ήθελα άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου περίεργος να δω πού μ’ έφερε και τι ήταν αυτό που ήθελε να μου δείξει.
Η εικόνα γνώριμη, και προσπάθησα να την αποτυπώσω με ακρίβεια για να μπορέσω ύστερα με τη σειρά μου να την περιγράψω. Έχουμε και λέμε το λοιπόν:
Είδα πεζοδρόμια φαρδιά με πλακάκια πολύχρωμα να ξεφυτρώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη αυτής της πόλης των θαυμάτων, διαβάσεις, πεζόδρομους και ποδηλατόδρομους. Μόνο δρόμους κανονικούς, ούτε για δείγμα, δεν είδα πουθενά. Είδα όμως αυτοκίνητα στοιβιασμένα, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, κολλημένα σ’ ουρές ατέλειωτες, οδηγούς απελπισμένους, πρόσωπα άλλα θλιμμένα κι άλλα εξαγριωμένα με μάτια, να, τόσα, γουρλωμένα κι άκουσα φωνές, βλαστήμιες κι ιαχές ουρανομήκεις.
Είδα καταστήματα αποκλεισμένα κι ενθουσιασμένους μαγαζάτορες που μακάριζαν εαυτούς και αλλήλους για την τόση τους τύχη που βρέθηκε ένας φωτισμένος να χαλάσει τους δρόμους και να φτιάξει πεζοδρόμια. Έκλεισα τα μάτια μου πεισματικά και προσπάθησα να φανταστώ την πόλη αυτή το καλοκαίρι. Μόλις που είχε αρχίσει, λέει, η τουριστική περίοδος και τα λεωφορεία προσπαθούσαν να διασχίσουν την Κουντουριώτου για να μεταφέρουν τους θερινούς επισκέπτες στα ξενοδοχεία. Μπροστά ένα μπλε αστικό, τεράστιο, απ’ αυτά τα σπαστά, είχε καταλάβει τα τρία τέταρτα του οδοστρώματος και πώς να προχωρήσει;
Μια σειρήνα ακούστηκε στο βάθος κι ένα βαρύ όχημα της Πυροσβεστικής φιλοδοξούσε να περάσει. Κάπου είχε πιάσει φωτιά, κάποιοι αγωνιούσαν, κάποιοι κινδύνευαν να καούν ζωντανοί, κι οι πυροσβέστες, αποκλεισμένοι, έδιναν τη δικιά τους άνιση μάχη με την πηγμένη στ’ αυτοκίνητα άσφαλτο. Λίγο πιο κάτω ένα ασθενοφόρο είχε αποκλειστεί στο ύψος του Δημαρχείου κι απελπισμένοι οι νοσηλευτές το είχαν παρατήσει και με το φορείο στα χέρια προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο για να μεταφέρουν τον άρρωστο που βογκούσε. Παραπέρα ένα ΙΧ παρατημένο με τα alarm αναμμένα να δηλώνουν πως ο οδηγός του κάπου είχε πεταχτεί για δυο λεπτά, βρε αδελφέ, και σκέφτηκε να το παρκάρει στον στενό δρόμο. Στο κάτω της γραφής και τι έγινε για δυο λεπτά μονάχα; Έψαξα για τροχονόμο αλλά το μάτι μου δεν πήρε κανέναν, αφού το είδος αυτό είχε εξαφανιστεί από την πόλη των Μακάρων. Εντωμεταξύ τα κορναρίσματα είχαν δυναμώσει, τα τζάμια των αυτοκινήτων είχαν κατεβεί, μικροσυμπλοκές σημειώνονταν ήδη κι οι βρισιές είχαν την τιμητική τους.
Δεν άντεχα, δεν ήθελα να δω άλλο. Εφιάλτης είναι, σκέφτηκα, και πίεσα τον εαυτό μου να ξυπνήσει. Και πάνω που προσπαθούσα να συνέλθω, να σου τον Κ.Ι.Γ.Κ. να μου κλείνει κοροϊδευτικά το μάτι και να μου λέει :
Ήτανε το Μακρύ Στενό και το ’χαμε καμάρι
μα η Κουντουριώτου βάλθηκε τη δόξα να του πάρει.
Α, ρε, Καλλέργη, αθάνατε. Στο Ρέθυμνο είχα βρεθεί, κι αναρωτιόμουν τόσην ώρα!
Προσπάθησα να τ’ απαντήσω αλλά μιας και δεν είμαι στιχοπλόκος θυμήθηκα αυτό που λέγαν οι παλιοί:
«Καλά τα φαρδομάνικα μα τα φορούν παπάδες»,
μαζί με το
«Και τα μεταξωτά βρακιά θέν’ επιδέξιους κ…ς».

1 σχόλιο:

  1. Νίκο!!
    To xρονογράφημα καταπληκτικό!
    Οι περιγραφές σου ειναι πολύ δυνατές και επικρατεί ευτυχώς εύστοχο χιούμορ γιατι
    διαφορετικά ποιός μπορεί να αντέξει τη μία σοβαρότητα πάνω στην άλλη.
    Παράλληλα είδα το blog σου!! συγχαρητήρια
    μου αρέσει πάρα πολύ κάθε κίνηση
    προς τα εμπρός
    με αγάπη
    Χρυσούλα Δημητρακάκη

    ΑπάντησηΔιαγραφή