Τετάρτη, Μαΐου 21, 2008

Περί μεταρρύθμισης, γενικά

Μεταρρύθμιση θα πει, αν δεν κάνω λάθος, αλλαγή ρυθμού, ρότας και κατεύθυνσης. Μεταρρύθμιση θα πει αλλαγή στη νοοτροπία, τις δομές και τους θεσμούς για ν’ αρχίσει κάποτε να λειτουργεί αυτό το ρημαγμένο κράτος. Να υπηρετεί τον συναλλασσόμενο μαζί της η διαλυμένη και διαβρωμένη δημόσια διοίκηση. Να παταχθεί η γραφειοκρατία που μπλοκάρει τα πάντα, παραλύει κάθε υγιή προσπάθεια, εξουθενώνει τον πολίτη και τον οδηγεί σε κινήσεις απελπισίας και πράξεις ταπεινωτικές από το να φυλά, δηλαδή, κατουρημένες ποδιές μέχρι να δίνει μπαχτσίσι και φακελάκι για να ξεμπερδέψει.
Μεταρρύθμιση στη διοίκηση θα πει αποκέντρωση αρμοδιοτήτων με οικονομικούς πόρους και οργάνωση ώστε να μπορούν οι τοπικές κοινωνίες να ρυθμίζουν τα του οίκου τους. Μεταρρύθμιση στα σώματα ασφαλείας θα πει να αναδιοργανωθούν, να στελεχωθούν, να εξοπλιστούν κατάλληλα και να επικεντρωθούν στην εκτέλεση του καθήκοντος που η κοινωνία τούς έχει αναθέσει. Θα πει να έχουν παρουσία, ν’ αστυνομεύουν και να προστατεύουν τον πολίτη που, εντέλει, τους πληρώνει κι όχι τον κάθε βολεμένο μεγαλοδημοσιογράφο, τραγουδιστή, επιχειρηματία. Να μην φτάνει “επιτόπου” πάντα μετά, να τρέχει και να μη φτάνει.
Μεταρρύθμιση στην οικονομία θα πει αλλαγή του φορολογικού συστήματος για να επιβαρύνονται αναλογικά όλοι κι όχι οι συνήθως ύποπτοι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Θα πει ενίσχυση κάθε πρωτοβουλίας που οδηγεί στην ανάπτυξη, δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας και αυξάνει τα έσοδα. Θα πει περιορισμός στη σπατάλη, την αδιαφάνεια και τη ρεμούλα. Θα πει εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών που μοιάζουν με μαύρη τρύπα που όσοι φόροι κι αν προστεθούν τους καταπίνει κι όλο στο πλην βρισκόμαστε.
Μεταρρύθμιση, τέλος, θα πει νοοτροπία νέα που θα φέρει την εξυγίανση και την ανασυγκρότηση. Σίγουρα μεταρρύθμιση δεν είναι η καταλήστευση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η συνεχής επιβολή φόρων κι η ασυδοσία της αγοράς. Όπως δεν είναι η παραχώρηση, αντί πινακίου φακής, δημόσιας περιουσίας ούτε η εκχώρηση δικαιωμάτων και προνομίων σε λίγους εκλεκτούς διαπλεκόμενους ή μη. Συγχωρήστε με, αλλά το τελευταίο ο λαός μας το ονομάζει ξεπούλημα.
Μέρες τώρα παρακολουθούμε στο σήριαλ του ΟΤΕ την ανικανότητα (?) της κεντρικής διοίκησης και την αρπαχτική διάθεση του κ. Βγενόπουλου. Για το καλό μας, λέει, έδωσε η κυβέρνηση τον ΟΤΕ στους Γερμανούς. Ανίκανοι είμαστε, σαν να δήλωσε, να τον διευθύνουμε εμείς και πρέπει να μπούμε κάτω από την μπότα του Γερμανού για να μάθουμε. Και για να δικαιολογήσουν τ’ αδικαιολόγητα μας λένε πως κάνουν μεταρρυθμίσεις, τρομάρα τους!
Ακόμη δεν κουράζονται να μας υπενθυμίζουν πως το κακό ΠΑΣΟΚ ήταν αυτό που έδωσε στην ελεύθερη αγορά το 66% του Οργανισμού. Πιθανόν και να έχετε δίκιο, κύριοι. Σας διαφεύγει όμως πως και τότε διαφωνήσαμε με την πολιτική ξεπουλήματος που εφάρμοζε ο Σημίτης. Αλλά αυτός κρίθηκε. Τον καταδίκασε ο λαός, τον κλείδωσε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και τον οδήγησε στη λησμονιά και την αφάνεια. Σας διαφεύγει πως ακόμη κι αυτός, στα πλαίσια της υποτιθέμενης «σταθεροποίησης και εκσυγχρονισμού της οικονομίας», δεν τόλμησε να δώσει το management, εφευρίσκοντας τον όρο της χρυσής μετοχής. Εσείς, γιατί το κάνατε; Αλήθεια, γιατί;
Συγκέντρωσε, μας λέτε, η ΜΙΓ το 20% του Οργανισμού και κάπως θα έπρεπε ν’ αντιδράσετε. Και δεν βρήκατε άλλον τρόπο; Αν δεν κάνω λάθος, το κράτος είναι εκείνο που ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και ρυθμίζει τους νόμους της αγοράς. Ο σωστός επιχειρηματίας είναι υποχρεωμένος να ψάχνει τις ευκαιρίες και να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του συστήματος. Και στο σημείο αυτό ο κ. Βγενόπουλος αυτό έκανε και πολύ καλώς έπραξε. Εσείς, γιατί τον ακολουθήσατε; Σας την έφερε ο κ. ΜΙΓ; Σας έπιασε στον ύπνο, καθηγητάδες τρανούς, επικουρούμενους από πολυάνθρωπα επιτελεία, και βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση; Κι εσείς, τον επιβραβεύσατε πριμοδοτώντας το ποσοστό του με τη διοίκηση του ΟΤΕ, επιτρέποντάς του να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και να πουλήσει το πακέτο του στα 26 ευρώ τη στιγμή που η μετοχή του Οργανισμού στο Χρηματιστήριο δεν ξεπερνούσε τα 20 ευρώ; Αν είναι έτσι, καλά κάνει και επαίρεται ο κ. Βγενόπουλος. Στη χώρα του αλαλούμ, το δίκαιο του ισχυρού είναι αυτό που επικρατεί κι αυτός αισθάνεται ισχυρότατος.
Αν δεν είναι έτσι, γιατί δεν του τραβάτε τα λουριά; Μήπως τον ισχυροποιήσατε εσείς; Μήπως εσείς τον οπλίσατε με θράσος τόσο ώστε να φτάνει να ειρωνεύεται, να απειλεί, να μηνύει πολιτικούς αρχηγούς και να εκβιάζει προκλητικά τους όποιους δημοκρατικούς θεσμούς έχουν απομείνει σ’ αυτή τη χώρα; Ποιος θα μας προστατέψει, τελικά, απ’ αυτόν τον κύριο που η αλαζονεία του προκαλεί; Πώς σκοπεύετε ν’ αντιδράσετε; Και μη μου πείτε πως δεν υπάρχει τρόπος.
Έλεγξε, για παράδειγμα, ποτέ κανείς τον βίο και τη πολιτεία του; Τα οικονομικά και τα πόθεν έσχες του; Την επιχειρηματική του δραστηριότητα; Τις ιδρύσεις των εταιρειών του και τον τρόπο εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο; Τις συνεχείς συγχωνεύσεις, τα αλλεπάλληλα split και reverse-split των μετοχών του; Τις γιγαντιαίες αυξήσεις κεφαλαίων, τις εξαγορές σ’ ένα ευρύτατο φάσμα, που σαν αποτέλεσμα είχαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια να προβάλει σαν την πιο μεγάλη, την πιο ισχυρή και την περισσότερο επιθετική οικονομική δύναμη του τόπου και όχι μόνο; Αυτός έτσι κι αλλιώς διέβη τον Ρουβίκωνα. Εσείς, τι κάνετε;

Σάββατο, Μαΐου 17, 2008

Δι’ ασήμαντον αφορμήν

Πάλι φονικό στο Ρέθυμνο. Πάλι ανθρώπινο αίμα έβαψε τα στενοσόκακα της πάλαι ποτέ πόλης των γραμμάτων. Της πόλης της φιλοξενίας, του φιλότιμου και της παλικαροσύνης. Όχι, δεν ξέπλυναν τιμή μ’ αυτή την πράξη. Ούτε υπερασπίστηκαν οικογένειες κι ιδανικά. Το αίμα ενός νέου, ενός τριτοετή φοιτητή του πανεπιστημίου, ήταν αυτό που χύθηκε δι’ ασήμαντον αφορμήν. Επειδή κάποιος έτσι γούσταρε. Θεώρησα πως με πρόσβαλες, σε σκότωσα! Τόσο απλά. Τόσο εύκολα. Στο κέντρο της πόλης, παρουσία κόσμου ικανού. Λες κι ήταν η πρώτη φορά!
Ζούγκλα γίναμε. Κακοί, επιθετικοί κι αφιλόξενοι. Τραμπούκοι και ψευτοτσαμπουκάδες. Ατομιστές έτοιμοι να φτάσουμε στα άκρα για να περάσει το δικό μας. Δεν προσέχουμε τον διπλανό κι ούτε σεβόμαστε κανέναν. Οδηγούμε όπως μας αρέσει, παρκάρουμε όπου θέλουμε, βρωμίζουμε την πόλη, ψάχνουμε την ευκαιρία να πάρουμε τη σειρά του άλλου και πασχίζουμε πώς να τον ξεγελάσουμε. Να επιβιώσουμε εμείς κι ασ’ τους άλλους να κουρεύονται.
Πώς φτάσαμε ως εδώ; Χάσαμε το μέτρο, την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά μας; Καταντήσαμε ζώα άλογα που καθοδηγούνται μόνο από το ένστικτο ή είναι σημεία των καιρών; Στην εποχή του «άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις», όλα είναι πιθανά. Στο ξεφτιλισμένο κράτος που ζούμε, μ’ αυτούς τους διεφθαρμένους που μας κυβερνούν και λίγα κάνουμε. Όταν θεός είναι το χρήμα, όταν εξουσιάζει τα πάντα ο υπόκοσμος της νύχτας, όταν ρίχνουμε τα παιδιά μας βορά στα μπαράκια που ξεχειλίζουν από ναρκωτικά, και λίγα παθαίνουμε.
Αλλοτριώθηκε αυτή η πόλη; Πέθανε; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω με σιγουριά. Αλώθηκε όμως. Από τους θρασείς με τα θηριώδη 4Χ4, τους μαυροπουκαμισάδες, τους ψευτοκαπεταναίους και τους εμπόρους του θανάτου. Που αλωνίζουν ασύδωτοι, που εκβιάζουν, τρομοκρατούν και δολοφονούν από μαγκιά για ψύλλου πήδημα. Που προστατεύονται από τους ισχυρούς κι εκμεταλλεύονται τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, την ανυπαρξία της αστυνομίας που ενώ το έργο της είναι η προστασία του πολίτη, περιέργως πως, είναι πάντοτε απούσα και την ελαστικότητα της δικαιοσύνης που μειώνει ποινές, αναστέλλει και εν τέλει ελευθερώνει στυγνούς εγκληματίες.
Έσβησε η ελπίδα; Σίγουρα όχι. Απλά οι πολλοί, οι σωστοί, έχουν κλειστεί στο καβούκι τους κι αφήνουν τους λίγους να τους διαφεντεύουν. Είναι ανάγκη να δραστηριοποιηθούμε προτού να είναι πάρα πολύ αργά. Οι πνευματικοί άνθρωποι, οι φιλήσυχοι επαγγελματίες, οι οικογενειάρχες, τα σωματεία, η αυτοδιοίκηση, τα μέσα επικοινωνίας. Όλοι μαζί. Έχουμε χρέος να κινητοποιηθούμε και να υψώσουμε ασπίδα προστασίας. Να εξαναγκάσουμε τους ιθύνοντες να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα και να αποβάλουν τα καρκινώματα που έχουν εισβάλει στον ανυπεράσπιστο ιστό αυτής της πόλης. Το πρώτο όμως που οφείλουμε να κάνουμε είναι να τους απομονώσουμε εμείς οι ίδιοι. Να αρνηθούμε να συνομιλήσουμε μαζί τους. Να περιφρονήσουμε τα χρήματά τους. Να πάψουμε να τους προσφέρουμε υπηρεσίες. Να τους κάνουμε να αισθανθούν παρείσακτοι, απόβλητοι αυτής της κοινωνίας που μάχεται καθημερινά πώς να τα βγάλει πέρα. Να τους αγριέψουμε εν ανάγκη, να τους κυνηγήσουμε. Έχουμε τη δύναμη. Βάρβαρους κατακτητές αντιμετωπίσαμε με επιτυχία, αυτούς θα φοβηθούμε; Διαφορετικά….
Φονικό έγινε πάλι στο Ρέθυμνο, δι’ ασήμαντον αφορμήν, με θύμα έναν νέο άνθρωπο. Δεν θέλω να σκέφτομαι τη μάνα του. Ανατριχιάζω στη σκέψη και μόνο πώς το ’μαθε. Ο γιος της, το καμάρι της, σκοτωμένο χωρίς λόγο. Θα ξυπνήσουμε προτού να είναι πολύ αργά ή θα κλαψουρίζουμε ξανά τον επόμενο σκοτωμένο δι’ ασήμαντον αφορμήν;