Τρίτη, Δεκεμβρίου 28, 2010

Υπάρχει ελπίδα;

Πέρασαν τα Χριστούγεννα και αργά αλλά σταθερά βάλαμε πλώρη για το Νέο Έτος. Μέσα στο άγχος, την κατήφεια, την αναδουλειά, τη φτώχεια και την ανασφάλεια. Με κουτσουρεμένους μισθούς στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ -καλά εκεί είχαν στήσει τρελό πανηγύρι- με πετσοκομμένες συντάξεις, χωρίς το δώρο που θα ανακούφιζε, μέρες που είναι, τόσο τα νοικοκυριά όσο και την αγορά που στενάζει από τη βαθύτατη ύφεση και την έλλειψη ρευστού.

Παντού πρόσωπα σκυθρωπά με έκδηλη αγωνία για το αβέβαιο αύριο και λειψές προσδοκίες για τη χρονιά που θα υποδεχτούμε σε λίγες μέρες. Πικρό, ζορισμένο το γέλιο, αν τα καταφέρει να σκάσει, και στα χείλη τα ίδια αμείλικτα ερωτήματα. Θα τα καταφέρουμε; Πού πάμε; Υπάρχει ελπίδα;

Καμία, από πρώτη άποψη. Η αφαίρεση αγοραστικής δύναμης από τους εργαζόμενους, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη κρίση, φέρνει ασφυξία στην αγορά, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, μαρασμό και απελπισία. Η αύξηση των φόρων μειώνει την κατανάλωση -και κατά συνέπεια τα έσοδα του δημοσίου- που για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κονδύλια βάζει κι άλλους, επιτείνει την ύφεση και πάει λέγοντας. Τα έσοδα παρουσιάζουν υστέρηση, το έλλειμμα δεν πέφτει όπως και όσο θα έπρεπε, το χρέος αυξάνεται, η Τρόικα μας τρίζει τα δόντια απειλώντας να μην εκταμιεύσει την επόμενη δόση, χαμός σου λέω! Κι έχεις κι από πάνω τον Πάγκαλο να σου λέει “μαζί τα φάγαμε”. Ε, όχι, κύριε Αντιπρόεδρε. Ακόμη και αν εννοούσες πως το είχαμε ρίξει σε έναν άκρατο καταναλωτισμό, πως αποκρύπταμε εισοδήματα, πιέζαμε για διορισμούς και ρουσφέτια, δεν είμαστε εμείς που ευθυνόμαστε γι’ αυτό. Φταίει το μπάχαλο που είχαμε για κράτος, η χώρα της πλάκας και του ωχ αδελφέ, όπως εσείς, οι πολιτικοί, την είχατε καταντήσει. Ας το προσπεράσουμε ωστόσο και ας ρωτήσουμε ευθέως. Υπάρχει ελπίδα;

Δυστυχώς δεν την βλέπω. Από την άλλη με παρηγορεί το γεγονός πως σαν λαός και σαν έθνος είμαστε των άκρων. Ή των πάνω ή των κάτω. Των πολύ όμως. Από την ακμή στην παρακμή. Από το μεγαλείο στη μιζέρια και από τον ενθουσιασμό στην κατάπτωση, λες και δεν υπάρχει ίσιος δρόμος. Λες και δεν έχει εφευρεθεί για μας το μέτρο, ο προγραμματισμός, η σωφροσύνη και το νοικοκύρεμα. Για κοιτάξτε λίγο την ιστορία μας και βγάλτε συμπέρασμα. Από τον Μινωικό και τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό, από τους Παρθενώνες και τον Μέγα Αλέξανδρο, που έφτασε στα πέρατα της Οικουμένης, στην παρακμή, την ήττα και την υποτέλεια. Και ύστερα ανάσταση και πάλι. Από υπόδουλοι των Ρωμαίων φτάσαμε να γίνουμε κοσμοκράτορες με το Βυζάντιο και την Κωνσταντινούπολη να κινεί τα νήματα και να καθορίζει τις τύχες ολόκληρου του κόσμου. Αλαζονείες, επανάπαυση, κακοί σχεδιασμοί και η παντού και πάντοτε διαφθορά, μας άφησαν ανυπεράσπιστους στο έλεος των Τούρκων.

Αυτή η χώρα, αυτός ο λαός, γνώρισε λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς. Επιδρομές, σφαγές και λεηλασίες. Γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι, υποτάχτηκε, αλλά δεν λύγισε. Επαναστάτησε ουκ ολίγες φορές, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς, αλλά πάντα τα κατάφερνε να αφήνει τον υπόλοιπο κόσμο κατάπληκτο γιατί διέθετε ψυχή, αντρειά, λεβεντιά και μεγαλοσύνη. Προπάντων στα δύσκολα. Έγραψε σελίδες λαμπρές και σκόρπισε στα πέρατα την αξία της λευτεριάς που έγινε όραμα γραμμένο με θυσίες, αγώνες, αυταπάρνηση και μπόλικο αίμα.

Αυτός ο λαός γνώρισε κυβερνήτες, βασιλιάδες και προέδρους. Υπέμεινε δικτάτορες, κινηματίες και επίδοξους σωτήρες. Έτυχε να γεννήσει φωτισμένους ηγέτες που άφησαν τη σφραγίδα και το έργο τους και πονηρούς πολιτικάντηδες που τον εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο και τον οδήγησαν στον όλεθρο. Πέρασε δια πυρός και σιδήρου, σφάχτηκε σαν αρνί, μπλέχτηκε σε εμφύλιο, υπόφερε, πτώχευσε, πείνασε. Πάντοτε όμως, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, σήκωνε το κεφάλι ψηλά, αγωνιζόταν, πετύχαινε στο περίπου τον στόχο του και επιβίωνε. Άρα;

Υπάρχει ελπίδα. Τόσες δυσκολίες πέρασε, τόσες αναποδιές αντιμετώπισε, τώρα θα το βάλει κάτω; Θα μου αντιτείνεις πως τώρα δεν έχει να κάνει με σιδερόφραχτες στρατιές για να πιάσει το λιανοντούφεκο και να κάνει τα βουνά να αντιλαλήσουν, ούτε με βάρβαρους επιδρομείς που ήλθαν να μας κατακτήσουν. Αντίθετα έχει να αντιμετωπίσει έναν αδίστακτο οικονομικό πόλεμο με υπερμεγέθη, ακαταλαβίστικα νούμερα και κάτι κουστουμάτους με δερμάτινες τσάντες που δίνουν τις εντολές τους χρησιμοποιώντας οικονομικίστικους όρους και ντιρεκτίβες, άλλοτε δοσμένες με τακτ και άλλοτε όχι.

Βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης. Με άδεια την τσέπη και το ηθικό πεσμένο. Ζαλισμένος από τα μέτρα, τις περικοπές και το Μνημόνιο. Την κυβέρνησή του να πελαγοδρομεί και να περνά όλο και πιο δύσκολα τις, ούτως ή άλλως, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και την αντιπολίτευση να υποστηρίζει πως υπάρχει και άλλος δρόμος, που όμως δεν τον μαρτυρά. Την Αριστερά να ονειρεύεται αντάρτικα, επαναστάσεις και λαϊκό ξεσηκωμό. Με την Παπαρήγα και το ΠΑΜΕ στην πρώτη γραμμή, τον Τσίπρα, τους κουκουλοφόρους, τον Αλαβάνο και τους έξαλλους αναρχοαυτόνομους. Για να καταφέρουν τι;

“Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή”, βροντοφώναζαν οι διαδηλωτές στο Σύνταγμα την ώρα που σπούσαν, έκαιγαν και κατέστρεφαν. Εμπρός! Μαζί σας, παιδιά, κι εγώ. Να το κάψουμε το μπουρδέλο, τη Βουλή. Στάχτη να το κάνουμε. Πέτρα στην πέτρα μην απομείνει. Και όχι μόνο αυτό. Όλα να τα κάψουμε, να τα σπάσουμε, να τα διαλύσουμε. Να στήσουμε γλέντι τρικούβερτο πάνω στ’ αποκαΐδια. Και ύστερα; Εδώ σε θέλω, κάβουρα!

Γιατί το να γίνουμε Σοβιετία, δεν το βλέπω. Πάνε, ξέφτισαν, χρεοκόπησαν και τα κολχόζ και οι κολεχτίβες ή όπως αλλιώς τα έλεγαν. Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα κηρύξουμε πτώχευση ή θα ζητήσουμε ξανά βοήθεια, και από ποιον; Θα γυρίσουμε ξανά στη δραχμή; Ούτε να το φανταστώ δεν θέλω, αφού σε μια τέτοια περίπτωση θα υποτιμηθεί ξανά και ξανά το νόμισμα της αναξιόπιστης χώρας που το εξέδωσε, με αποτέλεσμα να εξαθλιωθεί ο λαός, ενώ παράλληλα το χρέος, που είναι σε ευρώ και δολάρια, θα εκτοξευθεί στο διάστημα. Μόνοι ωφελημένοι οι ξένοι που θα μπορούν να μας αγοράσουν για κομμάτι ψωμί και φυσικά αυτοί που έβγαλαν έγκαιρα τα εκατομμύριά τους στο εξωτερικό.

Τι απομένει; Μα ο δρόμος της εξυγίανσης, φυσικά. Με ξεκάθαρους όμως όρους. Να βγει η κυβέρνηση να το εξηγήσει και να το υποστηρίξει. Όχι με μισόλογα ή με άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, πως τάχα μου είμαστε αναγκασμένοι και τα λοιπά και τα λοιπά. Ποιος δεν συμφωνεί πως πρέπει να μπει τάξη στο Δημόσιο, να απελευθερωθεί η αγορά, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και να αρθούν οι πάσης φύσεως προστατευτισμοί και περιορισμοί; Να προστατευτεί επιτέλους ο κοινοβουλευτισμός με την κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών και το ακαταδίωκτο των υπουργών που έχει σαν αποτέλεσμα να μένουν ατιμώρητοι για εγκληματικά, καραμπινάτα σκάνδαλα και όχι μόνο.

Προπάντων όμως να βάλουμε μυαλό εμείς οι ίδιοι. Να ξεχάσουμε την παραζάλη στην οποία μας οδήγησαν οι εκάστοτε κυβερνώντες, να ανασηκώσουμε τα μανίκια και να στρωθούμε στη δουλειά. Μαράζωσε η ύπαιθρος, ρήμαξαν τα χωριά, πάτωσε η παραγωγή, επειδή το όνειρο κάθε Έλληνα περιοριζόταν στο να διοριστεί στο Δημόσιο, να βγει στη σύνταξη στα 40 ή τα 50, να γίνει μαγαζάτορας, επαγγελματίας, επιχειρηματίας ή, ακόμη καλύτερα, εισοδηματίας για να κάθεται και να εισπράττει. Με δυο τρία κινητά στην τσέπη, άλλα τόσα αυτοκίνητα, σπίτια, εξοχικά και δεν συμμαζεύεται.

Για σταθείτε, βρε παιδιά. Θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ αυτό το πανηγύρι; Να ζούμε σαν βασιλιάδες δανειζόμενοι συνεχώς, ενώ την ίδια ώρα αφήσαμε τις υπόλοιπες δουλειές στους Αλβανούς και τους πάσης εθνικότητας και φυλής μετανάστες, που τους εκχωρήσαμε στην ουσία την πραγματική οικονομική ζωή του τόπου; Μόνο αν συμβεί αυτό θα σταματήσουμε στα πόδια μας ξανά και θα επιβιώσουμε σαν λαός. Θα το καταφέρουμε; Το πιστεύω, γι’ αυτό και υποστηρίζω πως υπάρχει ελπίδα. Αν όχι ρόδινη για κάποια χρόνια, τουλάχιστον υπάρχει.

Κάποιοι βέβαια θα μιλήσουν για φυγή προς τα εμπρός και θα σας ζαλίσουν με την καραμέλα για την περιβόητη ανάπτυξη. Συμφωνώ απόλυτα πως χωρίς τέτοια προοπτική τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτό όμως είναι ένα άλλο κεφάλαιο που θα το αναλύσω σε επόμενο άρθρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου