Τόσο απλό, αλλά και τόσο δύσκολο να ειπωθεί. Η ζωή μας όλη είναι κρεμασμένη τελικά σε μια λέξη τόσο εύκολη που όμως, εντέλει, δεν εκφέρεται, και να το αποτέλεσμα. Τρελάθηκε ο κόσμος ξαφνικά το φετινό καλοκαίρι. Καβγάδες άγριοι, συμπλοκές βίαιες, μαχαιρώματα, πιστολίδι, φονικά παράλογα με τόση μανία εκτελεσμένα που να σου σηκώνεται η πέτσα από την περιγραφή και μόνο.
Λέτε οι ζέστες να είναι η αιτία; Από την άλλη δεν είχαμε καύσωνες βασανιστικούς φέτος, τέτοιους που να δικαιολογούν ομαδική παράκρουση. Τότε, τι φταίει; Η κακή μας ανατροφή, λέω εγώ. Η αγωγή που λείπει, η έλλειψη σεβασμού προς τον συνάνθρωπο, η παντελής απουσία αστυνόμευσης, η πολλή δημοκρατία που βλάπτει. Η κακώς νοούμενη ελευθερία που ο καθένας την αντιλαμβάνεται όπως τον συμφέρει.
«Ελευθερία για τον Έλληνα θα πει ανελευθέρως
ουρείν τε και συνέρχεσθαι εις όποιο θέλει μέρος», έγραφε σκωπτικά ο Σουρής κάποτε.
Εντάξει, το κατανοήσαμε αυτό. Πλήρως. Δεν κατουράμε πια στους δρόμους και στις γωνίες των σπιτιών, σαν τα σκυλιά. Όσο για τις συναθροίσεις, αυτές δεν ενοχλούν τώρα, τουλάχιστον όσο παλαιότερα. Με τα άλλα όμως τα μικρά, τα καθημερινά, τι γίνεται;
Παρακολούθησα το επεισόδιο με τη Φωτεινή Πιπιλή που πήρε σβάρνα τα κανάλια και μας έκραζε με αφορμή ένα πρόχειρα παρατημένο ποδήλατο που έπεσε (;) και τη χτύπησε στο χέρι. Τα «πήρε στο κρανίο» η γυναίκα από την αδιαφορία και το θράσος, λέει, και δεν άφησε ΜΜΕ παραπονεμένο. Ευτυχώς που ο Δήμαρχος, ο Γιώργος Μαρινάκης, βγήκε και της απάντησε πολύ εύστοχα και πολύ διπλωματικά. Και πολύ καλώς έπραξε, εδώ που τα λέμε. Σαν Δήμαρχος της πόλης και σαν δικηγόρος έμπειρος που είναι, το έφερε από δω το γύρισε από κει, τα μπάλωσε τα πράγματα, αν και επί της ουσίας πιστεύω πως κι ο ίδιος είχε πειστεί πως η κ. Πιπιλή είχε δίκιο, άσχετα τώρα αν με την αντίδρασή της το έχασε.
Όμως ο άλλος, ο ποδηλάτης, τι έκανε; Τον ακούσατε; Τον διαβάσατε; Χάρη τής έκανε που δεν την έδειρε στο τέλος. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Γιατί έτσι μας έχουν μάθει ν’ αντιδρούμε. Το να πεταχτεί πάνω στη στιγμή, ας πούμε, να βοηθήσει τη χτυπημένη γυναίκα, να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν και να της πετάξει κι ένα «συγγνώμη» από πάνω, δεν του πήγαινε; Η μύτη θα του έπεφτε; Κι αν στη θέση τής κ. Πιπιλή ήταν κάποιος «τρελός» τι θα γινόταν; Να σας πω εγώ. Πάλι θα χυνόταν αίμα στο Ρέθυμνο έτσι όπως το έχουμε καταντήσει. Πάλι ανταποκρίσεις θα είχαμε, πάλι ψηφίσματα καταδικαστικά, δημοσιεύματα και σιωπηλές πορείες. Τέτοιοι είμαστε, δυστυχώς, κι αν δεν με πιστεύετε, ακούσετε και τούτο.
Η σκηνή είναι αυθεντική. Σάββατο απόγευμα στον Παλιό Εθνικό δρόμο, στου Σταυρωμένου. Δυο θηριώδη, διπλοκάμπινα 4Χ4 είναι σταματημένα με τη μηχανή αναμμένη. Ένα σε κάθε λωρίδα κυκλοφορίας. Κλειστός, αναγκαστικά, ο δρόμος κι οι οδηγοί τους, σαν να έκαναν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, είχαν τα τζάμια κατεβασμένα και το είχαν ρίξει στη συζήτηση. Πίσω από το ένα, σταματημένος εγώ.
«Θα τελειώσουν», σκέφτομαι, «ας κάνω λιγάκι υπομονή».
Η συζήτηση, ωστόσο, τραβάει σε μάκρος κι εγώ βιάζομαι. Αποφασίζω να πατήσω την κόρνα. Ένα χέρι βγαίνει από το αυτοκίνητο που είναι σταματημένο μπροστά μου και μου κάνει νόημα να περιμένω. Συμμορφώνομαι, τι άλλο να κάνω; Κάποτε αγανακτώ και τολμώ να κορνάρω ξανά. Το ίδιο χέρι ξαναβγαίνει από το παράθυρο, μόνο που αυτή τη φορά μου δίνει μια μούτζα μεγαλόπρεπη, πεντάλφα βασιλική, που έλεγε ο αμίμητος Τάσος Γιαννόπουλος στην παλιά καλή ελληνική ταινία «Η σωφερίνα» με Παπαγιαννόπουλο, Αυλωνίτη και Βουγιουκλάκη.
Πριν τρελαθώ εντελώς, κάνω όπισθεν, γυρίζω πίσω κι εξαφανίζομαι, ενώ στο μυαλό μου στριφογυρίζει η εντεκάτη εντολή, αυτή που λέει, «ου μπλέξεις».
Σκηνή δεύτερη, αυθεντικότατη. Φρέσκια αυτή, της ημέρας, σαν ψάρι σπαρταριστό. Παρασκευή 22 του μήνα, ώρα 4,35 το απόγευμα. Βγαίνω από το γραφείο μου στη Σήφη Βλαστού, ανεβαίνω την 44ου Συντάγματος και σταματώ στο τέλος της για να βγω στη λεωφόρο. Στα δεξιά μου, επί της λεωφόρου, με πρόσωπο προς τα Χανιά, είναι σταματημένο ένα 4Χ4. Εντελώς απρόσμενα τη δίνει του οδηγού του και κάνει πίσω, για να μπει με την όπισθεν στην 44ου Συντάγματος.
«Θα πέσει πάνω μου», προλαβαίνω να σκεφτώ κι αρχίζω να κορνάρω με μανία για να με αντιληφθεί. Σιγά να μη με άκουγε. Μόνο τον χτύπο κατάλαβε και κοκάλωσε. Ανοίγω το τζάμι του συνοδηγού.
«Δεν με είδες, χριστιανέ μου;» του λέω αγανακτισμένος. «Δεν άκουσες τα κορναρίσματα;»
Με κοιτά ατάραχος. «’εν έπαθες πράμα, μόνο σάλεβγε!» μου απαντά.
Κατεβαίνω κάτω. Βλέπω το 4Χ4 σφηνωμένο στην πίσω δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου μου.
«Κάμε μια ολιά πίσω και δρόμο!» συνεχίζει.
Λύνω το χειρόφρενο, μετακινώ λίγο το αυτοκίνητο και κατεβαίνω ξανά.
«Πώς δεν μου έκανες ζημιά;» τον ρωτώ. «Δεν βλέπεις;»
«Εγούγια σου, καημένε!» ήρθε πληρωμένη η απάντηση.
Του ρίχνω μια ματιά. Είναι δεν είναι 30 χρονών. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γιος μου. Ο λόγος του αψύς και στο πρόσωπό του αποτυπωμένη κακία ανάμεικτη με αγριάδα.
Μπαίνω στ’ αυτοκίνητο κι εξαφανίζομαι, ενώ το «ου μπλέξεις» του νεοέλληνα με καταδιώκει. Ευτυχώς που η ζημιά ήταν μικρή γιατί ούτε για ασφάλειες νοιάστηκα ούτε νούμερα συγκράτησα.
Αυτοί είμαστε, φίλε μου, Δήμαρχε κι ακόμη χειρότεροι. Και μη μου πεις πως τέτοια συμβάντα και τέτοιες συμπεριφορές δεν συμβαίνουν καθημερινά. Τώρα, τι πρέπει να γίνει ή πού οδηγούμαστε, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω. Ένα «συγγνώμη, ρε φίλε», τόσο απλό στο να ειπωθεί, γιατί δεν λέγεται τελικά; Ανώδυνο είναι, προλαβαίνει όμως τα χειρότερα. Ή μήπως έχω κι εδώ άδικο;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου