Δευτέρα, Μαΐου 25, 2009

Εκλογές


Ούτε το άρωμά τους δεν πήραμε. Τσάμπα η διαδικασία δηλαδή και τα έξοδα που θα μας φορτώσουν. Πού άλλοτε που και μόνο το άκουσμα της λέξης ήταν ικανό να ηλεκτρίσει, να ξεσηκώσει θύελλες, να γιγαντώσει μίση και πάθη και να φανατίσει τα πλήθη που, αλλόφρονα, με πλαστικά σημαιάκια στα χέρια και την ψυχή γεμάτη θυμό, ξεχύνονταν στους δρόμους και γέμιζαν ασφυκτικά τεράστιες πλατείες για ν’ ακούσουν τον αρχηγό της παράταξής τους και, κατά τη γνώμη τους, σωτήρα.

Τραγούδια επαναστατικά-ανατρεπτικά από τη μια, πατριωτικά από την άλλη, μην πάμε πίσω, κι ο χορός καλά κρατούσε. Τίγκα τα εκλογικά κέντρα, ατέλειωτες φάλαγγες τα αυτοκίνητα, κορναρίσματα, κουστωδίες, ντουντούκες για τα συνθήματα κι ένας λαός που ζούσε στην παραζάλη, έμπλεος ιδεών και ενθουσιασμού που στην πράξη αποδεικνυόντουσαν κούφια λόγια, μεγάλα.

Με απορία μαθαίναμε τι γινόταν έξω σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Εκεί που κανείς δεν νοιαζόταν για τέτοιου είδους φιέστες και που νικητής πραγματικός και αδιαμφισβήτητος ήταν η αποχή. Ακούγαμε εμείς εδώ πως πήγαινε να ψηφίσει μόλις το 30-40% και κάτι παθαίναμε. Ούτε να το εξηγήσουμε μπορούσαμε ούτε ν’ αντιληφθούμε τον τρόπο σκέψης αυτών, των πολιτισμένων, που εμείς τους χαρακτηρίζαμε ξενέρωτους. Κάπως έτσι πρέπει να ήταν αφού δεν είχαν αίμα μέσα τους να βράζει, δεν είχαν ιδεολογίες ούτε ιδανικά. Ενώ εμείς εδώ είχαμε απ’ όλα. Και έξαψη που περίσσευε και καβγάδες και επεισόδια και συμπλοκές καμιά φορά για μια αφισοκόλληση. Μέχρι τον στρατό βάζαμε να φυλάει τις κάλπες. Αμέ; Τι νόμιζες; Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Και εγένετο παραμονές εκλογών, ευρωεκλογών έστω, να μην κινείται φύλλο. Κανείς, πλην των άμεσα ενδιαφερομένων, να μη νοιάζεται για το παραμικρό πέρα από την αγωνία με κουτσομπολίστικη διάθεση για τα ονόματα των επικεφαλής κι οι κομματικοί στρατοί να μη λένε ν’ αντιπαραταχθούν. Τι να φταίει, άραγε; Γίναμε κι εμείς Ευρωπαίοι ή μήπως καταλάβαμε την κοροϊδία έστω κι αργά;

Μαριέττα, άκου!

Η αλήθεια είναι πως οι ηγεσίες των κομμάτων έκαναν και κάνουν το παν για να μας ξεκουνήσουν από την πολυθρόνα και με λόγους πύρινους προσπαθούν να πολώσουν το κλίμα. Πρώτη η κυβέρνηση που έκλεισε άρον άρον τη Βουλή κι έδωσε το σύνθημα για γενική επίθεση. Με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να μπαίνει στη μάχη και να ορίζει τις θέσεις των επιτελών και των μαχητών του. Στη θέση του αρχιστράτηγου έβαλε τη Μαριέττα Γιαννάκου, εκ πρώτης όψεως συμπαθή, που κέρδισε την αγάπη του κόσμου με το προσωπικό της δράμα. Αλλά, δυστυχώς για τον ίδιο, η Μαριέττα είναι πια καμένο χαρτί.

Οι ίδιοι, οι άνθρωποι της παράταξης της, φρόντισαν να το κάψουν όταν μέσα στον ενθουσιασμό της νίκης μοίραζαν τα λάφυρα. Στην άτυχη Μαριέττα έλαχε το Παιδείας. Η αλήθεια είναι πως η πρόκληση ήταν μεγάλη. Πάντα ο χώρος αυτός ή αναδεικνύει ηγέτες ή καταστρέφει προσωπικότητες και πολλά υποσχόμενες πολιτικές καριέρες. Η Μαριέττα τυφλωμένη από τη μέθη της εξουσίας και με το Ναπολεόντειο του χαρακτήρα της, αν και πανέξυπνη, είδε το τυρί αλλά δεν αντιλήφθηκε τη φάκα που το είχε παγιδευμένο. Κι έτσι σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, αντηχούσαν στους πέριξ του Συντάγματος δρόμους μαθητικοφοιτητικές ιαχές του τύπου «Μαριέττα Γιαννάκου, τη φωνή μας άκου…» που, βέβαια, δεν την άκουσε. Πίστεψε τις διαβεβαιώσεις του Ρουσόπουλου πως την καλύπτει, τάχα μου, η κυβέρνηση και το ’παιξε σκληρή και αδιαπραγμάτευτη.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Κάτι το βιβλίο της Ιστορίας με τον «συνωστισμό της Σμύρνης», κάτι η κυβέρνηση που δεν άντεχε στα δύσκολα, κάτι οι εσωκομματικές ισορροπίες και τα συναδελφικά μαχαιρώματα και νάσου την Μαριέττα παραιτημένη, έρημη και μόνη, σαν την καλαμιά στον κάμπο, που λένε. Στην κυριολεξία όμως. Και οι εκλογές που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν απλώς αυτό που όλοι, πλην της ιδίας, έβλεπαν. Ούτε βουλευτής δεν εξελέγη η πολύπαθη Μαριέττα. Το πήρε βαριά, είναι αλήθεια. Δεν ήταν και λίγο αυτό που της είχε συμβεί. Ακολούθησε χειμώνας βαρύς. Το όποιο έργο της άρχισε να ξηλώνεται, οι φίλοι την εγκατέλειψαν, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε πια, μια μαυρίλα την τύλιξε, ε, δεν είναι και υπεράνθρωπος, ήρθε και πλάνταξε η γυναίκα.

Τον Χάρο τον ίδιο είδε με τα μάτια της. Ευτυχώς που την τελευταία στιγμή πάτησε φρένο, έδωσε μάχη γενναία και του ξέφυγε. Συγκίνησε πολλούς με τη γενναιότητά της αυτή κι από απόβλητη ξανάγινε η παράκλητη. Η από μηχανής θεός, αυτή που θα έσωζε την παράταξη και θα έδινε μια μάχη τόσο κρίσιμη που όμως εξακολουθεί να μη συγκινεί κανένα. Μόνο που το «Μαριέττα άκου» θα πρέπει να ηχεί στ’ αυτιά της ακόμη.

Εσύ ξέρεις την αλήθεια

Κι ενώ το κλίμα δεν λέει ν’ αλλάξει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Πρωθυπουργού που κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ για δήθεν καταστροφολογία και προσπάθεια μηδενισμού των πάντων και τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να θέτει το «αρχαϊκό» δίλημμα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», σκηνές φρίκης πάνε να ζωντανέψουν στην τηλεόραση. Τα πουλιά που μας πήραν το κατόπι κρώζοντας «πανικός, πανικός, καταστροφή…, θα χάσεις τη δουλειά σου, φόροι, φόροι, νέοι φόροι, καταστροφή…» για να μας απαλλάξει τελικά μια φωνή ιδιαίτερα πειστική και καθησυχαστική: «Ακούστε τώρα και την αλήθεια». Όπου αλήθεια, κατά τη φωνή, είναι πως η Ελλάδα έχει σχέδιο. Πως πρώτη από τις χώρες της ευρωζώνης πήρε μέτρα. Πως είναι από τις ελάχιστες χώρες με θετικό ρυθμό ανάπτυξης και χαμηλότερη ανεργία, πως, πως, πως…

Κι όμως, εσύ την ξέρεις την αλήθεια γιατί την ζεις καθημερινά. Γιατί η κατάντια της χώρας δεν είναι στη φαντασία του ΠΑΣΟΚ μόνο. Η αλήθεια είναι πως η ανάπτυξη είναι μηδενική, πως όλοι δείκτες βρίσκονται στο κόκκινο, πως η αγορά στενάζει, πως οι τράπεζες δεν δίνουν δάνεια, πως οι επιταγές μένουν ακάλυπτες, επιχειρήσεις κλείνουν και η ανεργία καλπάζει.

Η αλήθεια είναι πως ο μισθός σου έμεινε καθηλωμένος και σύνταξη θα πάρεις του Αγίου Ποτέ ανήμερα, αφού τα αποθεματικά των ταμείων έγιναν ομόλογα δομημένα, από αυτά που στη συνέχεια βάφτισαν τοξικά. Η αλήθεια είναι πως βιάζονται να ξεμπερδέψουν με τις ευρωεκλογές για να σου ρίξουν κατακέφαλα τα νέα μέτρα, μιας και τα παλιά δεν απέδωσαν -πώς ν’ αποδώσουν, εδώ που τα λέμε, με τέτοια ύφεση και τόση διαφθορά και κακοδιαχείριση- κι άδειασαν τα ταμεία. Αλλά εντελώς, λέμε. Και την ίδια ώρα το δημόσιο χρέος ξέφυγε από κάθε πρόβλεψη κι απειλεί να μας πνίξει. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια, δυστυχώς. Όσο για το πουλάκι, τον Χριστοφοράκο, ντε, της Siemens, αυτό πάει, πέταξε κατά Γερμανία μεριά και μας χαιρετά με αγάπη. Όσο για το σκάνδαλο, σίγουρα θα ακολουθήσει την πορεία του Γερμανού, των ομολόγων, των κουμπάρων, του Βατοπεδίου και δεν συμμαζεύεται.

Τώρα την αλήθεια εσύ την ξέρεις. Ωμή. Πραγματική. Η χώρα χτυπάει όρια, το ΚΚΕ θέλει κι αυτό τον Γερμανό του, στον Συνασπισμό τρώγονται μεταξύ τους κι η κυβέρνηση καραδοκεί. Το τέλος των ψευδαισθήσεων συμπίπτει με την ημέρα των ευρωεκλογών. Γι’ αυτό μην τους αφήσεις να σε ξεγελάσουν πάλι.

Σάββατο, Μαΐου 02, 2009

Απεργία πείνας

Κάποιοι σίγουρα πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη από τον Θεοδόση που στο, αποστεωμένο από την απεργία πείνας, πρόσωπό του απεικονίζεται ολοκάθαρα το κράτος της πλάκας που κάποιοι διαμόρφωσαν και που πεισματικά εξακολουθεί να υπάρχει, να μας κυβερνά και να μας δυναστεύει. Τον καθένα από μας. Τον ανώνυμο, τον απλό πολίτη που δυστυχώς έχει μετατραπεί σε αδύναμο υπήκοο. Το έγκλημα του Θεοδόση ποιο; Κάποιες μικροπαρανομίες στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Ποινή; Ο εξοβελισμός από το δικαίωμα στην εργασία και κατά συνέπεια από την ίδια τη ζωή.

Η ποινή; Θάνατος με λίγα λόγια. Επειδή κάποιοι τυπολάτρες οχυρώθηκαν (;) πίσω από νόμους, άρθρα και παραγράφους. Επειδή την ανθρωπιά και την επιείκεια, το μεγαλείο που πρέπει να διέπει ένα σύγχρονο κράτος, το αντικατέστησε για άλλη μια φορά το ψυχρό, το άψυχο γράμμα του Νόμου. Ο Θεοδόσης από τη μεριά του, νικητής, ξεπέρασε τα όποια του προβλήματα, δημιούργησε οικογένεια κι έπιασε δουλειά. Όχι κάποια σπουδαία σαν κι αυτές που αποφέρουν στον κάτοχό τους δόξα και χρήμα. Όχι. Στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου προσλήφθηκε, πριν από 10 τόσα χρόνια, σαν συμβασιούχος. Κι όταν με βάσανα πολλά κι αγώνες ήρθε η ώρα της δικαίωσης με τη μορφή της μονιμοποίησης, κάποιοι του είπαν ΟΧΙ γιατί δεν είχε, λέει, καθαρό Ποινικό Μητρώο κι οι «κύριοι αρμόδιοι» αρνήθηκαν να του δώσουν χάρη. Λες και το βρώμικο Ποινικό Μητρώο τον εμπόδιζε να καθαρίζει τις βρωμιές μας τόσα χρόνια τώρα.

Αυτές τις μέρες ο Θεοδόσης δίνει τη δική του μεγάλη μάχη μπροστά από το Δημαρχείο Ρεθύμνης και είμαστε όλοι μαζί του. Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα του, φωνάζουμε δυνατά ΝΤΡΟΠΗ στους κάθε λογής εξουσιαστές και απαιτούμε την άμεση ικανοποίηση του αιτήματός του μαζί με μια συγγνώμη που όμως δεν αρκεί. Σήμερα. Τώρα. Προτού καταρρεύσει εντελώς ο άνθρωπος κι έχουμε κι άλλα. Θεοδόση, Κουράγιο!

Tέλος καλό

Πάει κι αυτό! Μ’ αυτή τη φράση με υποδέχτηκαν στο γραφείο μου μόλις γύρισα, εκεί κατά τις τρεις το μεσημέρι τής Πέμπτης 30 Απριλίου. Από πού; Από τα δικαστήρια. Τι δουλειά είχα εκεί; Α, μπα, τίποτα το σοβαρό. Ένα μικρό διάλλειμα από τις καθημερινές μου ασχολίες έκανα, καθισμένος στο εδώλιο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνης, παρέα με τον εκδότη της εφημερίδας «Κρητική Επιθεώρηση», κατηγορούμενοι επειδή τόλμησα να γράψω κι η εφημερίδα να δημοσιεύσει ένα άρθρο με τον τίτλο «Περί οικισμών, συνέχεια» που αφορούσε το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στους παραλιακούς οικισμούς του Νομού.

Το άρθρο μου αυτό ενόχλησε τον Προϊστάμενο της Πολεοδομίας Ρεθύμνης κ. Μιχάλη Δεληγιαννάκη, που θεώρησε πως στα γραφόμενά μου αναγνωρίζει τον εαυτό του και χωρίς πολλά πολλά «μου την άναψε». Τι κι αν απολογούμενος σε προανακριτικό στάδιο είχα δηλώσει ρητά πως στον μόνο που δεν αναφερόμουν ήταν ο κ. Δεληγιαννάκης. Τι κι αν στο άρθρο μου «Προσοχή !!! Μηνύσεις!» που ακολούθησε διερρήγνυα τα ιμάτιά μου, τίποτα αυτός! Εκεί! Την κεφαλή μου ήθελε επί πίνακι, είτε έφταιγα είτε όχι. Έτσι λοιπόν και μετά από τρεις αναβολές φτάσαμε στη Μεγάλη Ημέρα της Κρίσεως. Εγώ καθισμένος στο σκαμνί κι ο κ. Δεληγιαννάκης με τη ρομφαία. Πάνω μου. Πάνω από το κεφάλι μου. Επίμονος. Πείσμων. Με το δίκιο που θεωρούσε πως έχει, να τον πνίγει. «Βρε, χριστιανέ μου», δήλωσαν στην αρχή της διαδικασίας οι δικηγόροι, «ο άνθρωπος δεν αναφερόταν σε σένα. Δεν ήθελε να σε θίξει, το είπε από την αρχή, τι άλλο να κάνει δηλαδή;»

«Δέχεστε τη δήλωση του κατηγορουμένου;» ρώτησε τον μηνυτή μου η Πρόεδρος του Δικαστηρίου.

«Όχι, γιατί ’ναι ψεύτικη και προσχηματική ενόψει της δίκης», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι αφού δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης. Με όλα τα τυπικά. Με τον μηνυτή να ξεδιπλώνει τα σημεία που, κατά τη γνώμη του, τον έθιγαν και τους δικαστές να ρωτούν και να προσπαθούν να καταλάβουν πώς, μόνος αυτός από τις δεκάδες συμβούλων του Νομάρχη (αιρετών, μόνιμων και επί συμβάσει), έκρινε πως η αναφορά μου σε κακούς και ανίκανους συμβούλους αφορά τον ίδιο. Κι όμως, ο κ. Δεληγιαννάκης επέμεινε μέχρι τέλους, κάνοντας παράλληλα αναδρομή στο πρόβλημα των 800 μέτρων και δηλώνοντας ρητά και κατηγορηματικά πως αυτός ήταν εξαρχής αντίθετος και πως το όλο νομοθέτημα το θεωρεί καταστροφικό και παράνομο.

Έφτασε κι η σειρά μου. Απάντησα στις ερωτήσεις. «Αν ήθελα να αναφερθώ στον κ. Δεληγιαννάκη, θα το έκανα με τρόπο ευθύ και όχι δια της τεθλασμένης», είπα, υπερασπίστηκα τον τιμητικό τίτλο του ενεργού, σκεπτόμενου και σκληρά φορολογούμενου Έλληνα Πολίτη και το δικαίωμά μου να σχολιάζω ελεύθερα και να κριτικάρω πράξεις και παραλείψεις της Διοίκησης, στα πλαίσια πάντα των Νόμων και του Συντάγματος.

Τελικά τα πράγματα πήγαν κατ’ ευχήν. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς μου και με αθώωσε πανηγυρικά. «Και στην άλλη με καλό», μου είπε ο δικηγόρος μου (ο φίλος Βαγγέλης Μουνδριανάκης, τον οποίο ευχαριστώ και δημόσια) βγαίνοντας. «Άστο, δεν θα πάρω άλλο», τ’ απάντησα, «χόρτασα από την πρώτη».