Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

ΟΛΟΙ ΦΤΑΙΜΕ

Κι εγώ, ο απλός πολίτης που δεν του δίνει σημασία κανείς, κι εσύ ο ψηφοφόρος, κι οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, κι οι καλαμαράδες, κι οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών, κι οι δήμαρχοι, κι οι νομάρχες, κι οι βουλευτές, κι οι υπουργοί, κι οι κυβερνήσεις οι τωρινές κι οι προηγούμενες. Για όσα δεν φωνάξαμε, για όσα ξεχάσαμε να απαιτήσουμε, για όσα παρέλειψαν από μόνοι τους να κάνουν. Και νάτα τ’ αποτελέσματα! Τρελάθηκε ο καιρός, μας αρέσει να λέμε για δικαιολογία. Με μόνη τη διαφορά πως δεν τρελαίνονται οι καιροί, αλλά οι άνθρωποι. Που καταστρέφουν και βρωμίζουν τα πάντα γύρω τους. Που μόνο το κέρδος τούς νοιάζει και να περνούν οι ίδιοι καλά. Κι οι άλλοι; Ωχ, αδελφέ, γι’ αυτούς ποιος νοιάζεται! Κι έτσι απλά, το καταστρέψαμε το περιβάλλον. Μπαζώσαμε τα ρέματα, κάψαμε τα δάση και τα χτίσαμε, και την άμμο, κάτω στην παραλία, χώρο για παρκάρισμα την κάναμε κι αυτή για να ’χουμε τόπο ν’ αφήνουμε τ’ αυτοκίνητο που μας έγινε τόσο απαραίτητο και δεν μπορούμε να κάνουμε βήμα χωρίς αυτό.
Όλοι φταίμε. Κι είναι διαρκές το έγκλημα που έχει διαπραχθεί κι εξακολουθεί να διαπράττεται από τους άρχοντες, τους κυβερνήτες, κι εμάς, τους μουζίκους, που τους ανεχόμαστε. Ήρθε π.χ. η ΔΕΗ κι έφερε το ρεύμα και δι’ αυτού την ανάπτυξη. Αλλά το ρεύμα για να μεταφερθεί θέλει στύλους και πυλώνες, απαιτούνται υποσταθμοί και μετασχηματιστές με αρμαθιές τα πιάτα ή όπως αλλιώς τα λένε. Κι όλα αυτά (στύλοι, πυλώνες, μηχανήματα κι εξαρτήματα) τοποθετούνται σε βουνά και σε λαγκάδια, σ’ άγονη γη, χέρσα, σε καλλιεργημένη, σε δάση κι εκτάσεις χορτολιβαδικές. Κι όταν υπερφορτωθούν ή βραχυκυκλώσουν, σπιθίζουν και γίνονται αιτία πυρκαγιάς γιατ’ είναι ασυντήρητα και όχι μόνο.
Από θαύμα γλιτώσαμε τα θύματα προχθές, στο κέντρο του Ρεθύμνου, όταν πήρε φωτιά ο μετασχηματιστής στη γωνία του Κήπου. Αν ήταν άλλη ώρα, σίγουρα θα θρηνούσαμε θύματα αφού από κάτω ακριβώς βρίσκεται η στάση των λεωφορείων. Και φταις εσύ, φίλε μου, κι εγώ, κι όλοι μας που δεν φωνάξαμε τόσο καιρό, που δεν διαμαρτυρηθήκαμε, που δεν απαιτήσαμε. Είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει στάση κάτω ακριβώς από τον μετασχηματιστή; Κι όμως είναι. Ποιος θα κάτσει ν’ ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες σ’ αυτόν τον ρημαδοτόπο που ζούμε; Φταίει κάποιος; Αν φταίει ίσως τον ανακαλύψει κάποτε κάποια ΕΔΕ. Ως τότε όμως «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι», που λέει κι ο λαός. Μέχρι δηλαδή να γίνει το επόμενο μπαμ, μέχρι το επόμενο ατύχημα. «Στων αμαρτωλών τη χώρα το Μάη μήνα βρέχει». Και το λένε αυτό γιατί μόνο καταστροφές φέρνει του Μάη το νερό. Και φέτο έβρεξε πολύ. Κι ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μεγάλωσαν τα χόρτα και θέριεψε η άγρια βλάστηση. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για τον κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς. Το γνωρίζαμε όλοι. Κι εγώ, κι εσύ, κι οι κυβερνώντες. Όπως γνωρίζαμε πως το φετινό καλοκαίρι δεν θα ’ναι σαν τ’ άλλα. Οι καύσωνες, λέει, θα διαδέχονται ο ένας τον άλλο, συνθήκες ασφυξίας θα δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο, φαινόμενα του καιρού ακραία, η χαρά δηλαδή του εμπρηστή κι ο κίνδυνος ατυχήματος στο μη περαιτέρω. Κι όμως δεν κάναμε τίποτα. Δεν προβλέψαμε, δεν σχεδιάσαμε, δεν πήραμε μέτρα, και καθόμαστε τώρα και κλαίμε πάνω στ’ αποκαΐδια της Πάρνηθας, του Πηλίου κι όπου αλλού. Και στήνονται παιχνίδια πολιτικά κι αντιπαραθέσεις πάνω στων βουνών την ολόμαυρη ράχη για το ποιος φταίει πιο πολύ. Όλοι μας φταίμε, όλοι. Και τα λόγια μας είναι υποκριτικά γιατί μόλις περάσει ο κίνδυνος και δυο τρεις μέρες ακόμη και ξεχαστεί το πράγμα, πάλι «ωχ, αδελφέ», θα πούμε. Μέχρι το επόμενο μπαμ, μέχρι την καταστροφή την επόμενη.
Πέθανε ένας άσημος
Την Πέμπτη το μεσημέρι, στη στάση του λεωφορείου, έπεσε ξερός. Δεν ήταν κανείς επώνυμος ούτε πολίτης επιφανής. Δεν έγραψαν ποτέ γι’ αυτόν οι εφημερίδες κι ούτε και τώρα εκφωνήθηκαν λόγοι επικήδειοι κι επαινετικοί. Φτωχός ήταν κι αδύναμος, χωρίς οικονομικούς πόρους και συγγενείς ικανούς να τον στηρίξουν. Δεν ήταν διανοητικά καθυστερημένος, δεν ήταν ζητιάνος, ούτε αλκοολικός. Απλά ήταν άπορος. Αγαθή ψυχή, με τα πάθη και τα λάθη του, που όμως του κόστισαν ακριβά. Εξήντα χρονών και το μόνο που του είχε μείνει ήταν να κάνει κάποιο μεροκάματο πότε πότε για να τα καταφέρνει να επιβιώνει. Γι’ αυτόν δεν υπήρχε ασφάλιση ούτε σύνταξη κάποια ούτε βοήθημα κανένα. Ένας φτωχούλης ξεχασμένος κι από τον Θεό κι απ’ τους ανθρώπους ήταν. Χωρίς σπίτι, χωρίς περιουσίες, χωρίς ένα γλυκό λόγο, μια παρηγοριά έστω, από κανένα.
Την Πέμπτη το μεσημέρι αισθάνθηκε αδιαθεσία. Ήταν κι ο καύσωνας στο φόρτε του, ίσως και να ’ταν νηστικός. Πού αλλού θα πήγαινε; Στο Νοσοκομείο. Αυτό του πέρασε πρώτα από το μυαλό κι εκεί πήγε. Στις Πρώτες Βοήθειες. Τον πήραν στα σοβαρά; Τον εξέτασαν; Ένας Θεός το ξέρει. Πάντως «δεν έχεις τίποτα», του είπαν και τον ξαπόστειλαν. Πέμπτη μεσημέρι, στο τσίτσιρο της μέρας, στον καύσωνα τον μεγάλο. Πήρε τον δρόμο δειλά δειλά, σιγανά σιγανά, παραπονεμένος. Δεν αισθανόταν καλά κι ίσως και να πεινούσε. Κι εκεί, στη στάση του λεωφορείου, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν κι έπεσε ξερός. Μέχρι να ’ρθει τ’ ασθενοφόρο και να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο απλά «διαπιστώθηκε ο θάνατός του». Και τι έγινε; Ένας φτωχοδιάβολος λιγότερος, την κοινωνία μου…!
Πάντως αυτή, η κοινωνία, το χρέος της το έκανε και με το παραπάνω. Το γραφείο τελετών, ας πούμε, έκανε την κηδεία δωρεάν, κάποιοι χωριανοί μάζεψαν χρήματα για τα υπόλοιπα έξοδα, κι έτσι σώθηκε η τιμή της. Κι αν εδώ πούμε δυο λόγια παραπάνω, με παραδοχή της ενοχής μας θα μοιάζει. Κι αν ένα δάκρυ τα καταφέρει να στάξει, την εξιλέωση θα ’ναι σαν να γυρεύει.
Κωστή, άμε στο καλό κι όσο για τ’ άλλα…

1 σχόλιο:

  1. Εφημερίδα «Τα Νέα» 11-7-2007
    http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=29794

    Η Φοίβη Αθηναίου έγραψε:

    Στάχτες, αποκαΐδια και απώλεια μνήμης

    Κυρία Φοίβη Αθηναίου,
    Όλοι φταίμε. Κι εγώ, ο απλός πολίτης που δεν του δίνει σημασία κανείς, κι ο ψηφοφόρος, και οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, και οι καλαμαράδες, και οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών, και οι δήμαρχοι, και οι νομάρχες, και οι βουλευτές, και οι υπουργοί, και οι κυβερνήσεις. Για όσα δεν φωνάξαμε, για όσα ξεχάσαμε να απαιτήσουμε. Και να τα τ΄ αποτελέσματα! Τρελάθηκε ο καιρός, λέμε για δικαιολογία. Με μόνη τη διαφορά πως δεν τρελαίνονται οι καιροί, αλλά οι άνθρωποι. Που καταστρέφουν και βρωμίζουν τα πάντα γύρω τους. Που μόνο το κέρδος τούς νοιάζει. Και οι άλλοι; Ωχ, αδελφέ, γι΄ αυτούς ποιος νοιάζεται; Κι έτσι απλά, καταστρέψαμε.

    Μπαζώσαμε τα ρέματα, κάψαμε τα δάση και τα χτίσαμε, και την άμμο χώρο για παρκάρισμα την κάναμε κι αυτή για να ΄χουμε ν΄ αφήνουμε τ΄ αυτοκίνητο, που μας έγινε τόσο απαραίτητο.

    Όλοι φταίμε. Και είναι διαρκές το έγκλημα που έχει διαπραχθεί και εξακολουθεί να διαπράττεται από τους άρχοντες κι εμάς, τους μουζίκους, που τους ανεχόμαστε. Ήρθε π.χ. η ΔΕΗ κι έφερε το ρεύμα. Αλλά το ρεύμα για να μεταφερθεί θέλει στύλους και πυλώνες, απαιτούνται υποσταθμοί και μετασχηματιστές. Κι όλα αυτά (στύλοι, πυλώνες, μηχανήματα και εξαρτήματα) τοποθετούνται σε βουνά και σε λαγκάδια, σε γη χέρσα, σε καλλιεργημένη, σε δάση. Κι όταν υπερφορτωθούν ή βραχυκυκλώσουν, σπιθίζουν και γίνονται αιτία πυρκαγιάς γιατί μένουν ασυντήρητα- και όχι μόνον.

    Από θαύμα γλιτώσαμε τα θύματα στο κέντρο του Ρεθύμνου, όταν πήρε φωτιά ο μετασχηματιστής στη γωνία του Κήπου. Αν ήταν άλλη ώρα, θα θρηνούσαμε θύματα αφού από κάτω ακριβώς βρίσκεται η στάση των λεωφορείων. Και φταίμε όλοι μας που δεν φωνάξαμε τόσο καιρό, που δεν διαμαρτυρηθήκαμε, που δεν απαιτήσαμε. Είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει στάση κάτω ακριβώς από τον μετασχηματιστή; Κι όμως.

    Ποιος θα κάτσει ν΄ ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες σ΄ αυτόν τον ρημαδοτόπο που ζούμε; Φταίει κάποιος; Αν φταίει, ίσως τον ανακαλύψει κάποτε κάποια ΕΔΕ. Ώς τότε όμως «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι», που λέει κι ο λαός. Μέχρι το επόμενο ατύχημα.

    «Στων αμαρτωλών τη χώρα τον Μάη μήνα βρέχει». Και το λένε αυτό γιατί μόνο καταστροφές φέρνει του Μάη το νερό. Και φέτος έβρεξε πολύ. Κι ανάμεσα σ΄ όλα τ΄ άλλα θέριεψε η άγρια βλάστηση. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για την εκδήλωση πυρκαγιάς. Το γνωρίζαμε όλοι. Κι εγώ, κι εσύ, και οι κυβερνώντες.

    Όπως γνωρίζαμε πως το φετινό καλοκαίρι δεν θα ΄ναι σαν τ΄ άλλα. Οι καύσωνες, λέει, θα διαδέχονται ο ένας τον άλλο, φαινόμενα του καιρού ακραία, η χαρά δηλαδή του εμπρηστή και ο κίνδυνος ατυχήματος στο μη περαιτέρω. Κι όμως δεν κάναμε τίποτα. Δεν προβλέψαμε, δεν σχεδιάσαμε, και καθόμαστε τώρα και κλαίμε πάνω στ΄ αποκαΐδια της Πάρνηθας, του Πηλίου κι αλλού. Και στήνονται παιχνίδια πολιτικά και αντιπαραθέσεις πάνω στων βουνών την ολόμαυρη ράχη για το ποιος φταίει πιο πολύ.

    Όλοι μας φταίμε. Και τα λόγια μας είναι υποκριτικά γιατί μόλις περάσει ο κίνδυνος και λίγο ξεχαστεί το πράγμα, πάλι «ωχ, αδελφέ» θα πούμε. Μέχρι την επόμενη καταστροφή.
    Νίκος Ντακάκης, Ρέθυμνο

    «Πάνω στ΄ αποκαΐδια σου χορεύει θριαμβικά το μέλλον της/ κλέβοντας, όλο κλέβοντας./ “Τον άλλο μήνα ήμουν πιο δυνατός,/ πέρσι πιο νέος,/ φέτος σαν πιο χλωμός”/ ασθενικά μόλις που σκέφτεσαι ενώ / βουίζουν στ΄ αυτιά σου οι μέρες και σε διώχνουν./ Στο τέλος ο απόηχος του γέλιου της αρκεί πως κάποτε υπήρξες,/ έξοχο τώρα λίπασμα της μνήμης», όπως λένε, αγαπητέ Νίκο, και οι στίχοι του Γιάννη Ευθυμιάδη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή