Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008

Ελλάς της μεταρρύθμισης-Ελλάς των φόρων-Ελλάς της ντόπας γενικώς και των «αδήλων πόρων»

Πήξαμε στη μεταρρύθμιση, ρε παιδιά. Ειλικρινά κάποιος πρέπει να τους πει να ανακόψουν ταχύτητα, γιατί με τη φόρα που έχουν πάρει θα ζαλιστούμε στο τέλος. Μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια, επανασυστάθηκε το κράτος και, περιέργως πώς, αναγεννήθηκε σαν τον Φοίνικα. Σεμνά και ταπεινά καταπολεμήθηκε η γραφειοκρατία, ανασυγκροτήθηκε ο δημόσιος τομέας, μπήκε τάξη στα οικονομικά και μια ασφάλεια και μια τάξη επικρατεί απ’ άκρου εις άκρον της χώρας.
Μειώθηκε η ανεργία, αυξήθηκε το κατά κεφαλήν εισόδημα και ενώ πλήθος από κοινωνικά προγράμματα τρέχουν ήδη, συνεχώς εξαγγέλλονται νέα κι η Ελλάδα επάξια κατακτά τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των πλέον ευνομούμενων και οικονομικά εύρωστων χωρών.
Η αλήθεια είναι πως με είχε πάρει για λίγο ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω και ξύπνησα απότομα. Στο υπνοδωμάτιό μου η τηλεόραση ήταν ακόμη ανοιχτή και μια γνώριμη φυσιογνωμία, αυτή του κ. Αλογοσκούφη, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, έκανε δηλώσεις. Κάτι για φορολογική μεταρρύθμιση και ελάφρυνση των ασθενέστερων πήρε τ’ αυτί μου και, ήθελα δεν ήθελα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια. Έτοιμος ήμουν να πεταχτώ πάνω πανηγυρίζοντας, όταν άρχισε η εξειδίκευση των μέτρων.
-Καταργείται το αφορολόγητο των μικρομεσαίων εμπόρων και λοιπών ελεύθερων επαγγελματιών, με το ατράνταχτο επιχείρημα πως φοροδιαφεύγουν και το κράτος αδυνατεί να τους ελέγξει.
-Επιβάλλεται ενιαίο τέλος ακινήτων ίδιο για όλους. Πλούσιους και φτωχούς.
-Αυξάνονται κατά 20% τα τέλη κυκλοφορίας των πάσης φύσεως τροχοφόρων.
-Αυξάνεται στο 80% η προκαταβολή του φόρου Ανωνύμων Εταιρειών.
-Επιβάλλεται πρόσθετος φόρος 10% στα μερίσματα από μετοχές.
-Φορολογούνται τα stock options,
κι αυτά είναι μόνο η πρώτη δόση, λέει. Από τον Οκτώβριο, με το καλό, όταν θα αρχίσει η σύνταξη του νέου προϋπολογισμού, θα έλθει η αύξηση στον φόρο κατανάλωσης καυσίμων, θα ακολουθήσουν οι συνήθεις ύποπτοι, τσιγάρα και ποτά, και πάει λέγοντας. Όσο για τον ΦΠΑ, αυτός παίζεται. Ε, να μην έχουμε και μια κάποια σχετική αγωνία να πορευόμαστε;
Πετάχτηκα πάνω. Αυτό δεν είναι φορολογική ελάφρυνση, φώναξα. Φοροκαταιγίδα είναι, φορομπηχτική πολιτική του κερατά. Ναι, αλλά εγώ το άκουσα με τ’ αυτιά μου. Άκουσα για εξορθολογισμό των φορολογικών εσόδων και για ελάφρυνση των ασθενεστέρων.
«Α, αυτό;» μου απαντά μια φωνή.
Είναι μια εξαγγελία, λέει, για μείωση του φορολογικού συντελεστή που θα ξεκινήσει από το 2010 και θα ολοκληρωθεί το 2014. Ζήσε Μάη μου, δηλαδή. Κι εντωμεταξύ δεν τιμαριθμοποιείται η φορολογική κλίμακα, κάτι που από μόνο του σημαίνει επιπλέον φόρους.
«Κι οι μεταρρυθμίσεις που μου κοπανάνε κάθε τόσο;»
«Δεν τις είδες;» μου απαντά η ίδια φωνή.
«Πού, ρε παιδιά;»
«Στο ασφαλιστικό, στην παιδεία, στον ΟΤΕ, στα λιμάνια, στα νερά, παντού. Εδώ χώνεψες την καλοκαιρινή φοροκαταιγίδα, που σου πλασάρισαν σαν ελάφρυνση, στις μεταρρυθμίσεις κόλλησες; Δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως τα πάντα είναι θέμα σερβιρίσματος; Το περιτύλιγμα είναι που κάνει τη διαφορά, φίλε μου».
Ξάγρυπνος έμεινα όλη τη νύχτα περιμένοντας μάταια τις αντιδράσεις που δεν ήρθαν. Ξεσηκωμό περίμενα. Διαμαρτυρίες έντονες, συλλαλητήρια και απεργίες γενικές. Κι αντί γι’ αυτό, κάτι πήγε να ψελλίσει το ΠΑΣΟΚ κι όπως κάθε φορά βρέθηκε κολλημένο στον τοίχο με την μόνιμη επωδό «Εσείς κάνατε χειρότερα», να το ’χει πάρει στο κατόπι. Και με το δίκιο τους, εδώ που τα λέμε, του συμπεριφέρονται έτσι. Αφού αυτό το ίδιο δεν βγήκε πρώτο να καταδικάσει την εποχή Σημίτη, που γιγάντωσε τη διαφθορά κι άφησε πίσω της έργο σπουδαίο μεν, αλλά στάχτη και μπούρμπερη στην οικονομία, το κράτος και τα δημόσια ταμεία, καλά να πάθει. Από την αρχή, από το 2004, θα έπρεπε να έχει πάρει αποστάσεις και σιγά-σιγά, δειλά-δειλά, να έχει αρχίσει να ξεδιπλώνει ένα πρόγραμμα που να δίνει ελπίδα στον λαό, αλλά πού!
Όσο για το ΚΚΕ, εκεί πραγματικά η κατάσταση είναι «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Έτσι κι αλλιώς, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, ποτέ του δεν είδε σαν αντίπαλο τη Δεξιά. Με την αντιπολίτευση τα βάζει, τα συνδικάτα αντιμάχεται και τον ΣΥΡΙΖΑ, που τον θεωρεί επικίνδυνο επειδή του έσπασε το μονοπώλιο. Είπα ΣΥΡΙΖΑ και θυμήθηκα Τσίπρα και Αλαβάνο. Αυτοί πάλι, φίλε μου, ζουν σ’ ένα κόσμο μαγικό, λες κι ήρθαν από το υπερπέραν. Τους βλέπετε; Τους ακούτε; Μόνιμα με την απορία είναι. Εκφέρουν έναν λόγο καταγγελτικό, με ύφος δασκαλίστικο, σαν να μας μαλώνουν. Βλέπουν κάποια στραβά κι ανάποδα, τα επισημαίνουν, αλλά κρατούν επτασφράγιστο μυστικό τη λύση και δεν τη λένε για να μην τους την κλέψουμε.
Τι να κάνει κι ο έρμος ο λαός μόνος του, έτσι όπως τον κατάντησαν; Παραζαλισμένος παρακολουθεί τις εξελίξεις και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα. Το «άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις» κατάντησε δόγμα. Σ’ όλες τις βαθμίδες. Σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Από τους δικαστές που αποφασίζουν για πάρτη τους αυξήσεις 80% την ώρα που γύρω τους καταρρέει το σύμπαν, μέχρι τους «κουμπάρους» και τους κάθε λογής μιζαδόρους.
Φταίνε κι αυτοί που τους τα δίνουν, θα πουν κάποιοι. Φταίμε κι εμείς που τους ανεχόμαστε, λέω εγώ. Ένα καινούριο σκάνδαλο έρχεται κάθε φορά για να επισκιάσει το προηγούμενο που πέφτει στην αφάνεια, ξεχνιέται και πάμε γι’ άλλα. Μεγαλόσχημα στελέχη, διοικητές και πρόεδροι, δραστήριοι σύμβουλοι και ιδιαίτεροι υπουργών πιάστηκαν στα πράσα. Άλλοι απ’ αυτούς απλώς έπαιρναν δώρα ή δεχόντουσαν εξυπηρετήσεις κι άλλοι απαιτούσαν «άδηλους πόρους», σαν την αλήστου μνήμης Φρειδερίκη, και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Η δραστήρια, κατά τα άλλα, και υπερκινητική Δικαιοσύνη, συνήθως επιλαμβάνεται ανόρεχτα, για την τιμή των όπλων, θα έλεγα, και μόλις σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας στοιβιάζουν τις δικογραφίες στο αρχείο που δεν λέει να γεμίσει. Κι έρχεσαι τώρα εσύ, συμπολίτη αφελή, κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να αμφισβητήσεις τα λόγια τού φτωχού, επίδοξου, Ολυμπιονίκη πως τάχα μου του έκαναν σαμποτάζ και δεν τον τσάκωσαν τίγκα στην ντόπα.
Α, ρε Παπακωνσταντίνου, με τα ωραία σου! Μόνο που εκείνο το «Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων…» θα πρέπει να το μετατρέψεις σε «Ελλάς της μεταρρύθμισης, Ελλάς των φόρων, Ελλάς της ντόπας γενικώς, και των «αδήλων πόρων».


Οδός Ελλήνων-Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2008

Ένα «συγγνώμη, ρε φίλε», είναι αρκετό

Τόσο απλό, αλλά και τόσο δύσκολο να ειπωθεί. Η ζωή μας όλη είναι κρεμασμένη τελικά σε μια λέξη τόσο εύκολη που όμως, εντέλει, δεν εκφέρεται, και να το αποτέλεσμα. Τρελάθηκε ο κόσμος ξαφνικά το φετινό καλοκαίρι. Καβγάδες άγριοι, συμπλοκές βίαιες, μαχαιρώματα, πιστολίδι, φονικά παράλογα με τόση μανία εκτελεσμένα που να σου σηκώνεται η πέτσα από την περιγραφή και μόνο.
Λέτε οι ζέστες να είναι η αιτία; Από την άλλη δεν είχαμε καύσωνες βασανιστικούς φέτος, τέτοιους που να δικαιολογούν ομαδική παράκρουση. Τότε, τι φταίει; Η κακή μας ανατροφή, λέω εγώ. Η αγωγή που λείπει, η έλλειψη σεβασμού προς τον συνάνθρωπο, η παντελής απουσία αστυνόμευσης, η πολλή δημοκρατία που βλάπτει. Η κακώς νοούμενη ελευθερία που ο καθένας την αντιλαμβάνεται όπως τον συμφέρει.
«Ελευθερία για τον Έλληνα θα πει ανελευθέρως
ουρείν τε και συνέρχεσθαι εις όποιο θέλει μέρος», έγραφε σκωπτικά ο Σουρής κάποτε.
Εντάξει, το κατανοήσαμε αυτό. Πλήρως. Δεν κατουράμε πια στους δρόμους και στις γωνίες των σπιτιών, σαν τα σκυλιά. Όσο για τις συναθροίσεις, αυτές δεν ενοχλούν τώρα, τουλάχιστον όσο παλαιότερα. Με τα άλλα όμως τα μικρά, τα καθημερινά, τι γίνεται;
Παρακολούθησα το επεισόδιο με τη Φωτεινή Πιπιλή που πήρε σβάρνα τα κανάλια και μας έκραζε με αφορμή ένα πρόχειρα παρατημένο ποδήλατο που έπεσε (;) και τη χτύπησε στο χέρι. Τα «πήρε στο κρανίο» η γυναίκα από την αδιαφορία και το θράσος, λέει, και δεν άφησε ΜΜΕ παραπονεμένο. Ευτυχώς που ο Δήμαρχος, ο Γιώργος Μαρινάκης, βγήκε και της απάντησε πολύ εύστοχα και πολύ διπλωματικά. Και πολύ καλώς έπραξε, εδώ που τα λέμε. Σαν Δήμαρχος της πόλης και σαν δικηγόρος έμπειρος που είναι, το έφερε από δω το γύρισε από κει, τα μπάλωσε τα πράγματα, αν και επί της ουσίας πιστεύω πως κι ο ίδιος είχε πειστεί πως η κ. Πιπιλή είχε δίκιο, άσχετα τώρα αν με την αντίδρασή της το έχασε.
Όμως ο άλλος, ο ποδηλάτης, τι έκανε; Τον ακούσατε; Τον διαβάσατε; Χάρη τής έκανε που δεν την έδειρε στο τέλος. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Γιατί έτσι μας έχουν μάθει ν’ αντιδρούμε. Το να πεταχτεί πάνω στη στιγμή, ας πούμε, να βοηθήσει τη χτυπημένη γυναίκα, να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν και να της πετάξει κι ένα «συγγνώμη» από πάνω, δεν του πήγαινε; Η μύτη θα του έπεφτε; Κι αν στη θέση τής κ. Πιπιλή ήταν κάποιος «τρελός» τι θα γινόταν; Να σας πω εγώ. Πάλι θα χυνόταν αίμα στο Ρέθυμνο έτσι όπως το έχουμε καταντήσει. Πάλι ανταποκρίσεις θα είχαμε, πάλι ψηφίσματα καταδικαστικά, δημοσιεύματα και σιωπηλές πορείες. Τέτοιοι είμαστε, δυστυχώς, κι αν δεν με πιστεύετε, ακούσετε και τούτο.
Η σκηνή είναι αυθεντική. Σάββατο απόγευμα στον Παλιό Εθνικό δρόμο, στου Σταυρωμένου. Δυο θηριώδη, διπλοκάμπινα 4Χ4 είναι σταματημένα με τη μηχανή αναμμένη. Ένα σε κάθε λωρίδα κυκλοφορίας. Κλειστός, αναγκαστικά, ο δρόμος κι οι οδηγοί τους, σαν να έκαναν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, είχαν τα τζάμια κατεβασμένα και το είχαν ρίξει στη συζήτηση. Πίσω από το ένα, σταματημένος εγώ.
«Θα τελειώσουν», σκέφτομαι, «ας κάνω λιγάκι υπομονή».
Η συζήτηση, ωστόσο, τραβάει σε μάκρος κι εγώ βιάζομαι. Αποφασίζω να πατήσω την κόρνα. Ένα χέρι βγαίνει από το αυτοκίνητο που είναι σταματημένο μπροστά μου και μου κάνει νόημα να περιμένω. Συμμορφώνομαι, τι άλλο να κάνω; Κάποτε αγανακτώ και τολμώ να κορνάρω ξανά. Το ίδιο χέρι ξαναβγαίνει από το παράθυρο, μόνο που αυτή τη φορά μου δίνει μια μούτζα μεγαλόπρεπη, πεντάλφα βασιλική, που έλεγε ο αμίμητος Τάσος Γιαννόπουλος στην παλιά καλή ελληνική ταινία «Η σωφερίνα» με Παπαγιαννόπουλο, Αυλωνίτη και Βουγιουκλάκη.
Πριν τρελαθώ εντελώς, κάνω όπισθεν, γυρίζω πίσω κι εξαφανίζομαι, ενώ στο μυαλό μου στριφογυρίζει η εντεκάτη εντολή, αυτή που λέει, «ου μπλέξεις».
Σκηνή δεύτερη, αυθεντικότατη. Φρέσκια αυτή, της ημέρας, σαν ψάρι σπαρταριστό. Παρασκευή 22 του μήνα, ώρα 4,35 το απόγευμα. Βγαίνω από το γραφείο μου στη Σήφη Βλαστού, ανεβαίνω την 44ου Συντάγματος και σταματώ στο τέλος της για να βγω στη λεωφόρο. Στα δεξιά μου, επί της λεωφόρου, με πρόσωπο προς τα Χανιά, είναι σταματημένο ένα 4Χ4. Εντελώς απρόσμενα τη δίνει του οδηγού του και κάνει πίσω, για να μπει με την όπισθεν στην 44ου Συντάγματος.
«Θα πέσει πάνω μου», προλαβαίνω να σκεφτώ κι αρχίζω να κορνάρω με μανία για να με αντιληφθεί. Σιγά να μη με άκουγε. Μόνο τον χτύπο κατάλαβε και κοκάλωσε. Ανοίγω το τζάμι του συνοδηγού.
«Δεν με είδες, χριστιανέ μου;» του λέω αγανακτισμένος. «Δεν άκουσες τα κορναρίσματα;»
Με κοιτά ατάραχος. «’εν έπαθες πράμα, μόνο σάλεβγε!» μου απαντά.
Κατεβαίνω κάτω. Βλέπω το 4Χ4 σφηνωμένο στην πίσω δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου μου.
«Κάμε μια ολιά πίσω και δρόμο!» συνεχίζει.
Λύνω το χειρόφρενο, μετακινώ λίγο το αυτοκίνητο και κατεβαίνω ξανά.
«Πώς δεν μου έκανες ζημιά;» τον ρωτώ. «Δεν βλέπεις;»
«Εγούγια σου, καημένε!» ήρθε πληρωμένη η απάντηση.
Του ρίχνω μια ματιά. Είναι δεν είναι 30 χρονών. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γιος μου. Ο λόγος του αψύς και στο πρόσωπό του αποτυπωμένη κακία ανάμεικτη με αγριάδα.
Μπαίνω στ’ αυτοκίνητο κι εξαφανίζομαι, ενώ το «ου μπλέξεις» του νεοέλληνα με καταδιώκει. Ευτυχώς που η ζημιά ήταν μικρή γιατί ούτε για ασφάλειες νοιάστηκα ούτε νούμερα συγκράτησα.
Αυτοί είμαστε, φίλε μου, Δήμαρχε κι ακόμη χειρότεροι. Και μη μου πεις πως τέτοια συμβάντα και τέτοιες συμπεριφορές δεν συμβαίνουν καθημερινά. Τώρα, τι πρέπει να γίνει ή πού οδηγούμαστε, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Ένα «συγγνώμη, ρε φίλε», τόσο απλό στο να ειπωθεί, γιατί δεν λέγεται τελικά; Ανώδυνο είναι, προλαβαίνει όμως τα χειρότερα. Ή μήπως έχω κι εδώ άδικο;