Πέμπτη, Νοεμβρίου 25, 2010

Η αθώωση

Ήθελα δεν ήθελα με γύρισαν ξανά πίσω. Στη δραματική, από κάθε άποψη, δεκαετία του ’20. Αυτήν που διαδέχτηκε μια τραγική για τον υπόλοιπο κόσμο δεκαετία του ’10, αλλά συνάμα μεγαλειώδη, κρινόμενη εκ του αποτελέσματος πάντοτε, για την Ελλάδα και τις εθνικές της επιδιώξεις.

Σε αυτό το σημείο νομίζω πως αξίζει τον κόπο να ξεφυλλίσουμε λίγο την ιστορία μας και να ανασύρουμε στη μνήμη μας τα γεγονότα εκείνα που τριπλασίασαν την Ελλάδα, αλλάζοντας τον χάρτη της περιοχής, και οδήγησαν τη χώρα σε ένα ταξίδι ονειρεμένο που παραλίγο να φτάσει στην εκπλήρωση και των πιο προχωρημένων ακόμη επιδιώξεών μας. Αναγκαστικά θα πρέπει να αναφέρω εδώ, επιγραμματικά έστω, τους σταθμούς που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία μας.

1η Δεκέμβρη του 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης εκστομίζει στη Βουλή την ιστορική φράση «Δυστυχώς, κύριοι, επτωχεύσαμεν». Ακολούθησε κλονισμός της δραχμής και ολοκληρωτικός μαρασμός της ελληνικής οικονομίας, αφού απέτυχε η προσπάθειά του να λάβει βοήθεια από τη Δύση. Έτσι σύρθηκε στις εκλογές του 1895 που, όπως ήταν επόμενο, τις έχασε. Ο διάδοχός του Δεληγιάννης, εκτός των δυσεπίλυτων οικονομικών προβλημάτων, είχε να αντιμετωπίσει και το Κρητικό Ζήτημα, που τον οδήγησε τελικά στον ταπεινωτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τα σύνορα της Μελούνας και τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο.

Η φτωχή και αβοήθητη Ελλάς έδειχνε να μην έχει να ελπίζει σε τίποτα. Τη λύση στο τέλμα που είχε περιπέσει ο τόπος, έδωσε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που, μετά το επιτυχημένο κίνημα στο Γουδί το 1909, κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει τις τύχες της χώρας. Από τότε ξημέρωσε μια καινούρια εποχή. Ανασυγκρότηση της χώρας, επιδέξιοι ελιγμοί, συμμαχίες, νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ύστερα όμως από μια τόσο επιτυχή κατάληξη, σειρά είχε ο διχασμός. Βενιζελικοί από τη μια, Βασιλικοί από την άλλη, την ώρα που εμαίνετο ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα εκαλείτο να αποφασίσει με ποιον θα πάει και πώς θα πορευτεί.

Πείσμα στο πείσμα, απειλή στην απειλή, μπήκαμε στον πόλεμο καθυστερημένα. Μόλις στα μέσα του 1917 και αφού χρειάστηκε να χωριστεί η Ελλάδα στα δύο, με τον Βασιλιά στην Αθήνα και τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη, να πολιορκηθεί από τους συμμάχους η Αθήνα και να εκδιωχθεί ο Βασιλιάς.

Το τέλος του πολέμου έφερε τον Βενιζέλο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με την πλευρά των νικητών όμως. Η συνθήκη των Σεβρών που ακολούθησε, μπορεί να μην ικανοποίησε στο ακέραιο όλα τα ελληνικά αιτήματα, αφού Βόρειος Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κωνσταντινούπολη και Κύπρος δεν παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, την κατέστησαν ωστόσο χώρα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, μιας και της δόθηκαν η Θράκη μέχρι την Τσατάλτζα, η Ίμβρος, η Τένεδος και η Διοίκηση της Σμύρνης στα παράλια της Μικράς Ασίας. Και όμως, τρεις μήνες μετά, και ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η Μικρασιατική Εκστρατεία, με μέτωπο από τις εκβολές του Σαγγάριου στον Εύξεινο, τις περιοχές Άδα Παζάρ, Ασκανίας λίμνης, Τίμπας, ανατολικά της Προύσας, Ουσάκ, Ουτουράκ και τη γραμμή του ποταμού Μαίανδρου μέχρι την Ερυθραία, χάνει τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920.

Τα αίτια; Διάφορα. Από τη δημαγωγική πολιτική και την προσπάθεια σπίλωσης του Βενιζέλου, μέχρι την υπόσχεση για επιστροφή του Βασιλιά και μαζί των επιστράτων. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό. Ο Βασιλιάς γύρισε, μεταστράφηκε η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων, έμεινε αβοήθητος ο στρατός, που ηττήθηκε και διαλύθηκε τελικά.

Η μεγαλύτερη καταστροφή του 20ου αιώνα ήταν ήδη γεγονός. Ξεριζώθηκε ο ελληνισμός της Μικρασίας, που μέτρησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, και η αδύναμη και αβοήθητη πλέον Ελλάς κλήθηκε να δεχτεί πάνω από ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Αυτά εν ολίγοις.

4 Σεπτεμβρίου του ’22, για να θυμόμαστε και κάποιες ημερομηνίες, δόθηκε η εντολή της ολοκληρωτικής εγκατάλειψης και εκκένωσης της Σμύρνης. Στις 22 του ίδιου μήνα, κίνημα υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Στυλιανό Γονατά κατέλαβε την εξουσία. Εξαγριωμένη η κοινή γνώμη, που δεν μπορούσε να κατανοήσει την εξέλιξη των πραγμάτων, ζητούσε εκδίκηση και αίμα.

Το Έκτακτο Στρατοδικείο θεώρησε υπαίτιους τους πέντε πολιτικούς και τον Αρχιστράτηγο της ήττας και τους καταδίκασε σε θάνατο. Έτσι, λίγες ώρες μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, στις 15 Νοεμβρίου 1922, εκτέλεσε στο Γουδί τους Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη και Γ. Χατζανέστη.

Τώρα, 88 χρόνια μετά, ύστερα από μια δίκη που χαρακτηρίστηκε σαν παρωδία από έγκριτους νομικούς, τους αθώωσε ο Άρειος Πάγος προκαλώντας την ιστορική μνήμη, την οργή εκατοντάδων Μικρασιατικών Σωματείων και την απορία της κοινής γνώμης. Τι να επεδίωκε, άραγε, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας με την απόφασή του αυτή; Να αλλάξει την ιστορία ξαναγράφοντάς την από την αρχή, ή να αποσείσει το στίγμα της προδοσίας που βάραινε για δεκαετίες τους απογόνους των εκτελεσθέντων;

Επιπλέον ανακύπτουν και κάποια άλλα ερωτήματα. Ποια ήταν εκείνα τα νέα στοιχεία που προέκυψαν και οδήγησαν τους ανώτατους δικαστές σε αυτή τους την απόφαση; Κανένα, κατά τη γνώμη όσων αντιτάχθηκαν στην έκδοσή της. Μετά την πάροδο τόσων ετών δεν βρίσκονται πια στη ζωή άτομα που θα μπορούσαν να φωτίσουν με τη μαρτυρία τους τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Επιπλέον ολόκληρη η δικογραφία έχει χαθεί και το μόνο που απόμενε ήταν το τηλεγράφημα του Ελευθερίου Βενιζέλου και μια μετέπειτα ομιλία του στη Βουλή.

Όμως αυτά ήταν γνωστά από τότε. Ακόμη και το γεγονός ότι ο Βενιζέλος είχε αρνηθεί να λάβει θέση καθόλη τη διάρκεια της δίκης, ενώ το περιβόητο τηλεγράφημά του έφτασε αρκετά καθυστερημένα. Πόσο; 19 ολόκληρες ώρες μετά την έκδοση της απόφασης, 14 μετά την εκτέλεση, 12 μετά την άφιξη του Τάλμποτ στην Αθήνα και 8 ώρες μετά την αναχώρησή του. Και πάλι όμως στο τηλεγράφημά του ο Βενιζέλος δεν αναφέρει ούτε λέξη επί της ουσίας. Δεν μιλά δηλαδή περί αθωότητος ούτε χαρακτηρίζει την απόφαση άδικη ή εσφαλμένη. Απλά αναφέρει πως τυχόν εκτέλεση των καταδικασθέντων θα του δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης. Προς τι λοιπόν η περίεργη αυτή απόφαση;

Πέμπτη, Νοεμβρίου 18, 2010

Το μήνυμα

Το ζήσαμε και αυτό. Σε αυτοδιοικητικές εκλογές, σε εκλογές δηλαδή για την ανάδειξη δημάρχων και περιφερειαρχών, το μόνο που δεν συζητήσαμε ήταν για την αυτοδιοίκηση και τα προβλήματά της. Τη σημαία σήκωσε από νωρίς το ΚΚΕ διά της κ. Παπαρήγα, που ζήτησε την καταδίκη της κυβέρνησης για την πολιτική της σχετικά με το Μνημόνιο και τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική. Τη σκυτάλη πήρε γρήγορα ο Τσίπρας, μη χάσει, και ακολούθησε ο Σαμαράς που ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησε την αποδοκιμασία του ΠΑΣΟΚ και την καταψήφιση των υποψηφίων του. Λες και αν έβγαινε ο Πλακιωτάκης στην Κρήτη ή ο Νίνος στο Ρέθυμνο θα έσωζαν τη χώρα. Με την ευκαιρία, θερμά συγχαρητήρια Γιώργο Μαρινάκη. Αυτό το 74% ήταν εκπληκτικό και σίγουρα κάτι υποδηλώνει. Μόνο πρόσεχε, σε παρακαλώ, γιατί από το «Ωσαννά» μέχρι το «Σταυρωθήτω» μεσολάβησαν μονάχα 3-4 μέρες.

Έγραφα λοιπόν για τη στάση σύμπασας της αντιπολίτευσης, πλην του Καρατζαφέρη ίσως, που τα έπαιξαν όλα για όλα. Η πρώτη Κυριακή έδειξε να τους δικαιώνει κάπως. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε σαφώς αποδυναμωμένο και η ΝΔ, παρότι έχασε και σε ποσοστά και σε ψήφους, κέρδισε τις εντυπώσεις. Το ΚΚΕ της στείρας άρνησης ενισχύθηκε σημαντικά, ο Τσίπρας την πάτησε, και πάει λέγοντας. Βέβαια αυτό δεν εμπόδισε τους πάντες να βγουν το ίδιο κιόλας βράδυ και να πανηγυρίζουν. Ειδικά ο Σαμαράς που μίλησε για ολική επαναφορά της ΝΔ σε διάστημα μόλις ενός έτους. Και δεν φτάνει αυτό αλλά το συνέχισε κιόλας. Η αλαζονεία σε όλο της το μεγαλείο!

«Κάνουν πως δεν κατάλαβαν το μήνυμα; Δώστε τους να το καταλάβουν», έλεγαν τα γνωστά και μη εξαιρετέα μεγαλοστελέχη της δεξιάς παράταξης. Μόνο που το παράκαναν και φόβισαν τον λαό.

«Λες να μου ξανακαθίσουν στον σβέρκο και άντε ξεμπέρδευε μετά», σκέφτηκε, και τους μαύρισε τη δεύτερη Κυριακή. Πάει, χάθηκε η Αθήνα, που την πήρε ο παντελώς άγνωστος Καμίνης. Πάει και η Θεσσαλονίκη, που την κέρδισε ο Μπουτάρης, παρά το ότι είχε να αντιπαλέψει Παπαγεωργόπουλους, Ψωμιάδηδες και, εδώ είναι το ανησυχητικό, τους κεραυνούς του Άνθιμου που τον απειλούσε πως όσο ζει ο ίδιος, Δήμο δεν βλέπει.

Τώρα τέλειωσαν και οι εκλογές και τα νταβαντούρια, για όσους ασχολήθηκαν τουλάχιστον. Γιατί οι πολλοί τούς γύρισαν την πλάτη. Μπούχτισαν τόσα χρόνια από το μπλα μπλα και τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Σιχάθηκαν τους πάντες και τα πάντα και μαζεύτηκαν στο καβούκι τους. Εδώ ο Σαμαράς ισχυριζόταν ανερυθρίαστα πως έχει τον τρόπο και από το Μνημόνιο να μας απαλλάξει και το έλλειμμα να μηδενίσει μέσα σε ένα χρόνο, εδώ ακούς την Παπαρήγα να σου λέει πως και να πτωχεύσει η χώρα δεν χάλασε ο κόσμος, γιατί θα πτωχεύσει η πλουτοκρατία και εσύ κάθεσαι και μου λες παραμύθια. Και εντάξει. Αν μας έχει πει ο γιατρός πως πρέπει να τους τα κάνουμε όλα καλά, κάτι γίνεται. Διαφορετικά το πράγμα αλλάζει. Από την άλλη, λέγοντάς μας ο γιατρός να μην τους φέρνουμε αντίρρηση δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχουμε το νου μας τετρακόσια. Το αντίθετο μάλιστα γιατί αν τους αφήσουμε να μας παρασύρουν με τα λεγόμενα και τα καμώματά τους τότε η ευθύνη θα είναι ολόκληρη δική μας.

Η χώρα έχει, επί της ουσίας, πτωχεύσει. Το ότι δεν το έχουμε καταλάβει, πράγματι αποτελεί πρόβλημα. Ο κόσμος υποφέρει. Υπάλληλοι και συνταξιούχοι που τους πετσόκοψαν τις αποδοχές. Έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες που, ελλείψει ρευστού, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα. Ακόμη και μεγάλες, επώνυμες επιχειρήσεις δυσκολεύονται, απολύουν εργαζόμενους, κλείνουν υποκαταστήματα και βλέπουν τον κύκλο εργασιών τους να συρρικνώνεται επικίνδυνα. Από την άλλη η κυβέρνηση επιμένει στη γνωστή δοκιμασμένη συνταγή της μείωσης των εισοδημάτων των μισθωτών, του στραγγαλισμού της αγοράς και της αύξησης των φόρων, είτε για άμεσους πρόκειται είτε για έμμεσους. Μόνο που το γαϊδούρι, συγχωρήστε μου την έκφραση, αντέχει ένα συγκεκριμένο βάρος. Αν το υπερβεί, τότε δύο τινά θα συμβούν. Ή θα γονατίσει, οπότε μεταφορά γιοκ, ή θα αφηνιάσει, θα τινάξει από την πλάτη του και σαμάρια και φορτία, οπότε η ζημιά θα είναι διπλή.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Μα το αυτονόητο. Να μπει μια τάξη στα οικονομικά. Να περιοριστεί το εξαιρετικά πολυάνθρωπο και εξοργιστικά πολυδάπανο κράτος με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο ακόμη εκατοντάδων άχρηστων οργανισμών. Να ελαχιστοποιηθούν επιτροπές, διοικητικά συμβούλια, ειδικοί σύμβουλοι, συνεργάτες και λοιποί παρατρεχάμενοι. Να προχωρήσουν τάχιστα οι αποκρατικοποιήσεις. Να αποφασιστεί επιτέλους η αξιοποίηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και να πέσει το βάρος στην ανάπτυξη, αφού από εκεί θα υπάρξουν πολλαπλά οφέλη. Και θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν και έσοδα θα εισρεύσουν στα ταλαίπωρα κρατικά ταμεία. Και προπάντων να πάψει το κράτος να παριστάνει τον επιχειρηματία. Άλλωστε όπου και αν το επιχείρησε, βλέπε Ολυμπιακή-ΔΕΚΟ-λιμάνια κλπ, απέτυχε οικτρά. Το κράτος οφείλει να θεσπίζει κανόνες, να ελέγχει την ομαλή λειτουργία της αγοράς, να εισπράττει και να ανταποδίδει στους πολίτες του αυτά που δικαιούνται. Μέχρι εκεί. Τα υπόλοιπα μόνο προβλήματα δημιουργούν.

Γιατί δεν το κάνει η κυβέρνηση; Για πολλούς και διάφορους λόγους. Γιατί έχει χαθεί στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας που όλο λέει πως θα την πατάξει, αλλά αυτή, σε πείσμα όλων, επιβιώνει και γιγαντώνεται. Γιατί δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο και λειτουργεί σπασμωδικά. Γιατί, ενώ τα έχει πάρει όλα πάνω του ο Πρωθυπουργός, οι μισοί υπουργοί του βλέπουν με μισό μάτι τους άλλους μισούς. Γιατί κάποιοι, όπως η Μπιρμπίλη ας πούμε, έχουν περισσότερες ευαισθησίες για το περιβάλλον από κάποιους άλλους με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν τα πάντα. Οπότε, φέξε μου και γλίστρησα. Γιατί…, γιατί…, γιατί…

Έτσι όμως δεν φτάνουμε πουθενά. Όσο θα συνεχίζεται το ίδιο βιολί, όσο αυξάνονται οι φόροι και αφαιρείται αγοραστική δύναμη από το καταναλωτικό κοινό, τόσο η ύφεση θα βαθαίνει. Μέχρι την ώρα που θα κάνουμε το μεγάλο μπαμ. Γιατί θα το κάνουμε αν δεν βάλουμε μυαλό. Αργά ή γρήγορα. Και για τους περισσότερο δύσπιστους θα πω μόνο τούτο. Πάντοτε ζούσαμε με δανεικά. Από κτήσεως κόσμου, που λένε οι γραφές, ή από συστάσεως του ελληνικού κράτους, αν προτιμάτε. Μόνο που δεν συνάντησα ποτέ κανέναν που να δανείζει συνεχώς γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν πρόκειται να πάρει πίσω τα χρήματά του. Έτσι είναι, δυστυχώς, και δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αν δεν καταφέρουμε να συμμαζέψουμε τα του οίκου μας, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας.

Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2010

Η αδελφότητα των στεναγμών



Αυτή, τον μελλοντικό πεθερό της πήγαινε να συναντήσει κι είχε αγωνία για το πώς θα εξελισσόταν η πρώτη της επαφή με τον πατέρα του Άλκη. Το γεγονός ότι είχε επιμείνει να τη συναντήσει μόνη της την παραξένευε βέβαια, αλλά δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί καν τον πραγματικό λόγο. Και τώρα τον άκουγε να της λέει όλα αυτά τα απίθανα κι εξωπραγματικά. Καλά, δεν την έβλεπε; Δεν καταλάβαινε πως τη σκότωνε; Κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη του, ένιωθε να της αφαιρεί τη ζωή σταγόνα σταγόνα.

Ο ίδιος ισχυριζόταν πως ήταν ο πατέρας της και με τον Άλκη, τον μοναδικό άνθρωπο που της είχε απομείνει, που θα έδινε και τη ζωή της ακόμη γι’ αυτόν, ήταν, λέει, αδέλφια και δεν μπορούσαν να παντρευτούν. Και το χειρότερο, σ’ αυτήν έπεφτε το βάρος να τον απομακρύνει από κοντά της, χωρίς μάλιστα να του αποκαλύψει την αλήθεια. Στα λόγια όμως, όλα είναι εύκολα γιατί μόλις η Αλεξάνδρα προσπάθησε να τα εφαρμόσει ήρθαν τα πάνω κάτω.

Αυτή πάντως ήταν η αιτία για να ξεδιπλωθεί μια ιστορία και να φανερωθεί ένα ένοχο μυστικό, καλά κρυμμένο για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, που σημάδεψε τη ζωή του Αντώνη κι οδήγησε την Κατερίνα αλκοολική σ’ ένα γηροκομείο.

Το «H αδελφότητα των στεναγμών» είναι ένα βιβλίο βασισμένο σε μια πραγματική ιστορία.


Σε λίγες μέρες από τις
Εκδόσεις Λιβάνη