Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

Μετανάστης φτωχός και μόνος

Πολλές εκδηλώσεις γίνονται τώρα τελευταία για τους μετανάστες κι αυτό με βάζει σε υποψία. Ξαφνικά αποκτήσαμε ευαισθησίες, σκέφτομαι, κι αισθανθήκαμε την ανάγκη ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτούς τους ταλαίπωρους συνανθρώπους μας ή κάτι άλλο συμβαίνει; Μήπως, λέω, μήπως πλησιάζουν εκλογές κι επειδή κάποιοι απ’ αυτούς θ’ αποκτήσουν ψήφο πολύτιμη πρέπει να τρέξουμε να προλάβουμε να την υφαρπάσουμε; Κι εδώ αξίζει νομίζω τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στο τι πραγματικά συμβαίνει. Να εξετάσουμε δηλαδή τη σχέση πολιτείας-μετανάστη κι αυτή κοινωνίας-μετανάστη. Όσον αφορά την πρώτη τίθεται ένα κεφαλαιώδες ερώτημα. Είμαστε κράτος ξενοφοβικό, ρατσιστικό κι αφιλόξενο; Έχουμε υψώσει τείχη απροσπέλαστα κι έχουμε κλειστεί μέσα για ν’ αποφύγουμε την επιδρομή των αλλοφύλων; Εδώ η απάντηση που προκύπτει αβίαστα είναι ένα όχι κεφαλαίο.
Κράτος αλαλούμ είμαστε που ενεργούμε την τελευταία στιγμή και κατά περίπτωση. Υπερβολικοί στις αντιδράσεις μας, από τη μια προσπαθούμε να ξεπεράσουμε ο ένας τον άλλο σε βαρύγδουπες δηλώσεις κι από την άλλη βάζουμε στρατούς, αστυνομίες, λιμενικά κι ειδικούς φρουρούς να μας προστατέψουν από τον λαθρομετανάστη, τον δύστυχο. Από τη μια εξαγγέλουμε μέτρα νομιμοποίησης των μεταναστών κι από την άλλη οργανώνουμε επιχειρήσεις απομάκρυνσής τους. Ποιος στ’ αλήθεια δεν θυμάται τις απείρου κάλλους σκηνές στην Αθήνα όπου η αστυνομία τσουβάλιαζε αδιάκριτα τους Αλβανούς σε αντίποινα για την πολιτική της χώρας τους.
Κράτος ανοργάνωτο είμαστε χωρίς πολιτική, χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι, τους ανεχθήκαμε και τους ανεχόμαστε. Κλείσαμε τα μάτια κι αρνηθήκαμε ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Τους αφήσαμε να ζουν στοιβαγμένοι δέκα και δεκαπέντε σε υγρά υπόγεια, χωρίς χαρτιά, χωρίς ασφάλιση, χωρίς φροντίδα ιατρική. Παρίες της κοινωνίας μας της ελιτίστικης. Κι όταν το πράγμα έφτασε στο μη περαιτέρω, ψηφίσαμε νόμους και τους νομιμοποιήσαμε δήθεν. Και με την ευκαιρία σκεφτήκαμε πως δεν είναι κακό να βγάλουμε και κανένα φράγκο. Και στήσαμε τους ανθρώπους στη σειρά και τους βασανίσαμε. Πάκο τα χαρτιά που έπρεπε να προσκομίσουν. Χαμένα μεροκάματα στις ουρές, λεφτά πεταμένα σε μεταφράσεις κι αιτήσεις περιττές, μπλέξιμο στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, παράβολα του αίσχους, γρηγορόσημα. Όλα για την απόκτηση μιας πράσινης κάρτας προσωρινής. Γιατί βέβαια είχαμε την πονηριά να τους κρατήσουμε ομήρους. Δεν δώσαμε, ας πούμε, αόριστη διάρκεια στην κάρτα αλλά βάλαμε όρια δύο και τριών ετών. Για να τους ξαναστήσουμε στις ουρές. Να τους ταλαιπωρήσουμε ξανά, να εισπράξουμε ξανά τον φόρο της υποτέλειάς τους μεταφρασμένο σε παράβολα.
Τους εντάξαμε στο εργατικό δυναμικό με την κρυφή ελπίδα πως θ’ ανακουφίσουν του ασφαλιστικού συστήματός μας τα ελλείμματα. Και πάλι όμως με δεύτερες σκέψεις στο μυαλό και της κουτοπονηριάς του έλληνα εφευρήματα. Για να ανανεωθεί η κάρτα εκτός από τις άλλες προϋποθέσεις και τα ένσημα που έχουν συγκεντρώσει, απαιτήσαμε και σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών για να τους αποκλείσουμε από τα ταμεία ανεργίας. Εμείς να τους τα πάρουμε θέλαμε, σιγά μη τους βοηθήσουμε κιόλας. Εργάτες τους τάξαμε κι εκεί τους θέλουμε. Η κάρτα γράφει ευκρινώς πως δικαιούνται να παρέχουν μισθωτές υπηρεσίες. Κι αν κάποιος θέλει να ξεφύγει από τη μιζέρια; Αν θέλει ν’ ανοίξει ένα μαγαζί ή να κάνει κάποιο επάγγελμα; Όχι, φίλε μου, του λέμε. Θα περιμένεις να λήξει η κάρτα σου πρώτα, να μας πεις τι ακριβώς θέλεις να κάνεις, να προσκομίσεις δηλώσεις κι οικονομοτεχνικές μελέτες κι εμείς θ’ αποφασίσουμε αν είσαι άνθρωπος κι αν έχεις το αυτονόητο δικαίωμα να εργαστείς για να ζήσεις.
Εκδηλώσεις οργανώνονται για τους μετανάστες από κόμματα και φορείς. Για να ευαισθητοποιήσουν τάχα μου την κοινωνία. Κι ήταν το Πανεπιστήμιο Κρήτης που οργάνωσε μια τέτοια σε συνεργασία με τη Σχολή της Αστυνομίας στην πόλη μας. Και κάθισε ο υποστράτηγος Πολύδωρας (διευθυντής των αστυνομικών σχολών κι εξάδελφος του υπουργού) στην πρώτη σειρά και βαριόταν απελπιστικά και τους ομιλητές και τις ομιλίες. Να προβληθεί ήθελε ο άνθρωπος, όχι να τους ακούσει. Κι εκεί που τα προσωπεία έπεσαν εντελώς ήταν όταν ανέβηκε στο βήμα ο κ. Αλί Χαγκ που έλκει την καταγωγή από το Σουδάν. Τι κι αν είναι λαμπρός επιστήμονας ο άνθρωπος (καρδιολόγος στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου), τι κι αν έχει κατακτήσει υψηλότατη αποδοχή στην κοινωνία με την όλη παρουσία του, τι κι αν στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ είχε αναδειχθεί πρώτος σε ψήφους σύνεδρος, δεν παύει όμως να είναι μετανάστης. Δίκαια λοιπόν εισέπραξε την ιερή αγανάκτηση του υποστράτηγου που σκαιότατα του αφαίρεσε τον λόγο. Πάλι καλά δηλαδή που δεν διέταξε να τον συλλάβουν και να τον μαστιγώσουν.
Της κοινωνίας μας, της υποκριτικής, εικόνα είσαι, στρατηγέ μου, απαράλλαχτη. Ίδια με τη νοοτροπία του χωριανού μου του Ηρακλή που απασχολεί αλλοδαπούς στη δουλειά του, τους συμπεριφέρεται απαράδεκτα κι αν τον παρατηρήσεις γι’ αυτό, «εγώ είμαι ρατσιστής;» απαντά με ιερή αγανάκτηση, «αυτός είναι Αλβανός». Και βέβαια αν έχει την ατυχία κάποιο Αλβανάκι να πεθάνει στ’ ασθενοφόρο, άταφο θα μείνει αφού δυο νοσοκομεία θα ερίζουν και θ’ αρνούνται να εκδώσουν πιστοποιητικό ταφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου